Κατά συνθήκην αλήθειες
 
Αφορμή για να προσπαθήσω να σκιαγραφήσω και, κατόπιν, να κατανοήσω το ζήτημα του αντι-Κυπριωτισμού, στάθηκαν πέντε συνθήκες που αναδεικνύουν μια, ας το πούμε, εσωτερική αντίφαση ή σύγκρουση στον λόγο (discourse) ορισμένων προοδευτικών συμπολιτών μας.
 
Η πρώτη είναι οι αμέτρητες φορές που έχω ακούσει από χείλια ανθρώπων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο αντι-ρατσιστικό κίνημα φράσεις όπως «Μα καλά; Κύπριος; Όχι Κύπριος, ρε Δανάη!», «Δεν τους αντέχω τους Κύπριους, βγάζω καντήλες», «Για να σωθεί η ανθρωπότητα πρέπει να πέσει βόμβα ναπάλμ στην Κύπρο», «Κύπρος = Εμετός», «Εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους Κύπριους, έχω γνωρίσει και έναν-δυο καλούς Κύπριους, αλλά οι Κύπριοι συμφοιτητές μου ήταν όλοι απαίσιοι, άσε που μιλούσαν μόνο μεταξύ τους και δεν καταλάβαινα τίποτα», «ο Κύπριος είναι επάγγελμα», και«εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αυτός είναι Κύπριος».
 
Η δεύτερη είναι η ευκολία με την οποία αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ενδέχεται να ασκούν και οι ίδιοι κριτική στις πολιτισμικές επιπτώσεις του τρέχοντος οικονομικού μας συστήματος, καταπίνουν αμάσητη την αναπαράσταση του Κύπριου στην ελληνική ποπ κουλτούρα ως μιας καρικατούρας που αυτοαποκαλείται «Τζύμπριος» (μια λέξη που δεν υπάρχει στην κυπριακή διάλεκτο καθώς ο όρος με τον οποίο οι ίδιοι οι Κύπριοι αυτοπροσδιορίζονται είναι «Κυπραίος»), βάζει παντού «ν» (επίσης άστοχο), είναι αφελής στα όρια του χαζού, τρέφεται με χαλούμι, ακούει φανατικά Άννα Βίσση και η προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό είναι το ετήσιο 12άρι στην Ελλάδα στη Eurovision.
 
Η τρίτη συνθήκη αφορά ανθρώπους που είναι φίλα προσκείμενοι σε κινήματα αλληλεγγύης υπέρ των προσφύγων και υποστηρίζουν αδιαπραγμάτευτα το δικαίωμα της Παλαιστίνης στην εθνική αυτοδιάθεση ενάντια στον —υπό τη σκέπη των Ηνωμένων Πολιτειών—επεκτατισμό και παράνομη κατοχή γης του Ισραήλ. Αυτοί, λοιπόν, συχνά ξεχνούν ή παραβλέπουν τους Κύπριους πρόσφυγες που υποχρεώθηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους το 1974 μετά την εισβολή της Τουρκίας, επιφανούς μέλους της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας, στο νησί, υπό την αιγίδα, ή αν μη τι άλλο, την ανοχή τόσο της Χούντας των Συνταγματαρχών όσο και, αργότερα, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πρόσφυγες έγιναν 150.000 Ελληνοκύπριοι και 60.000 Τουρκοκύπριοισε σύνολο 630.000 κατοίκων περίπου με βάση την απογραφή του ’73, δηλαδή το 1/3 του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Άλλη πληροφορία που συχνά παραγνωρίζεται από άτομα που έχουν, μάλιστα, διαδηλώσει κατά των αμερικανικών «βάσεων του θανάτου» στη Σούδα στο παρελθόν, αποτελεί το γεγονός ότι ο βρετανικός στρατός αλωνίζει ανενόχλητος στις βάσεις (βλ. βρετανικό υπερπόντιο έδαφος) στη Δεκέλεια Λάρνακας, στο Ακρωτήρι Λεμεσού και στον Άγιο Νικόλαο Αμμοχώστου.
 
Η τέταρτη συνθήκη σχετίζεται με την επιλεκτική εναντίωση στον φασισμό και την κρατική βία. Πολλοί Ελλαδίτες πλημμυρίζουν, και δικαίως, με πόνο και θυμό μπροστά στην εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν από Χρυσαυγίτες και του Νίκου Τεμπονέρα από ΟΝΝΕΔίτη. Γεμίζουν οργή με την εκτέλεση των 15χρονων Αλέξη Γρηγορόπουλου και Μιχάλη Καλτεζά στα Εξάρχεια από χέρι αστυνομικών το 1985 και το 2008, αντίστοιχα. Θρηνούν τη δολοφονία της εργάτριας Σταματίνας Κανελλοπούλου και του (μη αναφερόμενου ως Κύπριου) φοιτητή Ιάκωβου Κουμή από ΜΑΤατζήδες στην πορεία του Πολυτεχνείου το 1980. Μνημονεύουν τον δολοφονημένο από παρακρατικούς Γρηγόρη Λαμπράκη και τον στραγγαλισμένο από αστυνομικούς Σωτήρη Πέτρουλα ως εμβληματικά θύματα της βίας και αναταραχής της δεκαετίας του ’60. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, οι ίδιοι άνθρωποι θεωρούν το δολοφονικό λιντσάρισμα του Τάσου Ισαάκ από τους Γκρίζους Λύκους (δηλαδή τους Τούρκους φασίστες) και την εν ψυχρώ δολοφονία του Σολωμού Σολωμού το 1996 από Τούρκο ελεύθερο σκοπευτή σαν μια καλή αφορμή για ένα αξέχαστο τραγούδι του Μητροπάνου.
 
Η τελευταία, και ίσως πιο σοβαρή, συνθήκη είναι η συνήθης άρνηση της ταξικότητας των Κυπρίων εκ μέρους ανθρώπων που υπερασπίζονται και ενίοτε μελετούν τους αγώνες της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Κατά κανόνα, οι Κύπριοι δεν χωρίζονται σε εργάτες και αφεντικά, («είναι πλούσιοι οι Κύπριοι» ακούγεται συχνά ως δικαιολογία ρατσιστικών σχολίων), εξαιρούνται από τη μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας και οι ταξικοί αγώνες τους αποσιωπούνται ως εάν να μην συνέβησαν ποτέ. Ποιος αναφέρει ποτέ στην Ελλάδα ότι το άγημα αριστερών εθελοντών που έστειλε η Κύπρος στο πλαίσιο των Διεθνών Ταξιαρχιών (συμπεριλαμβανομένου του κομμουνιστή Εζεκία Παπαϊωάννου) για να πολεμήσουν στον Ισπανικό Εμφύλιο ενάντια στον Φράνκο το 1936 είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή αγωνιστών αλλά και τις περισσότερες απώλειες σε σχέση με το μέγεθος της χώρας; Ποιος γνωρίζει για τη Μεγάλη Απεργία των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων μεταλλωρύχων της αμερικανικής εταιρίας CMC το 1948 που διήρκησε 121 μέρες και είχε σαν συνέπεια τη φυλάκισή των απεργών αλλά και τον τραυματισμό πολλών από αυτούς από το πυρ που άνοιξαν οι δυνάμεις καταστολής των Άγγλων εναντίον τους και, τελικά, την αύξηση του μισθού τους κατά το 1/3; Ποιος συζητά, ακόμη, ότι ο αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, που ξεκίνησε το ’55 και διήρκεσε μέχρι το ’59, είχε, εκτός από το εθνικό αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα στα πρότυπα του Βενιζέλου στην Κρήτη λίγα χρόνια νωρίτερα, και πλατύ λαϊκό έρεισμα στην εργατική τάξη και πολλούς αριστερούς αγωνιστές του νησιού που πάλευαν για τα εργατικά δικαιώματα; Τι κι αν πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν ως προδότες από τον στρατιωτικό και εν μέρει ιδεολογικό υποκινητή του αγώνα Γεώργιο Γρίβα, πρώην αρχηγό της αντι-κομμουνιστικής Οργάνωσης Χ στην Ελλάδα; Η κοινωνική ιστορία της Κύπρου μοιάζει να αφορά ελάχιστα τους εγχώριους διανοητές.
 
Συνιστά, όμως, αυτό το φαινόμενο του αντι-Κυπριωτισμού, ρατσισμό, και αν ναι, γιατί;
 
Οι ρατσισμοί

Ο όρος ρατσισμός εμφανίζεται στα γαλλικά [racisme] στα τέλη του 19ου αιώνα για να περιγράψει την αίσθηση υπεροχής με βάση τη φυλή ή ράτσα, δηλαδή μια κοινωνικά κατασκευασμένη αναλυτική κατηγορία που βασίζεται σε περισσότερο ή λιγότερο επιστημονικές θέσεις για τις βιολογικές διαφορές μεταξύ ατόμων διαφορετικής καταγωγής. Ο ρατσισμός, ως φυλετική διάκριση, είναι απότοκο τόσο της αποικιοκρατίας όσο και της επονομαζόμενης επιστημονικής επανάστασης, είναι, με άλλα λόγια, απότοκο της Νεωτερικότητας. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Λέον Πολιάκοφ στο βιβλίο του Ο Άρειος Μύθος: η Ιστορία των Ρατσιστικών και Εθνικιστικών Ιδεών στην Ευρώπη (1971), στις αρχές του 20ου αιώνα, σχεδόν όλες οι χώρες της (λευκής) Δύσης μοιράζονταν μια αίσθηση πολιτισμικής ανωτερότητας απέναντι στα μη-λευκά υποκείμενα των αποικιών, συνυφασμένη, σχεδόν απόλυτα, με κάποια θεωρία βιολογικής νομιμοποίησης.[1] Ο ρατσισμός ήταν, δηλαδή, κοινός τόπος, ιδεολογία ηγεμονική.
 
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η άνοδος και, κυρίως, η πτώση του Ναζισμού, και η κεντρικότητα του αντισημιτισμού, δηλαδή του ρατσισμού απέναντι στους Εβραίους, στη διεξαγωγή ενός από τα πιο συστηματοποιημένα μαζικά εγκλήματα στην καρδιά της «πολιτισμένης» Ευρώπης στα μέσα του «αιώνα της προόδου» άλλαξε, εκτός των άλλων, και το νόημα αλλά και το συναισθηματικό φορτίο του ρατσισμού στη Δύση με τις περισσότερες χώρες να σπεύδουν να αποτάξουν το ρατσιστικό παρελθόν τους μπροστά στην αναπαράσταση του Χίτλερ ως μετενσάρκωσης του «απόλυτου κακού». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι λευκοί Ευρωπαίοι έπαψαν να είναι ρατσιστές γενικά και αντισημίτες πιο συγκεκριμένα, αλλά ότι έπαψε να είναι εντελώς εντάξει να το δηλώνουν απερίφραστα, καθώς ο αντιρατσισμός, όπως λέει ο Πολιάκοφ, προωθήθηκε «στις τάξεις της δογματικής ορθοδοξίας» και έγινε η βάση για την επινόηση και χαρτογράφηση αυτού που ονομάζουμε σήμερα «ανθρώπινα δικαιώματα».
 
Κατά την περίοδο της απoαποικιοποίησης των μαύρων αποικιών που, αν και τα σπάργανά της μπορούν να τοποθετηθούν στην κήρυξη της Επανάστασης της Αϊτής το 1791, κορυφώνεται περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, με τα διάφορα πεδία αγώνων ανεξαρτησίας όπως στην Αλγερία και τη Μοζαμβίκη, δίνεται ενίοτε χώρος και σε φωνές μαύρων νυν ή πρώην αποίκων να μας πουν τη γνώμη τους για τον συστηματοποιημένο ρατσισμό και την υποτιθέμενη πολιτισμική υπεροχή των λευκών. «Η βία με την οποία η υπεροχή των λευκών αξιών επιβεβαιώνεται και η επιθετικότητα η οποία διαπερνά την επικράτηση αυτών των αξιών πάνω στους τρόπους ζωής και σκέψης των γηγενών», γράφει ο γεννημένος στη Μαρτινίκα Γάλλος φιλόσοφος και ψυχίατρος Φραντς Φανόν στο βιβλίο του Της Γης οι Κολασμένοι (1961) «σημαίνουν ότι, σαν μια μορφή εκδίκησης, ο γηγενής γελά και κοροϊδεύει όταν γίνεται αναφορά στις δυτικές αξίες ενώπιόν του. Στο αποικιοκρατικό πλαίσιο, ο αποικιοκράτης ολοκληρώνει την «υποχρέωσή» του να «σπάσει» τον γηγενή όταν ο τελευταίος παραδεχτεί μεγαλόφωνα και ξεκάθαρα την υπεροχή των αξιών του λευκού ανθρώπου. Στην περίοδο της απoαποικιοποίησης, λοιπόν, οι μάζες των αποίκων κοροϊδεύουν αυτές τις αξίες, τις προσβάλλουν και, τελικά, τις ξερνάνε».[2]
 
Η μακρά περίοδος της αποικιοκρατίας αποτέλεσε, λοιπόν, πεδίο έκφρασης και εδραιοποίησης του ρατσισμού ως ηγεμονικής ιδεολογίας. Η φιγούρα του μαύρου, του αποίκου υπήρχε στις περισσότερες πολιτισμικές αναπαραστάσεις της Δύσης σχεδόν για να επικυρώσει και να νομιμοποιήσει την «υπεροχή» των αξιών των λευκών κοινωνιών. Κατ’ αντιστοιχία, η απoαποικιοποίηση, που συνέπεσε χρονικά και με το κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων (civil rights movement) στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά και με τον αγώνα ενάντια στο καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, προσέφερε ευκαιρίες αμφισβήτησης και εστίες αντίστασης ενάντια στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρόντα ρατσισμό των λευκών προς τους μαύρους.
 
Η απoαποικιοποίηση και οι νίκες του κινήματος κατά των φυλετικών διακρίσεων δεν έφεραν, βέβαια, ούτε την άνοιξη ούτε και το τέλος του ρατσισμού. Ο ρατσισμός εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά σταδιακά διευρύνθηκε η σημασία του ούτως ώστε να αγκαλιάσει και άλλες μορφές διάκρισης και ιεράρχησης πέρα από τα στενά όρια της φυλής και των βιολογικών χαρακτηριστικών. Πλέον μπορούμε να κάνουμε λόγο για πολιτισμικό ρατσισμό ή ξενοφοβία, δηλαδή φόβο του ξένου, του διαφορετικού, του Άλλου, ακόμα κι αν αυτός ο «ξένος» ανήκει βιολογικά στην ίδια φυλή με εμάς. Στο άρθρο του «Το Υποκείμενο και η Εξουσία» από το 1982, ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ υποστήριξε ότι υπάρχουν τρεις μορφές εξουσίας που είναι διαπεπλεγμένες μεταξύ τους: η εκμετάλλευση που διαχωρίζει τα άτομα ανάλογα με αυτό που παράγουν, αυτή που δένει το άτομο με τον εαυτό του και το υποβάλλει στους άλλους κατά αυτόν τον τρόπο (π.χ. έμφυλη ταυτότητα), και, τέλος, η εθνική, κοινωνική και θρησκευτική κυριαρχία.[3] Η τελευταία μορφή εξουσίας κατά Φουκώ, είναι πιο κοντά σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε ρατσισμό με την ευρεία έννοια, δηλαδή περισσότερο ή λιγότερο συστηματοποιημένη ιεράρχηση με βάση το χρώμα του δέρματος, την εθνική και εθνοτική ταυτότητα, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, αλλά και τον τόπο καταγωγής ακόμα και στο πλαίσιο του ίδιου έθνους (-κράτους). Σε αυτή τη διευρυμένη κατηγορία του ρατσισμού ανήκει, κατά τη γνώμη μου, και ο αντι-Κυπριωτισμός των Ελλήνων αριστερών. Και επιτρέψτε μου να εξηγηθώ.
 
Διάκριση θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες
 
Η Κύπρος είναι μια άλλη χώρα, ένα άλλο κράτος. Στο κατά πόσο εκτός από άλλο κράτος είναι και ένα άλλο έθνος-κράτος, οι απόψεις διίστανται και έχουν περισσότερο να κάνουν με τον ορισμό που δίνει κανείς στην έννοια του έθνους, εάν και εφόσον την παραδέχεται ως τέτοια.
 
Οι Έλληνες δεξιοί είναι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο φυσικοί ή ιδεολογικοί επίγονοι όσων έχουν ευθύνη για το Κυπριακό: των υπερασπιστών του δικαιώματος μεγάλων δυνάμεων όπως η Βρετανία να ελέγχει, μετά τη διάλυση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, τα εσωτερικά άλλων κρατών, της Χούντας που προετοίμασε παρέα με τις ακροδεξιές μαριονέτες της ΕΟΚΑ Β’ το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου το '74 που οδήγησε στην Τουρκική εισβολή και του εκ-Παρισίων ορμώμενου Εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή που δήλωσε ευθύς αμέσως ότι η «Κύπρος κείται μακράν». Οι Έλληνες δεξιοί, όμως, έχουν πιο ξεκαθαρισμένη μέσα τους την έννοια του έθνους και της πατρίδας (η οποία, βέβαια, εκτείνεται από απλή παραδοχή για την ύπαρξή τους μέχρι ψευδαισθήσεις μεγαλείου για τη «Γη, τον πλανήτη των Ελλήνων: τόμος 723»). Συνεκτιμώντας, λοιπόν, ενδεχομένως, κριτήρια όπως η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, ο κοινός εθνικός ύμνος, οι κοινές εθνικές εορτές, η κοινή παιδεία (ναι, τα βιβλία του ΟΕΔΒ διδάσκονται και στην Κύπρο) και, ενίοτε, ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα όπως το κοινό DNA, οι Έλληνες δεξιοί ξεχνούν την ευθύνη των ιδεολογικών προγόνων τους (σε ειρωνική αντιπαραβολή με τα δημοφιλή στους κύκλους τους αυτοκόλλητα «Δεν Ξεχνώ») και θεωρούν την Κύπρο μέρος και συνέχεια αυτού που λογιέται μέσα τους ως πατρίδα. Τη θεωρούν, μάλιστα, ένα νωπά τραυματισμένο κομμάτι της πατρίδας τους από τον προαιώνιο (ή, τέλος πάντων, των τελευταίων έξι αιώνων) εχθρό τους, τους Τούρκους, και, άρα, σπεύδουν να την κάνουν λάβαρο στον πατριωτικό ή εθνικιστικό αγώνα τους.
 
Από την άλλη πλευρά, οι αριστεροί στην Ελλάδα, που αμφιταλαντεύονται για την έννοια του έθνους περίπου από την εποχή της γνωστής διαμάχης μεταξύ Λένιν και Ρόζας Λούξεμπουργκ για το εθνικό ερώτημα (όπου η Λούξεμπουργκ θεωρούσε τον πατριωτισμό ως ανάχωμα στον ταξικό αγώνα και μοχλό στο αφήγημα της μπουρζουαζίας περί εθνικού, δηλαδή ιμπεριαλιστικού, δηλαδή καπιταλιστικού συμφέροντος),[4] δεν ξέρουν τι στάση να κρατήσουν απέναντι στους Κύπριους. Εάν υποστηρίζεται η έννοια του «ελληνικού έθνους» πέρα από τα όρια του ελληνικού κράτους, τότε οι Κύπριοι θα έπρεπε να κατηγοριοποιούνται από τους Ελλαδίτες αριστερούς ως Έλληνες με τα ταξικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους υπόλοιπους  Έλληνες, δηλαδή εργάτες, προλετάριοι, άρχουσα τάξη, κεφάλαιο κλπ κλπ. Εάν πάλι δεν υποστηρίζεται η έννοια του «ελληνικού έθνους», και η Κύπρος είναι, απλά, μια άλλη χώρα, τότε θα έπρεπε να αναπτυχθούν εκ μέρους των Ελλήνων αριστερών διεθνιστικοί δεσμοί με τους Κύπριους αριστερούς, και, κυρίως, τους Κύπριους εργάτες. Παρόλο που και οι δύο οδοί έχουν ακολουθηθεί στο παρελθόν, συχνά ακολουθείται και μια τρίτη, πιο προβληματική, η οποία, όπως υπογραμμίζουν οι προαναφερθείσες πέντε συνθήκες, εκτείνεται από αδιαφορία μέχρι και απενοχοποιημένο ρατσισμό εναντίον των Ελληνοκύπριων. Οι λόγοι πίσω από αυτή την επιλογή είναι δύσκολο να χαρτογραφηθούν, πόσο μάλλον να αναλυθούν. Θα προσπαθήσω, όμως, να προτείνω μια υπόθεση εργασίας προς σκέψη και περαιτέρω διερεύνηση στο μέλλον.
 
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ακουμπούν πάνω σε έναν πρωτόγονο και εν πολλοίς παράλογο, ή αν μη τι άλλο όχι λογικά εμπεριστατωμένο, ανθρώπινο φόβο για το άγνωστο, το ξένο, το μη προβλεπόμενο. Οι Ελλαδίτες που στηρίζουν φιλοεργατικά και προοδευτικά αιτήματα, είτε λόγω της εξοικείωσής τους με τη σχετική βιβλιογραφία είτε διότι, πολύ απλά, χωρίζουν τους ανθρώπους ανάλογα με τη θέση τους στη σχέση εργασίας και όχι το χρώμα του δέρματος ή τον τόπο καταγωγής, κατά κανόνα αντιστέκονται στον ρατσισμό και την ξενοφοβία με νύχια και με δόντια. Θα θεωρούσαν ανεπίτρεπτο, δηλαδή, ποτέ να πει κανείς μπροστά τους όλες τις φράσεις που έχω ακούσει για τους Κύπριους: «Μα καλά; Σύριος; Όχι Σύριος ρε Δανάη!», «Δεν τους αντέχω τους Νιγηριανούς, βγάζω καντήλες», «Για να σωθεί η ανθρωπότητα πρέπει να πέσει βόμβα ναπάλμ στην Παλαιστίνη», «Ρουμανία = Εμετός», «ο Αλβανός είναι επάγγελμα», «Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αυτός είναι μαύρος», «Δεν έχω πρόβλημα με τους Τούρκους, έχω γνωρίσει και έναν-δυο καλούς Τούρκους, αλλά οι Τούρκοι συμφοιτητές μου ήταν όλοι απαίσιοι, άσε που μιλούσαν μόνο μεταξύ τους και δεν καταλάβαινα τίποτα». Ειδικά, μάλιστα, η τελευταία κατηγορία ότι οι Κύπριοι μιλάνε στην Κυπριακή διάλεκτο ΓΙΑ να μην τους καταλαβαίνουμε και όχι επειδή αυτή είναι η γλώσσα τους είναι αρκετά προβληματική. Αφήστε που συχνά συνοδεύεται από ένα εξίσου προβληματικό αίτημα να μιλούν Ελληνικά («να καλαμαρίζουν» όπως λένε στα Κυπριακά), δηλαδή να είναι «πιο Έλληνες».
 
Παρά τη γνωσιακή συνειδητή εναντίωση στον ρατσισμό, όμως, θα ήταν μάλλον άτοπο να ισχυριστούμε ότι όσο προοδευτικά και φιλοεργατικά αισθήματα αν έχουν οι Ελλαδίτες αριστεροί, εξαιρούνται από την παγίδα του ρατσισμού σε ασυνείδητο συναισθηματικό επίπεδο. Η φιγούρα του Κύπριου, λοιπόν, προσφέρει πεδίο δράσης λαμπρό για να ξεδιπλωθεί χωρίς ενοχές ο πρώιμος φόβος προς το άγνωστο. Και αυτό συμβαίνει, νομίζω, ο Κύπριος βρίσκεται σε ένα limbo state μεταξύ δικού μας και άλλου, οικείου και ξένου, εθνικού και διεθνιστικού. Είναι τόσο ξένος ώστε να εξυπηρετεί την καταπολέμηση του φόβου του αγνώστου αλλά και την ασυνείδητη ευχαρίστηση που γεννά το αίσθημα πολιτισμικής ανωτερότητας απέναντι στον Άλλο και, συνάμα, τόσο οικείος ώστε να μην θεωρείται κακό ή, ακόμα, και να χαρακτηρίζεται αντι-εθνικιστικό για κάποιον που είναι γενικά αντι-ρατσιστής να προβαίνει σε ρατσιστικά σχόλια εναντίον του. Σε έναν βαθμό, ίσως ακόμα και να επιτρέπει να υπογραμμίσουμε τα κακώς κείμενα της εθνικής ταυτότητας μέσα στην οποία αναπόφευκτα έχουμε ανατραφεί, χωρίς να ανοίξουμε μέτωπα με βαθιά παγιωμένες κοινωνικά αλλά συχνά και ατομικά αντιλήψεις περί του ελληνικού ιδεώδους.
 
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον αντι-Κυπριωτισμό, λοιπόν, σαν ένα κράμα ξενοφοβίας και οικειοφοβίας, αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας τέτοιος όρος για να περιγράψει το μίσος απέναντι στο δικό μας, το οικείο, τον εαυτό και ό,τι αυτός συνεπάγεται. Το κεφάλαιο, όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, δεν γνωρίζει εθνικότητα, το ίδιο και οι εργάτες. Αν ανοίξουμε τα μάτια απέναντι στον αντι-Κυπριωτισμό μας, τον αναγνωρίσουμε ούτως ώστε και να τον αντιμετωπίσουμε και προχωρήσουμε σε μια διεθνιστική προσέγγιση απέναντι στους Κύπριους εργάτες, ίσως πάμε και ένα βήμα παρακάτω, και καταφέρουμε αλληλέγγυα μαζί τους αλλά και με τους υπόλοιπους οικείους και ξένους μας να απελευθερωθούμε από το σκοινί που, όπως έλεγε και ο Κυπραίος ποιητής και εργάτης Παύλος Λιασίδης σε ένα ποίημά του για τη ζωή των μεταλλωρύχων, «ένα κουλί στέκει γερό, τα τρία κάρτα εκόπην».



[1]Léon Poliakov, The Aryan Myth: A History of Racist and Nationalist Ideas in Europe (London: Chatto and Windus: Heinemann for Sussex University Press, 1974), 1-3.
[2] Frantz Fanon, The Wretched of the Earth (New York: Grove Weidenfeld, 1991), 43.
[3] Michel Foucault, “The Subject and Power,” Critical Inquiry 8, no. 4 (Summer 1982): 777–95.
[4] Rosa Luxemburg, The National Question (1909), https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1909/national-question/index.htm.