του Μάικλ Στήβεν Σμιθ*

Είναι πολλοί οι πρόεδροι των ΗΠΑ που έχουν χρησιμοποιήσει παράνομα δημόσιες υπηρεσίες και τους δημοσίους υπαλλήλους για προσωπικές και συχνά δόλιες ενέργειες, προς εξυπηρέτησή τους. Κανείς τους δεν τιμωρήθηκε για αυτό, εκτός (μέχρι στιγμής) από το Ρίτσαρντ Νίξον.
Ο Νίξον πλήρωσε το τίμημα, όταν έστειλε τους υδραυλικούς του στο σύμπλεγμα Γουώτεργκέητ να κλέψουν έγγραφα που τον συνέδεαν με παράνομες δωρεές εξ Ελλάδος, στην προεκλογική του εκστρατεία, πριν [βγουν στο φως] και μπορέσουν να καταστρέψουν την πολιτική του καριέρα.
Μετά από μήνες συγκλονιστικών αποκαλύψεων από τους δημοσιογράφους Γούντγουαρντ και Μπέρνστην, ο Νίξον αναγκάστηκε σε παραίτηση. Όμως, οι Γούντγουαρντ και Μπέρνστην, παρά τις έρευνές τους για το θέμα, δεν έφεραν ποτέ στο φως τον πραγματικό λόγο για τον οποίο ο Νίξον ενορχήστρωσε τη διάρρηξη στο Γουότεργκεϊτ.
Είναι μόνο μία από τις συναρπαστικές, άγνωστες ιστορίες που έρχονται στο φως για πρώτη φορά στην νέα βιογραφία «Ο Ελληνικός Σύνδεσμος: Η Ζωή του Ηλία Δημητρακόπουλου και η Ανείπωτη Ιστορία του Γουώτεργκέητ» (The Greek Connection: The Life of Elias Demetracopoulos and the Untold Story of Watergate), του Τζέιμς Μπάρον.
Ο Μπάρον περιγράφει το Δημητρακόπουλο ως «δημοσιογράφο, συλλέκτη και μεταδότη πληροφοριών, λομπίστα, πιστό σύμβουλο, ύποπτο ως ξένο πράκτορα, παθιασμένο υποστηρικτή της δημοκρατίας και της ελευθερίας της έκφρασης – [έναν άνδρα] με φίλους και πηγές σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος».
Ο Δημητρακόπουλος (που πέθανε το 2016 σε ηλικία 87 ετών) ήταν ένας έφηβος αντάρτης που επιβίωσε βασανιστήρια και την καταδίκη του σε θάνατο από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, και κατόπιν μετανάστευσε στην Αμερική, και έζησε μια έντονη και ενίοτε επικίνδυνη ζωή ως ερευνητής δημοσιογράφος, που το βραδυ συγχρωτιζόταν με την ελίτ της Ουάσινγκτον, και το πρωί τη σούβλιζε σαν αθηναϊκό σουβλάκι στην πρώτη έκδοση.
Ενθάρρυνε κυβερνητικούς αξιωματούχους να καταγγείλουν τους προϊσταμένους τους, καθώς σοκάρονταν και αηδίαζαν με τη διαφθορά των πανίσχυρων αφεντικών τους, και να του δώσουν πληροφορίες για τα εγκλήματά τους, που αλλιώς θα παρέμεναν άγνωστα. Θα μπορούσε κανείς να τον πει έναν Τζούλιαν Ασάνζ πριν τον Τζούλιαν Ασάνζ.
Πλήρωσε γι’ αυτό μεγάλο κόστος: μπήκε στο στόχαστρο του Ρίτσαρντ Νίξον, που χρησιμοποίησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την Εφορία (IRS) και τη CIA για να πιέσει μέχρι κακοποίησης τους φίλους του, να τον δυσφημίσει, να κατασκευάσει ψεύδη εις βάρος του, και να υπονομεύσει την οικονομική του σταθερότητα.
Ως έφηβος, ο Ηλίας συμμετείχε στην αντι-φασιστική αντίσταση στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ηλικία 12 ετών εντάχθηκε σε μια παράνομη [αντιστασιακή] ομάδα και βοήθησε στη συλλογή πληροφοριών, τη διεξαγωγή προπαγάνδας, την οργάνωση δικτύων διαφυγής για πράκτορες των συμμάχων και αιχμαλώτους πολέμου, και τη διεξαγωγή σαμποτάζ. Ο Μπάρον γράφει πως «ήταν ιδιαίτερα ευφυής, δούλευε πολύ σκληρά και η ευφράδειά του, στα αγγλικά, ήταν εφάμιλλη με των άλλων της ομάδας».
Ο Ηλίας συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Γερμανούς, για τα σαμποτάζ  στα οποία είχε λάβει μέρος, για κατοχή όπλων και ύπαρξη μυστικού ραδιοφωνικού πομπού στην οικία του.
Φυλακίστηκε πριν την προγραμματισμένη εκτέλεσή του. Ο Μπάρον γράφει πως «είναι αδύνατο να περιγραφεί πώς υπέφερε ο πατριώτης έλληνας. Για δύο εβδομάδες, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ο Ηλίας υποβλήθηκε στα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια των ανακριτών του. Όμως έμεινε σιωπηλός, δεν άνοιξε καν το στόμα του. Βόγγηξε και δάγκωσε τη γλώσσα του, για να την κόψει αν χρειαστεί. Αλλά μέχρι την τελευταία μέρα, όταν τον πήγαν δεμένο σε ένα αμφιθέατρο για να δικαστεί και να καταδικαστεί σε θάνατο, ο Δημητρακόπουλος άντεξε όλα τα βασανιστήρια γενναία».
Στο βασανιστή του, έναν έλληνα συνεργάτη των Ναζί, είπε: «Μπορείς να με σκοτώσεις, αλλά δε θα μάθεις τίποτα από εμένα. Μια μέρα θα πληρώσεις για τα εγκλήματά σου, προδότη». Και τον έφτυσε στο πρόσωπο.
Χάρη στην παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του πνευματικού ηγέτη της Αθήνας και όλης της Ελλάδας, δόθηκε χάρη στον Ηλία ως δείγμα καλής θέλησης λόγω Χριστουγέννων. Ήταν μόλις 15 ετών.
Μεταφέρθηκε σε ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς και κρατήθηκε εκεί για σχεδόν ένα χρόνο, πριν τελικά αφεθεί ελεύθερος τον Οκτώβριο του 1944 όταν «οι Γερμανοί κατακτητές, φοβούμενοι τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό, υποχώρησαν από την Αθήνα και την ηπειρωτική Ελλάδα».
Μετά τον πόλεμο ο νεαρός Ηλίας ήθελε να γίνει ερευνητής δημοσιογράφος και να είναι ο πρώτος που θα αποκαλύπτει σημαντικές ιστορίες. Προσλήφθηκε στην Καθημερινή, τη συντηρητική εφημερίδα με το μεγαλύτερο κύρος και επιρροή στην Ελλάδα. Ήταν 21 ετών. Έγινε κορυφαίος του διπλωματικού ρεπορτάζ.
Η εύθραυστη Ελληνική δημοκρατία ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα το 1967. Της βάναυσης χούντας ηγούταν ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο Ηλίας κρυβόταν για ένα μήνα. Δεν είχε εισόδημα ούτε δουλειά. Ο στρατός αντιμετώπιζε τον Τύπο ως προέκταση της κυβέρνησης. Ο Τύπος που ασκούσε κριτική ήταν και τότε, και είναι και τώρα «εχθρός του λαού».
Ο Ηλίας ήταν «ένθερμος δημοκράτης που υποστήριζε την πολιτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Πίστευε πως υπάρχουν «τέσσερα ουσιαστικά στοιχεία μιας λειτουργικής δημοκρατίας: ο κανόνας της πλειοψηφίας, με ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ο σεβασμός στα δικαιώματα των μειονοτήτων, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και η ελευθερία του Τύπου να διερευνά και να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση. Το νέο καθεστώς [η χούντα] απέτυχε και στα τέσσερα».
Ο Ηλίας διέφυγε για να σώσει τη ζωή του, αναζητώντας καταφύγιο στις ΗΠΑ. Ο Μπάρον γράφει πως «πίστευε πως οι δικαιολογίες της χούντας για το πραξικόπημα – που έγινε υποτίθεται για την αποτροπή της επικείμενης κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές – ήταν απάτη, πως το υπερβολικό τους σλόγκαν πως η Ελλάδα ήταν ένας ασθενής που χρειαζόταν χειρουργείο ήταν ανόητη, και πως οι ισχυρισμοί περί διαφύλαξης της ηθικής και του χριστιανισμού ήταν δόλιοι».

Ο Ηλίας έγινε ένας από τους πιο επιφανείς ακτιβιστές κατά της Ελληνικής στρατιωτικής χούντας στην Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιχείρησε να τον απελάσει πίσω στην Ελλάδα όπου θα τον εκτελούσαν, την ώρα που αυτός βοηθούσε να χτιστεί ένας συνασπισμός ευρείας βάσης που κινητοποιούσε την παγκόσμια γνώμη και ασκούσε πίεση σε πολιτικούς αρχηγούς για να επιφέρει την πτώση της χούντας.
Η CIA είχε υποστηρίξει το πραξικόπημα με το οποίο η Ελληνική χούντα κατέλαβε την εξουσία και η κυβέρνηση Νίξον της παρείχε μυστικά όπλα. Απέφυγε την αμερικανική απαγόρευση προμήθειας όπλων [στη χούντα] χαρακτηρίζοντας καινούριο στρατιωτικό εξοπλισμό ως «πεπαλαιωμένο», υποτιμώντας την αξία του και αποστέλλοντάς το στους συνταγματάρχες που ηγούνταν της χούντας ως «πλεονασματικό».
Η χούντα, η οποία διήρκεσε από το 1967 μέχρι το 1974, έκανε τεράστια ζημιά στην Ελληνική κοινωνία.
Ο Ηλίας πίστευε πως, αν επέστρεφε στην Ελλάδα, θα τον σκότωναν.
Στις ΗΠΑ τόσο ο ίδιος όσο και οι συνομιλίες του τελούσαν υπό κυβερνητική παρακολούθηση. Μέσω των διασυνδέσεών του στο Κογκρέσο, κατάφερε να αποκτήσει πράσινη κάρτα που του επέτρεπε να διαμένει, να εργάζεται, και να εκθέτει τους ποταπούς δεσμούς μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και της φασιστικής ελληνικής χούντας. Οι έρευνές του οδήγησαν να χαρακτηριστεί ως persona non grata, ανεπιθύμητος, για Έλληνες και Αμερικάνους αξιωματούχους.
Ο Μπάρον, αναφερόμενος στον Ηλία, εύστοχα παραθέτει τη φράση του Τζωρτζ Μπερναρντ Σο από τον πρόλογο του Heartbreak House: «Η διάδοση της αλήθειας δεν είναι συμβατή με την άμυνα του βασιλείου.» και περιγράφει τις επιθέσεις της CIA εναντίον του ως μια «θεσμική σταυροφορία».
Η CIA αντιμετώπιζε τον Ηλία ως «ενα μεγαλομανή που ίσως είχε υποστεί βλάβη των νοητικών του λειτουργιών ως αποτέλεσμα της φυλάκισής του από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για διεξαγωγή σαμποτάζ».
Το Στέητ Ντηπάρτμεντ, από την πλευρά του, δεν αποδέχονταν πως ο Ηλίας ήταν δημοσιογράφος ή πως εργαζόταν για την Καθημερινή. Η CIA και το Στέητ Ντηπάρτμεντ παρακολουθούσαν προσεκτικά τα άρθρα του. Αποθάρρυναν άλλες εφημερίδες να τον προσλάβουν.
Ο Δημητρακόπουλος δεν είχε ολοκληρωμένη πολιτική ιδεολογία.
Η εμπειρία του με το σταλινισμό τον έκανε ένθερμο αντι-κομμουνιστή. Ο Μπάρον τον θεωρεί «κεντρο-αριστερό», αναφέροντας πως «μισούσε τον κομμουνισμό και το φασισμό και προτιμούσε την δημοκρατία από τη μοναρχία. Πίστευε πως ένα δομημένο συνταγματικό πλαίσιο αποτελούσε την προϋπόθεση μιας ανθίζουσας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».
Όταν ο Νίξον έγινε πρόεδρος το 1969, υποστήριξε την ελληνική χούντα από την οποία η προεκλογική του εκστρατεία έλαβε παράνομες δωρεές.
Ο Τομ Πάππας, ένας Ελληνο-Αμερικάνος επιχειρηματίας από τη Βοστώνη, ήταν συμπρόεδρος του Νίξον στην οικονομική επιτροπή, η οποία βοήθησε στην εκλογή του. Ο Πάππας ήταν πρακτικά ο υπεύθυνος για τη διαχείρηση των παράνομων εισόδων του Νίξον. Η εφημερίδα The Boston Globe τον περιέγραφε ως ένα σύγχρονο «ληστοβαρόνο», ένα πλασιέ της στρατιωτικής χούντας που αναζητούσε επιχειρηματικές ευκαιρίες στην Ελλάδα.
Ο Ηλίας ήταν που ανακάλυψε την αλήθεια: τα λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων αποστέλλονταν στην ελληνική εκδοχή της CIA, την ΚΥΠ, και μετά αποστέλλονταν πίσω, για την εκστρατεία του Νίξον.
Προσπάθησε να βγάλει το θέμα στον αέρα, αλλά δεν τα κατάφερε. Το σύμπλεγμα Γουώτεργκέητ ήταν η βάση της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών. Ο Ηλίας πίστευε πως η διάρρηξη του Γουώτεργκέητ επιχειρήθηκε από διαρρήκτες που εργάζονταν για τους Ρεπουμπλικανούς με στόχο τα αρχεία του Δημοκρατικού Κόμματος για τη συγκεκριμένη μεταφορά χρημάτων.
Αν είχε διαδοθεί η είδηση, το σκάνδαλο μπορεί να κόστιζε στο Νίξον την εκλογή.
Επειδή ο Ηλίας αποκάλυπτε το ρόλο του Τομ Πάππας, στήθηκε ένα ψευδές κατηγορητήριο εναντίον του από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την Εφορία και η CIA, που εξασφάλισαν την πρόσβαση γερουσιαστών, προσωπικού του Λευκού Οίκου και πολιτικών λειτουργών στις πιο επιβαρυντικές πληροφορίες που μπορούσαν να κατασκευάσουν. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αληθές.
Ο Μπάρον καταλήγει πως το FBI, που θα έπρεπε να πρωτοστατεί στην δίωξη του Ηλία, αντ’ αυτού πρότεινε να σταματήσουν οι έρευνες χωρίς να λάβει άλλη πρωτοβουλία.

Ασάνζ πριν τον Ασάνζ
Ο Ηλίας Δημητρακόπουλος ήταν ένας ακούραστος πρόμαχος της δημοκρατίας και της ελευθερίας του Τύπου και ένας μεγάλος έλληνας πατριώτης. Σήμερα, αντίστοιχο ολοζώντανο παράδειγμα αποτελεί ο θαρραλέος αυστραλός δημοσιογράφος και εκδότης, Τζούλιαν Ασάνζ, που έφερε στο φως την αλήθεια και ντρόπιασε την κυβέρνηση των ΗΠΑ, δημοσιεύοντας στοιχεία για τα εγκλήματα πολέμου τους στο Ιρακ, το Γκουαντάναμο και το Αφγανιστάν. Επινόησε ένα τρόπο να δέχεται πληροφορίες από μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και να δημοσιεύει τις πληροφορίες ανώνυμα, για να τους προστατέψει.
Όπως ο Ηλίας, και ο Ασάνζ μπήκε στο στόχαστρο της CIA. Ο τότε Διευθυντής της CIA, υπό την προεδρία του Τραμπ, ο Μάικ Πομπέο, αποκάλεσε τον ιστότοπο WikiLeaks «μια εχθρική μη κρατική υπηρεσία» και πρότεινε την απαγωγή του Τζούλιαν Ασάνζ από την Πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, όπου είχε λάβει πολιτικό άσυλο και έπειτα την επιστροφή του στις ΗΠΑ και τη δολοφονία του.
Όπως ο Ηλίας, ο Τζούλιαν αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, σε Οργουελιανούς όρους, ως «εχθρός του λαού». Επί του παρόντος, κρατείται σε απομόνωση στη διαβόητη φυλακή Μπέλμαρς στο Λονδίνο αναμένοντας την απόφαση σχετικά με το αίτημα των ΗΠΑ για την έκδοσή του ώστε να δικαστεί για κατασκοπεία σε δικαστήριο στη Βιρτζίνια.
Ο «Ελληνικός Σύνδεσμος» του Τζέιμς Μπάρον μας δίνει την ιστορική κατανόηση και έμπνευση να εκτιμήσουμε τη θαρραλέα δημοσιογραφία του Δημητρακόπουλου και του Ασάνζ και να αναλάβουμε δράση για την υποστήριξη όσων διαδίδουν την αλήθεια σε αυτούς τους άγριους καιρούς.

 

(1) To βιβλίο “The Greek Connection: The Life of Elias Demetracopoulos and the Untold Story of Watergate” κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Κάκτος, στα ελληνικά, με τίτλο «ο Άνθρωπος – Κλειδί».

*ελληνική απόδοση: Ε.Ζ. από τα αγγλικά. το πρωτότυπο μπορείτε να το βρείτε εδώ