Το πρώτο μέρος από ένα πάντα επίκαιρο κείμενο του Έντουαρντ Γκολντσμιθ*, για την οικονομική πλευρά της αποικιοκρατίας. «Το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης και τα λεγόμενα προγράμματα βοήθειας είναι απλά πολιτικά όπλα που ταιριάζουν στα δυτικά εμπορικά συμφέροντα, καταστρέφουν τις εγχώριες οικονομίες, φτωχοποιούν τη συντριπτική πλειοψηφία και σπρώχνουν περαιτέρω τις χώρες που δανείζονται στην άβυσσο του χρέους».
Του Έντουαρντ Γκόλντσμιθ
Είναι σύνηθες να εντοπίζεται η ρίζα της ιδέας της ανάπτυξης σε μια δήλωση του Προέδρου Χάρι Τρούμαν το 1944. Ο Τρούμαν μπορεί να επαναδιατύπωσε την ιδέα αυτή με νέο τρόπο, είναι ωστόσο μια παλιά ιδέα που οδηγεί τις χώρες του Τρίτου Κόσμου σε μια πολύ γνωστή πεπατημένη.
Όπως λέει στο βιβλίο του Το Τέλος της Ανάπτυξης, ο Φρανσουά Παρτάν (François Partant), ο Γάλλος τραπεζίτης που μετετράπη σε κύριο κριτικό της ανάπτυξης: «Τα αναπτυσσόμενα έθνη έβαλαν στους εαυτούς τους ένα νέο στόχο, να βοηθήσουν τον Τρίτο Κόσμο να προχωρήσει προς την ανάπτυξη . . . Δηλαδή στον ίδιο δρόμο στον οποίο η Δύση οδηγεί την υπόλοιπη ανθρωπότητα αιώνες τώρα».
Ο Παρτάν είχε δίκιο ως προς αυτό. Η Ανάπτυξη δεν είναι παρά μια καινούρια λέξη για αυτό που οι μαρξιστές ονόμασαν Ιμπεριαλισμό και αυτό που μπορούμε να αναφέρουμε περίπου ως αποικιοκρατία, έναν πιο οικείο και λιγότερο φορτισμένο όρο. Μια γρήγορη ματιά στην κατάσταση στον Τρίτο Κόσμο σήμερα αποκαλύπτει πέρα από κάθε αμφιβολία την ανησυχητική συνέχεια μεταξύ της περιόδου της αποικιοκρατίας και της περιόδου της ανάπτυξης. Δεν έχει γίνει καν κάποια προσπάθεια από τις κυβερνήσεις των πρόσφατα ανεξάρτητων χωρών (NIC) να επαναπροσδιορίσουν τα σύνορά τους.
Καμία προσπάθεια αποκατάστασης των προ-αποικιακών πολιτισμικών προτύπων δεν υπήρξε. Στο βασικό ζήτημα της χρήσης γης, έχει διατηρηθεί και πάλι το αποικιακό πρότυπο. Όπως σημειώνει ο Ράνταλ Μπέηκερ (Randall Baker ) στο Προστατεύοντας το Περιβάλλον Ενάντια στους Φτωχούς (Protecting the Environment against the Poor), «Ουσιαστικά η ιστορία αυτή είναι μια ιστορία συνέχειας». Είναι, επίσης, μια ιστορία των αγροτών, οι οποίοι, όπως γράφει ο Έριχ Τζάκομπυ, «ταύτισαν τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία με τον αγώνα για τη γη», αλλά δεν ανέκτησαν ποτέ τη γη τους. «Η εθνική ανεξαρτησία απλώς οδήγησε στην κατάληψή της από ένα νέο είδος αποικιοκρατών».
Αν η ανάπτυξη και η αποικιοκρατία (τουλάχιστον, στην τελευταία της φάση από τη δεκαετία του 1870 και μετά) δεν είναι παρά η ίδια διαδικασία με διαφορετικό όνομα, είναι γιατί μοιράζονται τον ίδιο στόχο. Αυτός ο στόχος δηλώθηκε ρητά από τους κύριους υποστηρικτές του. Για παράδειγμα, ο Σεσίλ Ρόουντς είχε διακηρύξει: «Πρέπει να βρούμε νέα εδάφη από τα οποία να μπορούμε να προμηθευτούμε εύκολα πρώτες ύλες και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτούμε τη φθηνή δουλεία που προσφέρουν οι ιθαγενείς των αποικιών. Οι αποικίες παρέχουν και έδαφος χωματερής για τα πλεονάζοντα αγαθά που παράγουν τα εργοστάσιά μας». Ο Λόρδος Λουγκάρ σχεδόν το επανέλαβε, όπως και ο Paul-Leroy Beaulieu, συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου Για την Αποικιοκρατία επί των Συγχρόνων Λαών (1884), όπως και ο Jules Ferry σε ομιλία του στη Γαλλική Βουλή, τον Ιούλιο του 1885.
Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν πως, πολλές χώρες στην Ασία και αλλού δεν ήταν καθόλου πρόθυμες να επιτρέψουν στις δυτικές δυνάμεις πρόσβαση στις αγορές τους ή στη φθηνή εργασία και τις πρώτες ύλες που απαιτούσαν οι δυτικοί. Ούτε ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν σε επιχειρήσεις [της Δύσης] να δραστηριοποιηθούν στην επικράτειά τους και να αναλάβουν μεγάλης κλίμακας αναπτυξιακά έργα, όπως η κατασκευή δρόμων και η εξόρυξη.
Στην Ασία, ένας σχετικά μικρός αριθμός κρατών τελικά ενέδωσαν αφού εκφοβίστηκαν (bullied) ώστε να συμμορφωθούν με τις δυτικές απαιτήσεις. Έτσι, το 1855, το Σιάμ υπέγραψε συνθήκη με τη Βρετανία όπως και η Άνναμ (σήμερα μέρος του Βιετνάμ) με τη Γαλλία, το 1862. Η Κίνα όμως δεν συμφώνησε, και γι’ αυτό διεξήχθησαν δύο πόλεμοι, ώστε να πειστεί να ανοίξει τα λιμάνια της στο βρετανικό και γαλλικό εμπόριο. Η Ιαπωνία αρνήθηκε επίσης, και μόνο η απειλή ενός αμερικανικού ναυτικού βομβαρδισμού από έναν στόλο υπό τη διοίκηση του περίφημου ναυάρχου Πέρρυ (Commodore Perry) έπεισε την κυβέρνησή της να ανοίξει τα λιμάνια της στο δυτικό εμπόριο.
Μέχρι το 1880, όπως γράφει ο Φήλντχάουζ, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές των περισσότερων παράκτιων περιοχών της Ασίας, έχοντας διαπραγματευτεί ειδικούς [ευνοϊκούς] όρους για τους εκπατρισμένους [expatriate, δυτικούς] κατοίκους, όπως μεγαλύτερη ελευθερία ανάπτυξης δραστηριοτήτων στις συγκεκριμένες χώρες και δικαίωμα κατασκευής σιδηροδρόμων και ίδρυσης επιχειρήσεων στην ενδοχώρα.
Το θέμα ήταν, όμως, πως, όπως συμβαίνει και σήμερα, τα εμπορικά συμφέροντα συνέχισαν να απαιτούν όλο και πιο ολοκληρωμένες παραχωρήσεις, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ακόμη ευνοϊκότερες συνθήκες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες και επιχειρήσεις.
Σε ολόκληρο τον μη-βιομηχανικό κόσμο, επίσημη προσάρτηση γινόταν μόνο όταν δεν μπορούσαν πια να επιβληθούν τέτοιοι όροι (συνήθως όταν μια νέα εθνικιστική ή λαϊκιστική κυβέρνηση ερχόταν στην εξουσία). «Η αποικιοκρατία δεν ήταν μια προτίμηση αλλά μια έσχατη λύση», όπως λέει ο Φηλντχάουζ.
Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ένας άλλος σύγχρονος μελετητής της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα, ο D. C. Platt. Για αυτόν η αποικιοκρατία ήταν απαραίτητη «για να δημιουργηθεί το νομικό πλαίσιο μέσα στο θα λειτουργούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις». Εάν δεν υπήρχε επίσημη αποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική τον δέκατο ένατο αιώνα, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι «υπήρχε ήδη» ένα νομικό σύστημα «το οποίο ήταν αρκετά σταθερό για να συνεχιστεί το εμπόριο». Δεν συνέβαινε το ίδιο στην Αφρική, όπου η καθιέρωση του αποικιακού ελέγχου ήταν ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες.
Σιγά-σιγά, καθώς η παραδοσιακή κοινωνία διαλύονταν ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας και της εξάπλωσης των δυτικών αξιών, και καθώς η οικονομία της επιβίωσης αντικαταστάθηκε από την οικονομία της αγοράς, από την οποία ο εκρηκτικά αυξανόμενος αστικός πληθυσμός εξαρτιόταν όλο και περισσότερο, έγιναν ευκολότερες τόσο η διατήρησης των βέλτιστων συνθηκών για το δυτικό εμπόριο όσο και η διείσδυση. Έτσι, από τα μέσα του 20ου αιώνα, όπως σημειώνει ο Φηλντχάουζ, «οι Ευρωπαίοι έμποροι και επενδυτές μπορούσαν να λειτουργήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό μέσα στο πολιτικό πλαίσιο που παρέχονταν στα περισσότερα ανακατασκευασμένα αυτόχθονα κράτη, όπως θα προτιμούσαν να λειτουργούν και οι προκάτοχοί τους έναν αιώνα νωρίτερα, χωρίς όμως να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που είχαν κάνει απαραίτητη και σκόπιμη την [ένταξη στην] επίσημη αυτοκρατορία».
Με άλλα λόγια, η τυπική αποικιοκρατία τελείωσε όχι επειδή οι αποικιακές δυνάμεις αποφάσισαν να παραιτηθούν από τα οικονομικά πλεονεκτήματα που παρείχε, αλλά επειδή στις νέες συνθήκες, αυτά θα μπορούσαν πλέον να αποκτηθούν από πιο πολιτικά αποδεκτές και, όπως θα δούμε, και πιο αποτελεσματικές μεθόδους.
Αυτό ήταν σαφές, μάλλον, στους επαγγελματίες της εξωτερικής πολιτικής και τους επικεφαλής των μεγάλων εταιρειών που άρχισαν να συναντώνται στην Ουάσιγκτον το 1939, υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ, για να συζητήσουν πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί καλύτερα η μεταπολεμική και μετα-αποικιακή παγκόσμια οικονομία, με στόχο να ικανοποιηθούν τα αμερικανικά εμπορικά συμφέροντα όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος – συζητήσεις που τελικά οδήγησαν στην περιβόητη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, το 1944.
Η οικονομική ανάπτυξη ήταν το μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου, και τα μέγιστα οφέλη θα ήταν δυνατά με την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου. Το ελεύθερο εμπόριο υποτίθεται πως περιλαμβάνει ανταγωνισμό επί «ίσοις όροις», κάτι που φαίνεται δίκαιο. Όμως, όταν οι ισχυροί δρουν με ίσους όρους ανταγωνισμού απέναντι στους αδύναμους, το αποτέλεσμα είναι προφανές, όπως ήταν και στο Μπρέτον Γουντς. Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν πλήρως στην παγκόσμια πολιτικο-οικονομική σκηνή, οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές δυνάμεις είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, οι οικονομίες τους ήταν κομμάτια και η Ιαπωνία ήταν κατακτημένη και ταπεινωμένη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, έναν αιώνα νωρίτερα, ήταν η Βρετανία που κήρυττε το ελεύθερο εμπόριο στον υπόλοιπο κόσμο, με το ίδιο σκεπτικό και τον ίδιο στόχο. Η Βρετανία τότε κυριαρχούσε ουσιαστικά στην παγκόσμια οικονομία. Όχι μόνον είχε το ένα τέταρτο της χερσαίας επιφάνειας του κόσμου υπό τον άμεσο αυτοκρατορικό της έλεγχο, όχι μόνο ήλεγχε τις θάλασσες με το ναυτικό της, αλλά το Λονδίνο ήταν το παγκόσμιο οικονομικό κέντρο, ικανό να χρηματοδοτήσει τη βιομηχανική επέκταση που θα επέτρεπε το ελεύθερο εμπόριο.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Ερικ Χόμπσμπόμ, η Βρετανία παρήγαγε ήδη περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου άνθρακα, ίσως περίπου το μισό του σιδήρου, τα πέντε έβδομα του χάλυβα, το 50% σε εργοστασιακά παραχθέν βαμβακερό ύφασμα, το 40% (σε αξία) των προϊόντων σιδήρου και λίγο λιγότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανικών προϊόντων. Το εργατικό κόστος ήταν επίσης φτηνό στη Βρετανία, και οι εργάτες σε αφθονία, γιατί ο πληθυσμός είχε υπερτριπλασιαστεί από την αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και είχε συσσωρευτεί στις πόλεις, ενώ υπήρχε ελάχιστη νομοθεσία για την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών.
Σε τέτοιες πρωτόγνωρες συνθήκες, η Βρετανία ήταν ασύγκριτα πιο «ανταγωνιστική» από τους αντιπάλους της και το ελεύθερο εμπόριο ήταν ξεκάθαρα το πιο κατάλληλο όχημα για την επίτευξη των εμπορικών της στόχων. Όπως το θέτει ο Τζωρτζ Λίχτάιμ (George Lichtheim): «Μια χώρα της οποίας οι βιομηχανίες μπορούσαν να πουλήσουν φτηνότερα από αυτές των ανταγωνιστών της, ήταν στην προνομιούχο θέση να κηρύξει την καθολική υιοθέτηση του ελεύθερου εμπορίου, και έτσι έγινε, εις βάρος εκείνων από τους αντιπάλους της που δεν είχαν την γνώση ή τη δύναμη να προστατευτούν νομικά, ώστε να βιομηχανοποιηθούν με ρυθμό που τις συνέφερε».
Ως αποτέλεσμα, η Βρετανία μεταξύ 1860 και 1873 πέτυχε να δημιουργήσει κάτι όχι πολύ μακριά από αυτό που ο Χόμπσμπομ αναφέρει ως «ένα ολιστικό παγκόσμιο σύστημα όντως απεριόριστων ροών κεφαλαίων, εργασίας και αγαθών», αν και σαφώς μακρυά ακόμη από την κλίμακα που επιτυγχάνεται σήμερα με την υπογραφή της Συμφωνίας του Γύρου της Ουρουγουάης, της GATT. Μόνο οι ΗΠΑ διατήρησαν το σύστημα προστατευτισμού, αν και μείωσαν τους φόρους τους τόσο το 1832-60 όσο και το 1861-65, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Ως τη δεκαετία του 1870, πάντως, η Βρετανία έχανε ήδη το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Οι βρετανικές εξαγωγές μειώθηκαν σημαντικά μεταξύ 1873 και 1890, αλλά και προς τα τέλη του αιώνα. Ταυτόχρονα, στις δεκαετίες 1870 και 1890 υπήρξαν παρατεταμένες περίοδοι οικονομικής ύφεσης, οι οποίες αποδυνάμωσαν, κι αυτές, την πίστη στην αποτελεσματικότητα του ελεύθερου εμπορίου. Οι δασμοί αυξήθηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά τη δεκαετία του 1890, με κάποιες εξαιρέσεις όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Βρετανία.
Οι εταιρείες βρέθηκαν με μειωμένες τις υπάρχουσες αγορές τους και άρχισαν να κοιτάζουν στο εξωτερικό, προς τις αγορές της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και του Ειρηνικού, οι οποίες, με την ανάπτυξη ταχύτερων και μεγαλύτερων σε χωρητικότητα ατμοπλοίων, είχαν γίνει πολύ πιο προσιτές. Εάν το ελεύθερο εμπόριο δεν λειτουργούσε, η απάντηση βρίσκονταν στην κατάληψη των χωρών εκείνων όπου τα αγαθά μπορούσαν να πωληθούν με κέρδος, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούμε για τον ανταγωνισμό από πιο αποτελεσματικές ευρωπαϊκές χώρες. Ακολούθησε ένας πραγματικός αγώνας αποικισμού. Το 1878, το 67 τοις εκατό της χερσαίας έκτασης του πλανήτη είχε αποικιστεί από Ευρωπαίους, και μέχρι το 1914 το ποσοστό είχε αυξηθεί στο 84,4 τοις εκατό.
Δημιουργία ιθαγενών ελίτ
Χωρίς αμφιβολία, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το άνοιγμα των αγορών είναι η δημιουργία μιας δυτικοποιημένης ντόπιας ελίτ, γαντζωμένης στην οικονομική ανάπτυξη, την οποία είναι πρόθυμη να προωθήσει ανεξάρτητα από τις αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή της συντριπτικής πλειονότητας των συμπατριωτών της. Αυτό έχει πλέον επιτευχθεί, και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά, έτσι ώστε τα συμφέροντα των κυβερνήσεων του Τρίτου Κόσμου σήμερα, όπως σημειώνει ο Παρτάν, να είναι «σε μεγάλο βαθμό ενάντια με εκείνα του μεγαλύτερου μέρους των συμπατριωτών τους». Στην πραγματικότητα είναι οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων κρατών, πιθανώς στον ίδιο βαθμό που έπαιζαν αυτό το ρόλο οι αποικιακοί κυβερνήτες, τους οποίους έχουν αντικαταστήσει.
Φυσικά, η ανάγκη δημιουργίας μιας τέτοιας ελίτ ήταν γνωστή στις δυτικές δυνάμεις κατά την εποχή της αποικιοκρατίας. Μετά την Ινδική Ανταρσία του 1857, το κύριο ερώτημα, οι βρετανικοί πολιτικοί κύκλοι συζητούσαν πως θα μπορούσε να δημιουργηθεί άμεσα μια αγγλοποιημένη ελίτ ευνοϊκή στα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα, ικανή να αποτρέψει περαιτέρω εξεγέρσεις. Εάν αυτό δε γινόταν, η επίσημη κατοχή θα έπρεπε να διατηρηθεί επ’ αόριστον, είχαν καταλήξει.
Φυσικά, η ελίτ πρέπει να είναι κατάλληλα οπλισμένη ώστε να επιβάλει την οικονομική ανάπτυξη στους συμπατριώτες της, αφού αυτή αναγκαστικά θα οδηγήσει στην εκμετάλλευση και τη φτωχοποίηση των περισσότερων από αυτούς.
Σήμερα, αυτό αποτελεί από τους κύριους στόχους των “προγραμμάτων βοήθειας”. Κάπου δύο τρίτα της βοήθειας των ΗΠΑ δίνεται ως “βοήθεια ασφαλείας” και περιλαμβάνει στρατιωτική εκπαίδευση, μεταφορές όπλων και μετρητών, σε κυβερνήσεις που θεωρείται ότι υπερασπίζονται τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ακόμη και η θετική βοήθεια που παρέχεται από τις ΗΠΑ σχετίζεται με την ασφάλεια. Εμπίπτει σε δύο κατηγορίες: Τίτλος Ενα (1) και Τίτλος Δύο (2). Το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στην πρώτη κατηγορία και αποτελείται από δάνεια χαμηλού επιτοκίου σε κυβερνήσεις του Τρίτου Κόσμου «που χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να αγοράσουν τρόφιμα από τις ΗΠΑ και στη συνέχεια να τα πουλήσουν στην ανοιχτή αγορά κρατώντας τα κέρδη». Αυτή η επισιτιστική βοήθεια είναι επομένως «κάτι λίγο περισσότερο από μια ακόμη μεταφορά κεφαλαίων σε κυβερνήσεις που θεωρούνται στρατηγικά σημαντικές».
Η επισιτιστική βοήθεια που εμπίπτει στην κατηγορία του Τίτλου Δύο μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση των χωρών αυτών, από την αμερικανική βοήθεια για την ίδια τους τη διατροφή. Οι πολιτικοί των ΗΠΑ έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι η τροφή πρέπει να χρησιμοποιείται ως πολιτικό όπλο, ο αντιπρόεδρός τους, Χούμπερτ Χάμφρεϋ (Hubert Humphrey) είχε δηλώσει πως «Εάν ψάχνετε έναν τρόπο να κάνετε τους ανθρώπους να στρέφονται σε εσάς και να εξαρτώνται από εσάς, όσον αφορά τις συνεργασίες τους, η τροφική εξάρτηση θα ήταν καταπληκτική, νομίζω».
Οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις που έχουν λάβει βοήθεια για την ασφάλεια είναι στρατιωτικές δικτατορίες, όπως αυτές στη Νικαράγουα, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Χιλή, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη και το Περού τη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα. Δεν αντιμετώπιζαν εξωτερικές απειλές. Όλη αυτή η βοήθεια για την ασφάλεια δεν χρειαζόταν για να αμυνθούν ενάντια σε έναν πιθανό ξένο εισβολέα, αλλά για να επιβάλλουν την οικονομική ανάπτυξη σε ανθρώπους τους οποίους είχαν ήδη φτωχοποιήσει και τους οποίους μπορούσαν να εξαθλιώσουν ακόμη περισσότερο.
Κατασκευάζοντας πραξικοπήματα
Όταν μια κυβέρνηση με δυσμενείς θέσεις για τα εμπορικά συμφέροντα της Δύσης καταφέρει να έρθει στην εξουσία, οι δυτικές κυβερνήσεις θα φτάσουν σε κάθε άκρο για να την ρίξουν. Έτσι, το 1954, οι Ηνωμένες Πολιτείες οργάνωσαν τη στρατιωτική ανατροπή της κυβέρνησης της Γουατεμάλας που είχε κρατικοποιήσει τις φυτείες μπανάνας που ανήκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το ίδιο έκαναν και στην κυβέρνηση του Ζουάου Γκιουλάρτ στη Βραζιλία, τη δεκαετία του 1960. Ο Γκιουλάρτ είχε προωθήσει νόμο που μείωνε το ποσοστό των κερδών τους που θα μπορούσαν να βγάλουν από τη Βραζιλία οι ξένες εταιρείες. Και το χειρότερο, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης της γης, το οποίο, μεταξύ άλλων, σήμαινε την ανάκτηση του ελέγχου των ορυκτών πόρων της χώρας, που τότε ήλεγχαν δυτικές πολυεθνικές. Αψηφώντας τις οδηγίες του ΔΝΤ, αύξησε επίσης τους μισθούς των εργατών, αυξάνοντας έτσι το κόστος εργασίας για τις πολυεθνικές. Περιττό να πούμε ότι η βοήθεια διακόπηκε αμέσως και η CIA, με τη βοήθεια των Αμερικάνων επενδυτών και της βραζιλιάνικης ελίτ των γαιοκτημόνων της, κατασκεύασαν το πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τη στρατιωτική χούντα που ουσιαστικά διοικούσε τη χώρα μέχρι πολύ πρόσφατα. Περιττό να προσθέσουμε πως η χούντα ανέτρεψε αμέσως τις μεταρρυθμίσεις του Γκιουλάρτ και επανέφερε ακριβώς εκείνες τις συνθήκες που ικανοποιούσαν τα εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Στρατιωτικές επεμβάσεις
Κατά την αποικιοκρατία, οι αποικιακές δυνάμεις έστελναν συνεχώς στρατεύματα ώστε να προστατεύσουν από τις λαϊκές εξεγέρσεις τα καθεστώτα που τις στήριζαν. Τόσο η Γαλλία όσο και η Βρετανία, για παράδειγμα, συμμετείχαν στην καταστολή της εξέγερσης Ταϊπινγκ στην Κίνα, και αργότερα της ξενοφοβικής εξέγερσης των Μποξερ, ενώ η Βρετανία έστειλε και στρατεύματα για να βοηθήσει τον Ισμαήλ Πασά να καταπνίξει μια εθνικιστική εξέγερση στην Αίγυπτο.
Οι δυτικές δυνάμεις δεν διστάζουν αν δεν έχουν άλλο τρόπο να επιτύχουν τους στόχους τους. Έτσι, όταν ο πρόεδρος Μπα, δικτάτορας της Γκαμπόν, απειλήθηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα, στάλθηκαν αμέσως Γάλλοι αλεξιπτωτιστές για να τον επαναφέρουν στην εξουσία, ενώ οι πραξικοπηματίες φυλακίστηκαν, παρά τις παλλαϊκές διαδηλώσεις. Έχει ιδιαίτερη σημασία η παραμονή των αλεξιπτωτιστών ώστε να προστατεύσουν τον διάδοχό του πρόεδρο Μπόνγκο τον οποίο ο Πιερ Πεάν θεωρεί ως «επιλογή ισχυρής ομάδας Γάλλων της οποίας η επιρροή στη Γκαμπόν συνεχίστηκε και μετά την Ανεξαρτησία», ενάντια σε οποιαδήποτε περαιτέρω απειλή εις βάρος της εξουσίας του και άρα για τα γαλλικά εμπορικά συμφέροντα. Τόσο η Βρετανία όσο και οι ΗΠΑ ήταν το ίδιο αυστηροί σε αυτά.
Δολοφονώντας την τοπική οικονομία
Εάν ο ρόλος των αποικιών ήταν να παρέχουν μια αγορά για τα προϊόντα των αποικιοκρατικών κρατών και μια πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού και πρώτων υλών για τις βιομηχανίες τους, είναι λογικό πως την ίδια περίοδο δεν θα μπορούσαν να παρέχουν αγορά για τα τοπικά προϊόντα και εργατικό δυναμικό και πρώτες ύλες για τις δικές της παραγωγικές επιχειρήσεις.
Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι οι αποικιακές δυνάμεις ήταν αποφασισμένες να καταστρέψουν την εσωτερική οικονομία των χωρών που είχαν αποικίσει. Το παραδέχτηκε ρητά εκπρόσωπος της Γαλλικής Ένωσης Βιομηχανίας και Γεωργίας τον Μάρτιο του 1899. Γι’ αυτόν ο στόχος της αποικιακής δύναμης πρέπει να είναι «να αποθαρρύνει εκ των προτέρων οποιαδήποτε σημάδια βιομηχανικής ανάπτυξης στις αποικίες μας, να υποχρεώσει τις υπερπόντιες κτήσεις μας να στρέφονται αποκλειστικά στη μητρική χώρα για τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα και να εκπληρώσουν, με τη βία εάν είναι απαραίτητο, τη φυσική τους λειτουργία, αυτή μιας αγοράς που ανήκει δικαιωματικά στη βιομηχανία της μητρικής χώρας»*.
Η προτιμούμενη μέθοδος ήταν η φορολόγηση οποιουδήποτε προϊόντος αγαπούσαν να καταναλώνουν οι αποικιοκρατούμενοι. Στο Βιετνάμ, ήταν το αλάτι, το όπιο και το αλκοόλ και ορίστηκε ένα ελάχιστο ποσό κατανάλωσης για κάθε περιοχή, ενώ οι φύλαρχοι των χωριών ανταμείβονταν αν υπήρχε υπέρβαση των ποσοστώσεων που τους αναλογούσαν. Στο Σουδάν, όσοι αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, για τις σοδειές, τα ζώα παραγωγής, τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους, απαλλάσσονταν αν συμφωνούσαν να δουλέψουν στα ορυχεία και τις φυτείες ή να πουλήσουν μετρητά στους αποικιακούς αφέντες τις σοδειές τους.
Ταυτόχρονα, καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια να καταστραφούν οι ιθαγενείς βιοτεχνίες, ιδιαίτερα στην παραγωγή υφασμάτων. Έτσι, οι Βρετανοί κατέστρεψαν την κλωστοϋφαντουργία στην Ινδία, που ήταν η ίδια η πηγή ζωής της οικονομίας των χωριών όλης της χώρας. Το 1905, στη Γαλλική Δυτική Αφρική, επιβλήθηκαν ειδικές εισφορές σε όλα τα αγαθά που δεν προέρχονταν από τη Γαλλία ή από περιοχή υπό γαλλικό έλεγχο, οδηγώντας σε αύξηση της τιμής των τοπικών προϊόντων και καταστρέφοντας ντόπιους τεχνίτες και εμπόρους.
Από την άλλη, η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη, θεωρητικά υποτίθεται ότι θα βοηθούσε τις πρώην αποικίες να οικοδομήσουν τις δικές τους εγχώριες οικονομίες. Αλλά, από την ίδια τη φύση της, αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Στην αρχή, οι πρώην αποικιοκρατούμενοι αναγκάστηκαν να επαναπροσανατολίσουν την παραγωγή τους προς τις εξαγωγές και μάλιστα προς ένα εξαιρετικά μικρό φάσμα εξαγώγιμων προϊόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ζάχαρη. Υπό την επιρροή της Παγκόσμιας Τράπεζας, τεράστιες εκτάσεις γης στον Τρίτο Κόσμο μετατράπηκαν σε καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη εάν υπήρχε ή όχι αγορά για τη ζάχαρη στο εξωτερικό. Ακόμη χειρότερα, οι ΗΠΑ συνέχισαν να εφαρμόζουν πολύ αυστηρές ποσοστώσεις στις εισαγωγές ζάχαρης, συνέχιζαν να επιδοτούν την [ντόπια] παραγωγή σιροπιού καλαμποκιού, και ταυτόχρονα υποστήριζαν την αύξηση της παραγωγής και χρήσης τεχνητών γλυκαντικών.
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέμενε να επιδοτεί την παραγωγή ζαχαρότευτλων στα κράτη μέλη της, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τις δυνητικές αγορές για εξαγωγείς του Τρίτου Κόσμου. Τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε την Παγκόσμια Τράπεζα να ενθαρρύνει την παραγωγή περισσότερης ζάχαρης προς εξαγωγή. Κάποιος κυνικός μπορεί άνετα να υποστηρίξει ότι αυτός ήταν και ο στόχος εξαρχής, αφού αποτελούσε και μέρος της αρχικής συνοπτικής δήλωσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, που είχε σκοπό να ενθαρρύνει την παραγωγή φθηνών πόρων για τη δυτική αγορά.
Ταυτόχρονα, χώρες του Τρίτου Κόσμου που προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν την παραγωγή τους κατηγορήθηκαν αμέσως ότι άσκησαν «υποκατάσταση εισαγωγών» – ένα αποτρόπαιο έγκλημα στα μάτια των σημερινών οικονομολόγων, ιδιαίτερα εκείνων που ασκούν επιρροή στους θεσμούς του Μπρετον Γουντς. Οντως, η υποκατάσταση των εισαγωγών είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να υποσχεθούν ότι δεν θα κάνουν οι χώρες του Τρίτου Κόσμου, αν ελπίζουν να λάβουν δάνειο διαρθρωτικής προσαρμογής. Όπως σημειώνει ο Ουώλντεν Μπέλλο (Walden Bello), όταν μια χώρα υπόκειται σε πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής, οι εξαγωγές εμπορευμάτων της τείνουν να αυξάνονται, αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα και αύξηση του ΑΕΠ της, λόγω της αναπόφευκτης συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομίας.
Κάθε φορά που οι χώρες του Τρίτου Κόσμου κατάφεραν να αναπτύξουν μια κάποια εγχώρια οικονομία, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, σε συνεργασία με κυβερνητικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ και πολυεθνικές, επιχειρούσαν συστηματικά να την καταστρέψουν. Αυτή η διαδικασία δεν θα μπορούσε να τεκμηριωθεί καλύτερα από ό,τι στην υπόθεση των Φιλιππίνων, από τον Μπέλλο και τους συναδέλφους του στο βιβλίο τους για το ρόλο της Παγκόσμιας Τράπεζας στις Φιλιππίνες. Το βιβλίο, βασισμένο σε 800 έγγραφα που διέρρευσαν, δείχνει πώς το συγκεκριμένο ίδρυμα σε συνεργασία με τη CIA και άλλες μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ κινήθηκε σκόπιμα ώστε να καταστρέψει την εγχώρια οικονομία των Φιλιππίνων, για να δημιουργήσει στη χώρα ευνοϊκότερες συνθήκες για τα συμφέροντα των διεθνικών εταιρειών .
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, όπως δείχνουν ο Μπέλλο και οι συνάδελφοί του, έπρεπε να θυσιαστεί η αγροτιά και να μετατραπεί σε αγροτικό προλεταριάτο. Το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης έπρεπε να μειωθεί, καθώς, όπως είπε τότε εκπρόσωπος της Τράπεζας, απαιτείται «μισθολογικός περιορισμός» για να ενθαρρύνει «την ανάπτυξη της απασχόλησης και των επενδύσεων», και παράλληλα η ντόπια μεσαία τάξη που εξαρτιόταν για την ίδια της την ύπαρξη από τη ντόπια οικονομία έπρεπε να εξαφανιστεί, για να ανοίξει ο δρόμος σε μια νέα κοσμοπολίτικη μεσαία τάξη εξαρτημένη από τις πολυεθνικές και την παγκόσμια οικονομία.
Είναι σαφές ότι ένας τόσο δραστικός κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός μιας ήδη μερικώς ανεπτυγμένης χώρας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί από μια δημοκρατική κυβέρνηση. Ήταν κάτι που αναγνώρισαν ξεκάθαρα όσοι σχεδίασαν αυτή την επιχείρηση, γεγονός που εξηγεί γιατί αποφασίστηκε να παρασχεθεί στον Μάρκος η απαιτούμενη χρηματοδότηση για τη δημιουργία ενός στρατού ικανού να επιβάλει το πρόγραμμα αυτό με τη βία. Όπως το έθεσε τότε ο Μάρκος: «Μόνο ένα αυταρχικό σύστημα θα μπορεί να επιφέρει τη μαζική συναίνεση και να ασκήσει την εξουσία που απαιτείται για την εφαρμογή νέων αξιών, μέτρων και θυσιών». Αυτό ακριβώς και έκανε: κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και οι άνθρωποι οδηγήθηκαν με κάθε τρόπο να αποδεχτούν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, της οικονομίας και, προφανώς, του φυσικού τους περιβάλλοντος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΖΗΝ
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο τεύχος Απριλίου – Ιουνίου 2002 του World Affairs. Την απόδοση στα ελληνικά έκανε η Λαμπρινή Θωμά.