Υπάρχουν εμπειρίες που δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να τις μεταστρέψουμε σε κάτι θετικό. Όμως μπορούμε να σκεφτούμε αν η εμπειρία ακόμη και ενός συντριπτικού πόνου μάς κάνει καλύτερους ή χειρότερους και πώς.
Μετά το κλείσιμο και αυτού του κύκλου, με την καταδικαστική απόφαση του Εφετείου που επέβαλε ποινή κάθειρξης 5 ετών στον Δημόπουλο και 6 στον Χορταριά, είναι μια καλή στιγμή για να ξανασκεφτούμε τι αφήνει η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στην ελληνική κοινωνία. Η δικαστική εξέλιξη είναι με μία έννοια το αποτύπωμα αυτής της υπόθεσης στη θεσμική μας ιστορία. Υπάρχει όμως μια άλλη πλευρά, που σχετίζεται με τη μνήμη. Με το τι θα κρατήσουμε στη δημόσια συζήτηση από αυτό το γεγονός.
Δεν εχω προφανώς, καμία λέξη παρηγοριάς να προσφέρω είτε στους φίλους και τις φίλες είτε στην οικογένεια, που έχασαν τον άνθρωπό τους με τόσο βάρβαρο τρόπο, και με τη φρικιαστική ιδιαιτερότητα να έχει αποτυπωθεί το έγκλημα σε βίντεο.
Καταλαβαίνω πολύ καλά τους στίχους της μητέρας του, «δεν ήθελα να γίνεις σύνθημα, πανό στη Δέγλερη, δάκρυ πικρό». Όσος κι αν είναι ο θαυμασμός για τον Ζακ ως σύμβολο, όλοι θα προτιμούσαμε να μην ήταν σύμβολο αλλά ζωντανός δίπλα μας.
Από όλους μας κάτι μένει, που θα συμπυκνώσει το πέρασμά μας από τον κόσμο. Το πέρασμα του Ζακ ήταν παράλογα σύντομο. Είναι όμως ένας άνθρωπος τόσο αγαπητός, που νομίζω ότι ενώ δεν εξισορροπείται βέβαια ποτέ η απώλεια, τολμώ να πω ότι δεν είναι λίγο να έχεις υπάρξει ένας τέτοιος άνθρωπος. Σε αντίθεση με τόσους μισανθρώπους, ο Ζακ εξακολουθεί να ακτινοβολεί, να διδάσκει και να εμπνέει. Εγώ δεν τον γνώρισα ποτέ. Είχαμε κοινούς φίλους, αλλά δεν τον συνάντησα ποτέ. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έχει δέσει τόσο σε αυτή την ιστορία, αλλά πιστεύω ότι κάπως κρίθηκε η δυσοσμία των ηθών της χώρας μας σε αυτή την υπόθεση, και μαζί τα αντανακλαστικά ενός κόσμου που επέμεινε να μιλά ανθρώπινα, με ίσες δόσεις οργής και θλίψης.
Διάβασα το συγκλονιστικό κείμενο που έγραψε η μητέρα του Ζακ την ημέρα του δικαστηρίου, στο δημοσίευμα του Δημήτρη Αγγελίδη στην ΕφΣυν, που περιέγραφε έναν ουρανό να βρέχει γκλίτερ:
«Θέλω να διαγράψω τα πρόσωπα τα γεμάτα μίσος και απέχθεια, τα γεμάτα αγριάδα και έπαρση. Θέλω να σβήσω από τα αυτιά μου τις συκοφαντίες, τα ψέματα, τα ανήθικα επιχειρήματα των δικηγόρων τους, τον τρόπο που χειραγωγούσαν την έδρα. Θέλω να τινάξω από πάνω μου τη βρόμικη σκόνη της μισαλλοδοξίας, της βαρβαρότητας, της απανθρωπιάς, του ξεπεσμού του ανθρώπινου είδους.
Στα αυτιά μου ηχούν τα συνθήματα υπέρ του Ζακ, η αγκαλιά μου γέμισε με ζεστές καρδιές και τα μάτια μου με πρόσωπα αγάπης και αποδοχής. Οταν βγήκα στον καθαρό αέρα είμαι σίγουρη ότι είδα γκλίτερ να πέφτει από τον ουρανό και χαμογέλασα.
Ναι, η Ζάκι ζει. Και θα ζει για πάντα γιατί γράφτηκε στην Ιστορία».
Ξέρω ότι ο Ζακ ήταν και είναι “Ζαχαρίας” για την οικογένειά του. Όταν ακούω τη μητέρα του να τον λέει Ζακ και Ζάκι, πιστεύω ότι συμβαίνει κάτι σημαντικό, που είναι ένα μεγάλο μάθημα για όλους τους “οικογενειάρχες” που νιώθουν ότι έχουν κάτι να πουν σε αυτή την κουβέντα. Είχα μιλήσει με τους γονείς του, Θύμιο και Ελένη, στο ευρωκοινοβούλιο, όταν είχε καταθέσει εκεί η μητέρα του. Μου είχε πει ότι μέσα από την αγάπη της κοινότητας ξαναγνώρισαν το παιδί τους. Με τη χειρότερη δυνατή αφορμή, συνέβη κάτι πολύτιμο.
Η κοινότητα και η οικογένεια δεν είναι το ίδιο πράγμα και σε πολλές περιπτώσεις τη σχέση τους τη διαπερνά ένταση και πικρία. Επειδή δεν μιλώ βιωματικά, έχω πολύ λίγα να πω γι’ αυτό. Όμως νιώθω ότι είναι μία από τις παρακαταθήκες που μας άφησε η βάρβαρη δολοφονία του Ζακ. Πως απέναντι σε αυτόν τον τεράστιο οχετό της μισανθρωπίας που ξεχύθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί το έγκλημα, υπήρξε ένας κόσμος πολύχρωμος, παρδαλός, βαθιά αντισυμβατικός, με παρδαλές περούκες που ενοχλούσαν την πρόεδρο του δικαστηρίου, ένας κόσμος που αυθόρμητα σώπασε παρακολουθώντας τη σφιχτή αγκαλιά της μητέρας του Ζακ με τον αδερφό του τον Νίκο, μέσα στο δικαστήριο.
Όταν έφυγαν ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης, φορώντας χειροπέδες, και στην αίθουσα έμεινε αυτό το πλήθος που φώναζε “δολοφόνοι δολοφόνοι” και στη συνέχεια δάκρυσε μπροστά στην αγάπη της οικογένειας, ήταν η δική μας νίκη, ήταν μια αίθουσα πιο ανθρώπινη.
Η ποινή είναι μικρή, διότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε (θανατηφόρα σωματική βλάβη) ήταν σημαντικά υποβαθμισμένη σε σχέση με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο που ζητούσαν οι δικηγόροι της οικογένειας, η Άννυ Παπαρρούσου και η Κλειώ Παπαπαντολέων. Και αν η ποινή είναι μικρή για τον Χορτάρια και τον Δημόπουλο, αποτελεί ένα δικαστικό σκάνδαλο το οποίο δεν πρόκειται να ξεχάσουμε ποτέ, το γεγονός ότι οι αστυνομικοί που ξυλοκόπησαν τον Ζακ αθωώθηκαν στον πρώτο βαθμό.
Αυτή τη στιγμή νιώθω λιγότερο την ανάγκη να σχολιάσω το αποτέλεσμα της δίκης και πολύ περισσότερο την επιθυμία να επιστρέψουμε σε όσα συνέβησαν από την αρχή, για να καταλάβουμε ποιο είναι το αποτύπωμα αυτής της ιστορίας για την ελληνική κοινωνία. Έτσι κι αλλιώς, όπως άκουσα τη γιαγιά του να λέει έξω από το δικαστήριο, και τα δέκα χρόνια πάλι λίγα είναι. Γι’ αυτό έχει σημασία να δούμε όχι πόση φυλακή θα θέλαμε, αλλά τι γέννησε αυτό το έγκλημα. Και πιστεύω από την αρχή ότι το έγκλημα αυτό γεννήθηκε αναδρομικά από τον κακοποιητικό λόγο που το ακολούθησε. Συνέβη διότι πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας σκέφτονται σαν τον Χορταριά.
Επειδή στην δολοφονία του Ζακ εμπλέκονταν αστυνομικοί, το δικαστικό ρεπορτάζ, που αποτελεί στην επίσημη εκδοχή του το πειθήνιο φερέφωνο της προπαγάνδας της αστυνομίας, φρόντισε από την πρώτη στιγμή να στρέψει με μίσος και αναίδεια τα βέλη της κριτικής απέναντι στο θύμα, αντί για τους θύτες. Δεν ξέρω με πόση ένταση χρειάζεται να το πούμε αυτό για να γίνει αντιληπτό από όσους παρακολουθούν από απόσταση, δηλαδή από την τηλεόραση. Ο λόγος για τον οποίον υπέστη αυτή τη συγκλονιστική κακοποίηση η μνήμη του Ζακ είναι ότι ακούγαμε τα επιχειρήματα των φονιάδων στα δελτία ειδήσεων, γιατί η αστυνομία μπορεί να επιβάλλει τα δελτία τύπου της ως ειδήσεις.
Δεν είχαμε ποτέ κάποιο πορτραίτο των δραστών που να λέει τι άνθρωπος είναι άραγε αυτός που διακόπτει το φαγητό του για να σκοτώσει έναν άγνωστο στις κλωτσιές ή γράφει στο τουίτερ σαν συνηθισμένος φασίστας. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ τι άνθρωπος είναι ο κοσμηματοπώλης, που παρότι δήλωσε ότι δεν έψαξε το μαγαζί να δει αν κάτι λείπει, μετά το γεγονός, αλλά απλώς σκούπισε για να ξεχαστεί η αναστάτωση, απολογούταν στο δικαστήριο και δεν μπορούσε να σταματήσει να θρηνεί για το κωλομάγαζό του, δεν κατάφερε έστω να υποκριθεί για λίγο λέγοντας μια ανθρώπινη κουβέντα για τη ζωή που αφαίρεσε.
Από την αρχή, τόσο από την αστυνομία όσο και από τα ρεπορτάζ που προέκυψαν με πηγή την αστυνομία, όλος ο συρφετός της κεντρικής μιντιακής ενημέρωσης καθημερινά ασελγούσε στη μνήμη του δολοφονημένου Ζακ.
Και βεβαίως ενώ λέγαμε ότι και τοξικομανής αν ήταν, πάλι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να συμπεριφερθούν έτσι, το επίμονο ψευδός για τον “ληστή με το μαχαίρι” άλλαζε τελείως τα πράγματα, διότι προφανώς αν κάποιος όντως απειλούσε με μαχαίρι, θα κάναμε μια πολύ διαφορετική συζήτηση.
Αυτό το ψεύδος δεν σταμάτησε ποτέ να αναφέρεται και δεν σταμάτησε ποτέ να στοιχειώνει την εικόνα του Ζακ στη δημόσια συζήτηση. Παρότι υπήρχε βίντεο στο οποίο βλέπαμε καθαρά ότι ποτέ ο Ζακ δεν απειλεί κάποιον με μαχαίρι, δημοσιογράφοι, κατηγορούμενοι και δικηγόροι έκαναν το παν για να παραγνωρίσουν αυτήν την πασιφανή αλήθεια.
Η ενοχή των κατηγορουμένων στο Εφετείο επισφραγίζει την αποκατάσταση αυτής της αλήθειας που με τόσο πείσμα προσπαθούσαν όλον τον καιρό να διαστρέψουν.
Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που άκουσα τον ήχο από τις χειροπέδες στα χέρια του Χορταριά. Πιστεύω ότι ακόμη και μια υποκριτική συγνώμη θα αφαιρούσε λίγο από το βάρος αυτής της χειμαρρώδους αναίδειας που αποπνέει αυτός ο άνθρωπος, που δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη και δεν σταμάτησε ποτέ να συκοφαντεί το θύμα του.
Ένα από τα ζητήματα που θεωρώ λεπτά και αμφιλεγόμενα είναι η στήριξη της οικογένειας του Χορταριά, της γυναίκας και των παιδιών του. Η γυναίκα του και η κόρη του έκλαιγαν σπαρακτικά όσο περιγράφονταν με τα καλύτερα χρώματα ο πατέρας τους ως δοτικός, ανιδιοτελής οικογενειάρχης, στα αποσπάσματα των καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης που διάβαζε ο δικηγόρος του.
Λέω ότι είναι λεπτό ζήτημα, διότι προφανώς δεν με ενδιαφέρει ούτε να κατηγορήσω αλλά ούτε και να παρηγορήσω αυτούς τους ανθρώπους, την οικογένεια του Χορταριά.
Απέναντι σε αυτά τα παιδιά, που με τόσο πάθος υπερασπίστηκαν τον δολοφόνο πατέρα τους, νιώθω ότι μπορούμε να πούμε κάτι που συνοψίζει τη διαφορά ανάμεσα στην αγάπη που εκπροσωπούσε ο Ζακ και την αγάπη του “καλού οικογενειάρχη” για τα παιδιά του.
Ότι μπορεί κανείς να αγαπάει τους δικούς του ανθρώπους και, όσο δυσλειτουργικές κι αν είναι οι περισσότερες οικογένειες, είναι πάντως πιο εύκολο από το να αγαπάς αγνώστους.
Η φρίκη των επιχειρημάτων που διασπείρουν μισάνθρωποι, ομοφοβικοί “οικογενειάρχες” οφείλεται ακριβώς στην ιδιοκτησιακή αγάπη. Μια αγάπη που αγκαλιάζει μόνο τα δικά μας παιδιά και επιφυλάσσει κτηνώδη βία για τους ξένους, τους ευάλωτους, τους διαφορετικούς, και μαζί όσους αναφέρονται με όλες τις κακοποιητικές λέξεις που περιγράφουν το γκλίτερ.
Εμείς, στο δικαστήριο, όταν βλέπαμε τον Χορταριά και τον Δημόπουλο να φυγαδεύονται με χειροπέδες υπό τις ιαχές ενός πλήθους που φώναζε “δολοφόνοι-δολοφόνοι”, γιορτάσαμε με πολύ μεγάλη συγκίνηση μια άλλη αγάπη, που είναι η αγάπη των ανθρώπων που συγκροτούν μια κοινότητα, παράταιρη, αταίριαστη, αλλά δεμένη με το αίμα του Ζακ. Από όσα ακούστηκαν όλον αυτόν τον καιρό, ας μείνει αυτό.