Γράφει η Τζένη Τσιροπούλου
 
Πρώτα-πρώτα, γιατί όλοι αυτοί οι πρόσφυγες να βάζουν τους εαυτούς τους σε αυτή την ταλαιπωρία αφού πια είναι στην πολυπόθητη Ευρώπη; Κάποτε έφταναν κλαίγοντας από χαρά. Αλλά κάπου στερεύει το να ευγνωμονείς που είσαι ζωντανός και θες αυτή τη ζωή να την κάνεις να αξίζει. Οι συνεντεύξεις για το άσυλο  κλείνονται 3 και 4 χρόνια μετά την άφιξή τους. Γιατί; Ζουν σε κοντέινερ και χωμάτινα καμπ. Γιατί; Ήταν αδύνατον η πολιτεία να φροντίσει να φτιαχτούν μικροί οικισμοί ή να αξιοποιηθούν εγκαταλελειμμένοι βιώσιμοι χώροι για να ζουν ανθρώπινα; Χρειάζεται, επιβάλλεται τα παιδιά, και οι ενήλικες όμως πρόσφυγες, να έχουν πρόσβαση στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας αλλιώς για ποια ενσωμάτωση να μιλάμε; Είναι γεωγραφικά απομονωμένοι, μακριά από τις ντόπιες κοινωνίες και δεν υπάρχει εργασία. Πώς θα πετάξουν τις βοηθητικές ρόδες, θα αυτονομηθούν και θα ενσωματώσουν την ιδιότητα του πολίτη; Ποιο σύστημα δεν το θέλει τελικά αυτό;
 
Γνώρισα την μικρή Μπαχάρ, Κούρδισσα του Ιράκ, που το όνομά της μου είπε ότι σημαίνει «Άνοιξη». Συγκινήθηκα από το πόσο καλά μιλάει τα ελληνικά – σαν σφουγγάρι τα έμαθε με 5 μήνες σχολείο μόλις. Έχει φίλες εδώ αλλά ήθελε να φύγει. Η οικογένειά της μένει σε διαμέρισμα και παρ' όλα αυτά άφησε τα «προνόμια» της και έφαγε χημικά, κοιμήθηκε στο κρύο και το χώμα ελπίζοντας να βρει μια καλύτερη χώρα. Γνώρισα οικογένειες που γέννησαν τα μωρά τους όσο ζουν στο καμπ και ζουν 4 άνθρωποι επί έναν χρόνο σε κοντέινερ. Στις αποθήκες μας δηλαδή, γιατί τι είναι τα κοντέινερ για μας; Γνώρισα μια γυναίκα από τη Συρία που ο άντρας της σκοτώθηκε στον πόλεμο και τώρα ζει σε ένα παλιό ξενοδοχείο με άλλους πρόσφυγες. Μου είπε ότι το ξενοδοχείο της απέχει χιλιόμετρα από την αγορά και δεν υπάρχει λεωφορείο και ότι περνάνε τη μέρα κάνοντας τίποτα. Και δεν θέλουν να μην κάνουν τίποτα. Είδα άντρες να παλεύουν για τα παιδιά τους και παιδιά να τρώνε ασύστολα χημικά από την αστυνομία.
 
«Καλά δεν πέφτουν κάτω με τίποτα;» άκουσα έναν από τα ΜΑΤ να λέει στον συνάδελφό του. «Γαμησέ τα. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα».
 
Τα παιδιά φορούσαν μαντήλια στα πρόσωπα και δεν ταιριάζει αλήθεια καθόλου σε ένα παιδικό πρόσωπο ένα μαντήλι ή μια μάσκα προστασίας από τα δακρυγόνα.
Ρώτησα τον υπεύθυνο του καμπ «γιατί με δακρυγόνα;». «Εγώ θα σου απαντήσω γιατί με δακρυγόνα;» μου είπε.
 
«Είναι εξαθλιωμένοι άνθρωποι και τους σεβόμαστε» μου 'πε ένας αστυνομικός. Τον ρώτησα «Γιατί όμως τα δακρυγόνα και γιατί μας χτυπάτε;», μιας και μέσα σε όλα αυτά χτύπησαν έναν φωτορεπόρτερ. Αυτά μας έχουν γίνει ψωμοτύρι θα μου πεις.
«Ε, τώρα τι να κάνω; Να σας ζητήσω συγγνώμη;» μου απάντησε ο αστυνομικός.

Ακτιβιστές, αλληλέγγυοι ή ΜΚΟ δεν εμφανίστηκαν στα Διαβατά. Εκτιμώ ότι αν δεν ήμασταν εκεί δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ θα είχε υπάρξει ακόμα περισσότερη βία.

Και μια ερώτηση που διατυπώθηκε αρκετά: Ποιοι το υποκίνησαν αυτό και με τι σκοπιμότητες ενημέρωσαν ψευδώς ότι άνοιξαν τα σύνορα, όπως λέγεται ότι έγινε; Άκουσα διάφορες εκδοχές όταν έφτασα πια στο πεδίο. Το λεγόμενο μεταναστευτικό/προσφυγικό έχει πολλά λεφτά και πολλή βρωμιά που παίζεται πάνω στον ανθρώπινο πόνο και κυρίως πάνω στην ακατανίκητη ανθρώπινη ελπίδα – από ΜΚΟ που δεν θέλουν να απωλέσουν τον λόγο ύπαρξης και χρηματοδότησής τους μέχρι τους διακινητές. Αυτό είναι σίγουρα ένα ζήτημα, αλλά δεν αλλάζει επ’ ουδενί την ιστορία των προσφύγων που είναι στο προσκήνιο.

Όταν συζητάς με τους πρόσφυγες βλέπεις ότι ενημερώνονται και γνωρίζουν την πολιτική σκηνή και τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η ελπίδα και η επιθυμία είναι η κινητήριος δύναμη. Ακόμα κι όταν πια ήξεραν με βεβαιότητα ότι τα σύνορα είναι κλειστά, έλεγαν «αγαπάμε τη χώρα σας αλλά δεν έχουμε μέλλον εδώ. Ας φτάσουμε στα σύνορα και θα το παλέψουμε».


 
Σιγά-σιγά παίρνουμε όλοι τον δρόμο της επιστροφής τώρα. Κρατώ μαζί μου μια εικόνα της τελευταίας στιγμής. Μες στα χώματα και την εξαθλίωση μια μάνα χτενίζει τα μαλλιά της κόρης της και της τα πλέκει κοτσίδα.
 
Και από αύριο, τι θα θυμόμαστε από όλα αυτά;