του Διονύσιου Σκλήρη

Το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι αυτό που, σε αντίθεση με τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, ενδεχομένως και με παγανιστικές θρησκείες, κήρυξε τη διαφορά της Βασιλείας του Θεού από τις βασιλείες του κόσμου, τον διάλογο εντός του Ίδιου του Θείου Είναι που είναι Τριαδικό και όχι μια υπερβατική μοναξιά, την αυταξία της ελευθερίας που αξίζει τον κόπο ακόμη και για αυτήν την ύπαρξη και του πλέον εωσφορικού κακού. Η εκκοσμίκευση, εναργέστερο σύμπτωμα της οποίας είναι το νεωτερικό μουσείο, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ως “χριστιανική αίρεση”, είναι, όμως, ταυτόχρονα ένα πρωτότυπο συμβάν στην ανθρώπινη Ιστορία, ένα νέο “μάγμα αξιών”, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, που μόνο τους σπόρους του βρίσκουμε στο Χριστιανικό Ευαγγέλιο, και που σημαίνει ότι δεν δικαιούται ο κάθε πολιτισμός να καταργεί το αυτεξούσιο των προηγουμένων για να τους κάνει γυμνό υλικό στη δική του νέα σύνθεση. Εκκοσμίκευση σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλους ο ίδιος ο Χριστιανός δεν δικαιούται να αφαιρεί από έναν αρχαίο ναό ένα γυμνό άγαλμα ως προσβλητικό, δεν δικαιούται να καταστράφει ξόανα και ναούς ως κατοικητήρια που “ναίουν” (αυτό σημαίνει “ναός”) οι δαίμονες, δεν δικαιούται να αντιμετωπίζει τα παγανιστικά αριστουργήματα ως πρώτη οικοδομική ύλη για τη δική του μορφή. Τα ίδια ισχύουν κατ’ επέκταση και για τους υπόλοιπους σφετεριστές ή κατακτητές που ακολούθησαν. Δεν δικαιούται ο Μουσουλμάνος να καταστρέφει εικόνες ή οφθαλμούς ή να ασβεστώνει, προκειμένου να μετατρέψει μια εικονική λατρεία σε ανεικονική.

Το μουσείο μπορεί να έχει δυσφημιστεί παραπέμποντας σε αυτό που ονομάζουμε “μουσειοποίηση”, δηλαδή σε μία άρση της ζωντάνιας ενός πολιτισμού και τοποθέτησή του σε ναφθαλίνη ή σε μια ντεκαφεϊνέ αισθητική ενατένιση, όμως πρέπει να θυμόμαστε από τι μας έσωσε: Μας έσωσε από τις μάχες των πολιτισμών ως θεομαχίες, όπου ο κάθε νικητής διέσυρε και διαπόμπευε τον θεό του αντίπαλου με τον ίδιο τρόπο που διέσυρε την τιμή των οικογενειακών του προσώπων. Αν η μουσειοποίηση είναι μια αλλοτρίωση ενός πολιτισμού σε μόνη την αισθητική ενατένιση, οι παραδοσιακές ερμηνευτικές αναδυναμεύσεις που έκαναν οι παλαιότεροι πολιτισμοί ο ένας εις βάρος του άλλου είχαν μια πολύ μεγαλύτερη βία. Σήμαινε λ.χ. ότι η αρχαία ελληνική τέχνη θα καταστραφεί αν είναι “ναός δαιμόνων” ενώ θα σωθεί μόνο αν μπορεί να εγκιβωτιστεί σε μία νέα σύνθεση, όπως λ.χ. η φιλοσοφία εγκιβωτίζεται μέσα στη χριστιανική δογματική, σήμαινε ότι οι αρχιτεκτονικές μορφές της Ρωμανίας θα σωθούν στον βαθμό που θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν μια ανεικονική λατρεία.

Η ξεθυμασμένη βία του μουσείου επιτρέπει τη διαλογική ετερότητα περισσότερο από την κατακτητική/σφετεριστική ερμηνευτική βία των παραδοσιακών πολιτισμών. Και θεωρώ ότι ειδικά οι Χριστιανοί θεολόγοι μπορούμε να την καλωσορίζουμε ως κάτι που προκύπτει σε απώτατη ανάλυση από τους σπόρους της εκκοσμίκευσης που έχει θέσει το Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Βεβαίως, σε μία ύστερη νεωτερική εποχή το μουσείο δεν είναι πλέον πανάκεια. Τουλάχιστον από το 1930 και μετά υπάρχουν πειραματισμοί με τη μεταμοντέρνα υπέρβαση και υπονόμευσή του, υπάρχουν απόπειρες για ετεροτοπίες όπου η τέχνη θα είναι λειτουργική και όχι αυτονομημένα αισθητική. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημάνει επιστροφή στη βία του παρελθόντος, βία κατακτητική, σφετεριστική και ερμηνευτική, αλλά να είναι μια νέα σύνθεση συλλογικών νοημάτων ανοικτών σε έναν ορίζοντα συνύπαρξης πλουραλισμού και αλήθειας.