Ο δανεισμός μεγάλων χρηματικών ποσών στη συμμορφούμενη ελίτ μιας μη βιομηχανικής χώρας είναι μακράν η πιο αποτελεσματική μέθοδος για τον έλεγχό της και ως εκ τούτου για την απόκτηση πρόσβασης στην αγορά και τους φυσικούς πόρους. Ωστόσο, εάν η δανειολήπτρια κυβέρνηση θέλει να είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρήματα που δανείστηκε, ή έστω να πληρώσει τους τόκους σε αυτά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, πρέπει να επενδύσει όχι μόνο σε παραγωγικές «επιχειρήσεις», αλλά και σε επιχειρήσεις που είναι ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά, αφού οι πληρωμές των τόκων πληρώνονται σε συνάλλαγμα, συνήθως σε δολάρια. Δυστυχώς, τέτοιες επενδύσεις είναι εξαιρετικά απίθανο να γίνουν. Πρώτα πρώτα, το λιγότερο το 20 τοις εκατό των δανειακών κεφαλαίων θα αποσβεστεί σαν μίζες σε διάφορους πολιτικούς και αξιωματούχους.
Κάποια δανειακά κεφάλαια θα δαπανηθούν σε άχρηστα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως είδη πολυτελείας για την ελίτ, μερικά σε έργα υποδομής, τα οποία δεν θα φέρουν κέρδος για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ή και ποτέ, και μερικά σε εξοπλισμούς για να μπορέσει η κυβέρνηση να καταπνίξει εξεγέρσεις των θυμάτων της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες που δανείζονται μεγάλα χρηματικά ποσά θα οδηγηθούν οπωσδήποτε σε χρέος. Και, από τη στιγμή που χρεώνονται, αντί να περικόψουν τις δαπάνες, μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων ότι θα κάνουν ακριβώς το αντίθετο, και βεβαίως θα ενθαρρυνθούν να το κάνουν, να δεσμευτούν σε περαιτέρω και περαιτέρω δανεισμό, και τελικά να βρεθούν υπό την εξουσία των δανειστών χωρών. Τότε, οι δανειστές μπορούν να θεσμοθετήσουν τον έλεγχό τους στη χώρα οφειλέτη υποβάλλοντάς την στον έλεγχο ενός ιδρύματος (σήμερα, ειδικά του ΔΝΤ) που θα αναλάβει ουσιαστικά τη λειτουργία της οικονομίας του, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληρωμές τόκων θα πληρώνονται τακτικά. Όταν συμβεί αυτό, η δανειζόμενη χώρα έχει γίνει, πια, αποικία πληροφοριών.
Δεν είναι διόλου καινούργια αυτή η τεχνική του ανεπίσημου αποικιοκρατικού ελέγχου. Κατέφευγαν σε αυτήν συχνά την εποχή της αποικιοκρατίας, στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Στην περίπτωση της Τυνησίας, δάνεισαν τεράστια ποσά στον Μπέη της Τύνιδας για να φτιάξει στρατό ώστε να χαλαρώσει τους δεσμούς του με την Τουρκία, κάτι που δεν το λες και κερδοφόρα επένδυση – και, φυσικά, δεν άργησε να έρθει η μέρα που ο Μπέης δεν εδύνατο να πληρώσει τους τόκους του δανείου. Το μεγαλύτερο μέρος του δανείου ήταν με τη μορφή ομολόγων και οι περισσότεροι από τους κατόχους των ομολόγων αυτών ήταν Γάλλοι, που ανησύχησαν πολύ και απηύθυναν έκκληση βοηθείας στο Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών – βοήθεια που παρεσχέθη. Η οικονομία της Τυνησίας βρέθηκε υπό χρηματοοικονομική εποπτεία, «μια τεχνική που χρησιμοποιούνταν συχνά από τις βρετανικές και γαλλικές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική» – όπως παραμένει ακόμα και σήμερα.
Το 1869 δημιουργήθηκε κοινή γαλλοτυνησιακή επιτροπή εποπτείας και οι όροι που επέβαλε ήταν δρακόντειοι. Είχε το δικαίωμα να εισπράττει και να διανέμει τα έσοδα του κράτους έτσι ώστε να διασφαλίζει ότι οι [γάλλοι] μέτοχοι είχαν προβάδισμα έναντι οποιωνδήποτε άλλων οφειλετών. Να θυμίσουμε, κι έχει σημασία, πως παρόμοια συμφωνία επέβαλε και ο Πρόεδρος Κλίντον επέβαλε στην κυβέρνηση του Μεξικού, ως προαπαιτούμενο δανείου δισεκατομμυρίων δολαρίων, που απαιτούνταν για τη διάσωση των πιστωτών της στη Γουώλ Στρητ.
Από το 1869 και μετά, «τα δημόσια οικονομικά της Τυνησίας και ως εκ τούτου ουσιαστικά η κυβέρνηση ήταν πλέον υπό έλεγχο των ξένων». Η Τυνησία είχε μετατραπεί σε ανεπίσημη αποικία. Οι αυξανόμενες απαιτήσεις των ξένων συμφερόντων για την πληρωμή των τόκων ανάγκασαν τον Μπέη να αυξήσει τους φόρους, κάτι που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε λαϊκό ξεσηκωμό, αυτών που θεώρησαν πως η κυβέρνηση είχε ξεπουληθεί στους ξένους. Η επίσημη προσάρτηση έγινε το 1881 (αν και πιθανότατα δεν θα είχε συμβεί αν η Γαλλία δεν φοβόταν μια τέτοια κίνηση από τους Ιταλούς).
Ανάλογη ήταν και όσα συνέβησαν στην Αίγυπτο. Συνοψίζονται πολύ ωραία από τον Χάρρυ Μάγκντοφ στο “Ιμπεριαλισμός, από την Αποικιοκρατία στο Σήμερα”. Γράφει για την απώλεια κυριαρχίας της Αιγύπτου: «Με κάποιο τρόπο, έμοιαζε με την αντίστοιχη διαδικασία στην Τυνησία: εύκολη πίστωση που επεκτάθηκε, από τους Ευρωπαίους, χρεωκοπία, αυξανόμενος έλεγχος από επιτρόπους του ξένου χρέους, εκμετάλλευση των αγροτών για την εξυπηρέτηση του χρέους, αυξανόμενα κινήματα ανεξαρτησίας και, τελικά, στρατιωτική κατάκτηση από μια ξένη δύναμη».
Φυσικά και τελειοποιήσαμε την τεχνική του δανεισμού χρημάτων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου ως μέσο ελέγχου τους, σε χώρες του Τρίτου Κόσμου κατά την εποχή της ανάπτυξης. Μεγάλο μέρος του ονομάζεται πλέον ευφημιστικά αναπτυξιακή «βοήθεια». Για να δικαιολογηθεί η βοήθεια, η «φτώχεια» στον Τρίτο Κόσμο παρουσιάζεται ως απλώς ένα σύμπτωμα της «υπανάπτυξης» τους· άρα η ανάπτυξη, προσφέρεται, έτσι, ως η αυτόματη θεραπεία. Ωστόσο, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου παρουσιάζονται επίσης ανίκανες για σοβαρές αναπτυξιακές προσπάθειες επειδή δεν διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια και τεχνικές γνώσεις – κάτι «που είναι ικανό να προσφέρει το δυτικό σύστημα εταιριών», θα γράψει η Τσέρυλ Πάιερ. Ή, όπως το θέτει ωραία ο Γκάλμπράιθ, «Έχοντας το εμβόλιο, εφηύραμε την ευλογιά».
Δεν υπάρχει, φυσικά, τίποτε απολύτως που να συμπράττει στο δανεισμό από το εξωτερικό, ακόμη και με ευνοϊκά επιτόκια, ως μέσο για την επίτευξη οικονομικής επιτυχίας, πόσο μάλλον για την εξάλειψη της φτώχειας, ούτε στο ότι τα δάνεια μπορούν να αποπληρωθούν, μετά, αυξάνοντας τις εξαγωγές. Οι χώρες που παρουσιάζονται ως πρότυπο για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι οι πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες (newly-industrialised countries, NIC) που περιλαμβάνουν τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, τη Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ. Ούτε η Σιγκαπούρη ούτε το Χονγκ Κονγκ, όπως σημειώνει η Τσέρυλ Πάιερ, δεν δανείστηκαν σημαντικό χρηματικό ποσό για την ανάπτυξή τους.
Η Ταϊβάν δανείστηκε λίγο τις πρώτες μέρες, αλλά κατάφερε να αντισταθεί στην πίεση των ΗΠΑ να αρχίσουν να ξοδεύουν υπερβολικά και να δανειστούν ακόμη περισσότερο. Η Νότια Κορέα είναι η μόνη από αυτές τις χώρες που έχει δανειστεί σημαντικά. Η Τσέρυλ Πάιερ θεωρεί ότι ο λόγος που πέτυχε να βρει δρόμο έξω από το χρέος που είχε, εκεί όπου άλλοι απέτυχαν, είναι σε μεγάλο βαθμό ότι αντιστάθηκε στις πιέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ να ανοίξει τις αγορές της. Οι εισαγωγές και οι έλεγχοι κεφαλαίων διατηρήθηκαν, όπως είχε κάνει προηγουμένως η Ιαπωνία, από την οποία παραδειγματίστηκαν. Είναι σαφές ότι απαιτείται κάποιο κεφάλαιο για την ανάπτυξη, αλλά όπως σημειώνει η Τσέρυλ Πάιερ, «το πραγματικά σπάνιο αγαθό στον σημερινό κόσμο δεν είναι το κεφάλαιο, είναι οι αγορές».
Η οικονομική βοήθεια είναι πολύ καλό μέσο για το άνοιγμα των αγορών, αφού μεγάλο μέρος της συνδέεται, επίσημα, με την αγορά προϊόντων που εξάγουν οι χώρες -δωρητές. Οπως ακριβώς οι αποικίες αναγκάζονταν, κάποτε, να αγοράζουν όλα τα βιομηχανικά προϊόντα από τη χώρα που τις είχε αποικίσει, έτσι και οι αποδέκτες της βοήθειας πρέπει να ξοδέψουν μεγάλο μέρος των χρημάτων που υποτίθεται ότι θα τους ανακουφίσουν τη φτώχεια και τον υποσιτισμό, σε άσχετα βιομηχανικά προϊόντα που παράγουν οι χώρες δωρητές. Ακόμη χειρότερα, εάν τολμήσουν να αρνηθούν να αγοράσουν κάποιο από τα βιομηχανικά προϊόντα, μόλις δεχθούν απειλές ότι θα διακοπεί η ενίσχυση από την οποία εξαρτώνται όλο και περισσότερο θα υποχρεωθούν να υποχωρήσουν (αν και σήμερα, μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν μη αποδεκτή από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ως μη δασμολογικό εμπόδιο στο εμπόριο).
Έτσι, πριν από μερικά χρόνια, η βρετανική κυβέρνηση απείλησε να διακόψει τη βοήθεια προς την Ινδία εάν η τελευταία δεν προχωρήσει στην αγορά 21 ελικοπτέρων Westland30 κόστους 60 εκατομμυρίων δολαρίων – μια προσπάθεια την οποία αντιτάχθηκαν σθεναρά, προς τιμήν τους, σοβαρά στελέχη εντός του Οργανισμού Υπερπόντιας Ανάπτυξης της Βρετανίας (Overseas Development Agency, ODA), που τώρα ονομάζεται Διεθνές Ινστιτούτο Ανάπτυξης. Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την εξέλιξη των μεθόδων που χρησιμοποίησε τον προηγούμενο αιώνα η Βρετανία, στους Πολέμους του Οπίου με την Κίνα.
Σε γενικές γραμμές, η βοήθεια δεν μπορεί να είναι χρήσιμη για τους φτωχούς του Τρίτου Κόσμου για τον ουσιαστικότατο λόγο πως αυτοί εξαρτώνται αναγκαστικά από την τοπική οικονομία για τη συντήρησή τους, και η τοπική οικονομία δεν απαιτεί εκτεταμένους αυτοκινητόδρομους, μεγάλα φράγματα ή, εν προκειμένω, υβριδικούς σπόρους, λιπάσματα και φυτοφάρμακα της Πράσινης Επανάστασης, περισσότερο από ότι χρειαζόταν η Ινδία τον στόλο ελικοπτέρων που της επέβαλε η βρετανική κυβέρνηση. Αυτά είναι χρήσιμα μόνο για την παγκόσμια οικονομία, η οποία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο εις βάρος της τοπικής οικονομίας, της οποίας υποβαθμίζει το περιβάλλον, καταστρέφει τις κοινότητες καταστρέφει και τους πόρους (γη, δάσος, νερό και εργασία) , που τους ιδιοποιείται συστηματικά για δική της χρήση .
Η Νέα Εταιρική Αποικιοκρατία
Μετά την κρίση χρέους στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, υπήρχαν πολύ λίγες ιδιωτικές επενδύσεις στον Τρίτο Κόσμο και τα δάνεια που παρείχαν οι πολυεθνικές τράπεζες ανάπτυξης χρησίμευαν κυρίως για να επιτρέψουν στις χώρες που χρωστούσαν να συνεχίσουν να πληρώνουν τόκους για τα δάνεια από τις ιδιωτικές τράπεζες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όλα αυτά άλλαξαν. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στον Τρίτο Κόσμο αυξήθηκαν αλματωδώς αγγίζοντας τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, τα μισά εκ των οποίων αντιπροσώπευαν μακροπρόθεσμες επενδύσεις – το άλλο μισό ήταν βραχυπρόθεσμα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Αυτό υποβάθμισε σημαντικά την καθοριστική μέχρι τότε συνεισφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας, ύψους περίπου 29 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, και προκάλεσε έκρηξη των χρηματιστηρίων στις αποκαλούμενες «αναδυόμενες αγορές», αν και ομολογουμένως αυτές διανθίστηκαν με κραχ, όπως αυτό που συνέβη στο Μεξικό.
Αυτή η μαζική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων οφείλεται εν μέρει στην αναντιστοιχία μεταξύ των τεράστιων χρηματικών ποσών που αναζητούν επενδυτική διέξοδο στις ΗΠΑ και τις άλλες βιομηχανικές χώρες και της διαθεσιμότητας τέτοιων αγορών στον βιομηχανοποιημένο κόσμο. Επίσης και στο γεγονός πως έχουν πλέον δημιουργηθεί παγκοσμίως συνθήκες ιδιαίτερα ευνοϊκές για τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Τους έχει παρασχεθεί παγκοσμίως άφθονο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, όπως και τεχνικό και διευθυντικό προσωπικό υψηλής ειδίκευσης σε ένα ασήμαντο κλάσμα του κόστους που θα κοστίζαν στον βιομηχανικό κόσμο, και, επιπλέον, έχουν πια πρόσβαση σε οποιαδήποτε χρηματοδότηση απαιτούν και στην πιο πρόσφατη τεχνολογία και μεθόδους διαχείρισης.
Επίσης, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας GATT, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου έχουν την υποχρέωση: (i) να αποδέχονται όλες τις επενδύσεις από το εξωτερικό (ii) να παρέχoυν «εθνική μεταχείριση» σε κάθε ξένη εταιρεία που εγκαθίσταται εντός των συνόρων τoυς, είτε ασχολείται με τη γεωργία, είτε με την εξόρυξη, τη μεταποίηση ή τις βιομηχανίες υπηρεσιών· (iii) να προχωρήσουν σε κατάργηση των δασμών και των ποσοστώσεων εισαγωγής για όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών προϊόντων· (iv) και να καταργήσουν τους «μη δασμολογικούς φραγμούς» στο εμπόριο, όπως κανονισμούς για την προστασία της εργασίας, της υγείας ή του περιβάλλοντος, που ενδέχεται να αυξήσουν το εταιρικό κόστος.
Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς συνθήκες πιο ευνοϊκές για τα άμεσα συμφέροντα των πολυεθνικών. Πολλές από αυτές τις υποχρεώσεις επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της GATT από την αμερικανική αντιπροσωπεία και τις αντιπροσωπείες άλλων βιομηχανικών δυνάμεων, οι οποίες προφανώς πίστευαν ότι ο μεγάλος όγκος των πολυεθνικών που βρίσκεται σε τέτοιες χώρες θα ήταν εκεί πάντα.
Ωστόσο, φαίνεται όλο και περισσότερο ότι αυτό μπορεί να αλλάξει. Ακόμη και οι ισχυρές κυβερνήσεις δεν είναι πλέον σε θέση να ασκούν οποιοδήποτε είδος ελέγχου στις πολυεθνικές. Εάν μια χώρα ψηφίσει νόμο που μια πολυεθνική θεωρεί εμπόδιο για την περαιτέρω επέκτασή της, απλώς απειλεί να φύγει και να εγκατασταθεί αλλού, κάτι που, υπό τις νέες συνθήκες, μπορούν να το κάνουν αμέσως. Είναι τώρα ελεύθεροι να περιηγηθούν στον κόσμο και να εδραιωθούν όπου η εργασία είναι φθηνότερη, οι περιβαλλοντικοί νόμοι πιο χαλαροί, τα φορολογικά καθεστώτα λιγότερο επαχθή και οι επιδοτήσεις πιο γενναιόδωρες. Δεν χρειάζεται πλέον να ταυτίζονται ή να επηρεάζονται στη δράση τους από οποιαδήποτε συναισθηματική προσκόλληση σε οποιοδήποτε εθνικό κράτος.
Ήδη η Volvo, μια από τις κορυφαίες σουηδικές εταιρείες, είναι πλέον Σουηδική μόνο κατ’ όνομα, αφού έχει μεταφέρει σχεδόν όλες τις δραστηριότητές της στο εξωτερικό. Απορεί κανείς, τι εμποδίζει σήμερα τη Τζένεραλ Μότορς ή την IBM από το να γίνουν γερμανικές, κινεζικές ή απλώς να μεταφέρουν τα κεντρικά τους από μια χώρα στην άλλη όταν τις συμφέρει; Και, αφού γίνονται όλο και πιο διεθνείς, τι μπορεί να τις εμποδίσει να γίνουν ακόμη μεγαλύτερες, πιο δυνατές και πιο ανεξέλεγκτες από ό,τι ήδη είναι;
Να υπολογιστεί πως ως μονοπώλιο ορίζεται συνήθως μια κατάσταση κατά την οποία περισσότερο από το 40 τοις εκατό της αγοράς για ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα ελέγχεται από λιγότερες από τέσσερις ή πέντε εταιρείες. Αυτό ισχύει ήδη για τα περισσότερα από τα εμπορεύματα στην παγκόσμια αγορά σήμερα – μια κατάσταση πραγμάτων που μπορεί μόνο να γίνει χειρότερη, αφού δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο μια εθνική κυβέρνηση μπορεί να επιβάλει αντιμονοπωλιακή νομοθεσία στις απάτριδες πολυεθνικές, ούτε καν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, τον οποίο ουσιαστικά ελέγχουν.
Καθώς λίγες γιγάντιες πολυεθνικές εδραιώνουν τα αντίστοιχα μονοπώλια τους στην παγκόσμια πώληση ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος ή συνόλου εμπορευμάτων, μάλλον θα καταστεί ακόμη πιο αρνητικό γι’ αυτές να ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Ο ανταγωνισμός μειώνει τα περιθώρια κέρδους, κυρίως. Η συνεργασία, από την άλλη πλευρά, θα τους επιτρέψει να αυξήσουν την κυριαρχία τους στις κυβερνήσεις και να αντιμετωπίσουν την όποια αληθινή αντίσταση από λαϊκιστικά και εθνικά κινήματα ή όποιον που θα επεδίωκε να περιορίσει την εξουσία και την επιρροή τους.
Ήδη, οι πολυεθνικές καταφεύγουν σε ολοένα και μεγαλύτερη κάθετη ενσωμάτωση και φτάνουν να ελέγχουν σχεδόν κάθε βήμα της διαδικασίας στους αντίστοιχους τομείς τους. Παραδείγματος χάριν, να έχουν τον έλεγχο από την εξόρυξη ορυκτών, στην κατασκευή εργοστασίων, την παραγωγή αγαθών, ως την αποθήκευσή τους, την αποστολή τους σε θυγατρικές σε άλλες χώρες και τη χονδρική και λιανική τους πώληση σε τοπικούς καταναλωτές. Με αυτόν τον τρόπο απομονώνονται αποτελεσματικά από τις δυνάμεις της αγοράς και διασφαλίζουν ότι είναι οι ίδιοι, και όχι ο ανταγωνισμός, που καθορίζουν τις τιμές σε κάθε βήμα.
Κάπου μεταξύ 20 τοις εκατό και 30 τοις εκατό του παγκόσμιου εμπορίου γίνεται σήμερα μεταξύ των πολυεθνικών και των θυγατρικών τους. Αντί για πραγματικό εμπόριο, στην πραγματικότητα έχουμε μια πτυχή του εταιρικού κεντρικού σχεδιασμού, σε παγκόσμια κλίμακα. Για τον Πωλ Έκινς, τον Βρετανό οικολόγο οικονομολόγο, οι πολυεθνικές γίνονται «γιγάντιες περιοχές γραφειοκρατικού σχεδιασμού σε μια κατά τα άλλα οικονομία της αγοράς». Βλέπει «μια θεμελιώδη ομοιότητα μεταξύ εταιρειών κολοσσών και κρατικών επιχειρήσεων. Και οι δύο χρησιμοποιούν ιεραρχικές δομές κυριαρχίας για να κατανείμουν πόρους εντός των οργανωτικών τους ορίων και όχι στην ανταγωνιστική αγορά».
Τι, μπορεί να αποτρέψει το 50 τοις εκατό, το 60 τοις εκατό ή ακόμα και το 80 τοις εκατό του παγκόσμιου εμπορίου να πραγματοποιείται, εν τέλει, εντός τέτοιων «οργανωτικών ορίων»; Επί του παρόντος, πολύ λίγα, και καθώς κινούμαστε ακατάπαυστα προς αυτή την κατεύθυνση, είναι πιθανό να εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή παγκόσμιου εταιρικού κεντρικού σχεδιασμού – μια εποχή που θα είναι προσανατολισμένη σε έναν νέο τύπο αποικιοκρατίας: την παγκόσμια εταιρική αποικιοκρατία.
Οι νέοι αποικιοκράτες δεν έχουν καμία ευθύνη, δεν δίνουν λόγο σε κανέναν πλην των μετόχων τους. Είναι κάτι σα μηχανές προσανατολισμένες στον μοναδικό τους στόχο: την αύξηση της άμεσης κερδοφορίας τους. Επιπλέον, θα έχουν τώρα τη δύναμη να αναγκάζουν τις εθνικές κυβερνήσεις να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους [των νέων αποκιοκρατών] όποτε αυτά έρχονται σε σύγκρουση με τα λαϊκά συμφέροντα, τα οποία οι κυβερνήσεις έχουν εκλεγεί να προστατεύουν.
Η νέα εταιρική αποικιοκρατία είναι επομένως πιθανό να είναι πιο κυνική και πιο αδίστακτη από οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι τώρα. Είναι πιθανό να στερήσει, να εξαθλιώσει και να περιθωριοποιήσει περισσότερους ανθρώπους, να καταστρέψει περισσότερους πολιτισμούς και να προκαλέσει περισσότερη περιβαλλοντική καταστροφή από την παλιά αποικιοκρατία ή την ανάπτυξη των τελευταίων 50 ετών. Το μόνο ερώτημα είναι, πόσο μπορεί να διαρκέσει; Κατά τη γνώμη μου, για μερικά χρόνια ίσως – μια δεκαετία το πολύ, για μια οικονομία του είδους που δημιουργεί δυστυχία σε τέτοια κλίμακα είναι και παρεκκλίνουσα και αναγκαστικά βραχύβια.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο τεύχος Απριλίου – Ιουνίου 2002 του World Affairs. Το πρώτο μέρος μπορείτε να το βρείτε εδώ. Την απόδοση στα ελληνικά έκανε η Λαμπρινή Θωμά.