Η δημοσιογραφία προώθησε με μοναδικό τρόπο μια νέου τύπου δημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα έγινε μοναδικό όπλο στα χέρια των ισχυρών. Οι εκδότες του 19ου αιώνα μετατράπηκαν οι ίδιοι σε αριστοκράτες ή, τέλος πάντων, απέκτησαν στενές σχέσεις μαζί τους. Οι κυβερνήσεις αποδείχτηκαν έτοιμες από καιρό να κάνουν πρωταθλητισμό στον τομέα της χειραγώγησης και η κοινή γνώμη ήταν πάντα έτοιμη να αγοράσει την ελπίδα που πωλούσε η νέα τάξη πραγμάτων.

Ο αμερικανός πολιτικός Hiram Johnson είχε πει το 1917 ότι «η πρώτη παράπλευρη απώλεια όταν φτάνει η ώρα του πολέμου είναι η αλήθεια». Και αν η ημερομηνία σάς φαίνεται λίγο παλιά, ίσως δεν ξέρετε ότι το πρώτο photoshop σε φωτογραφία που εμφανίστηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας χρονολογείται από το 1855.

Πρόκειται για την «Κοιλάδα της σκιάς του θανάτου», τραβήχτηκε από τον βρετανό Roger Fenton και απεικονίζει εκατοντάδες οβίδες κανονιών σε ένα δρόμο εν μέσω του Κριμαϊκού Πολέμου. Η φωτογραφία έμεινε στην ιστορία για τη δύναμή της να μεταδίδει τη φρίκη του πολέμου χωρίς ούτε έναν άνθρωπο, αλλά το 2007 ο ντοκιμαντερίστας Errol Morris κατάφερε να αποδείξει ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή. Ο Fenton με τους συνεργάτες του είχε μεταφέρει τις οβίδες από την άκρη σε διάφορα σημεία στη μέση του δρόμου και χρησιμοποίησε την τεχνική της υπερέκθεσης προκειμένου να δημιουργήσει την τελική φωτογραφία.

Από το 1855 μέχρι το 1990, όταν οι αμερικάνοι χρησιμοποιούσαν ψεύτικο βίντεο με κορμοράνους βουτηγμένους στο πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου και σκηνοθετούσαν με τη βοήθεια του CNN την ταινία δράσης υπό τον τίτλο «Καταιγίδα της Ερήμου» μέχρι το 2001, όταν οι George Bush και Tony Blair χειραγώγησαν τα ΜΜΕ παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ και εξασφαλίζοντας την ανοχή της κοινής γνώμης για την κήρυξη του πολέμου, υπήρξαν εκατοντάδες περιπτώσεις «διαπλοκής» δημοσιογράφων και κυβερνήσεων σε όλες τις πλευρές της υφηλίου. Προσπερνώ σκόπιμα μερικές ιστορίες αρκετών χιλιάδων λέξεων, καθώς φαντάζομαι ότι όλοι μας, πάνω-κάτω, αντιλαμβανόμαστε τη δύναμη της προπαγάνδας για το σχηματισμό της εθνικής ταυτότητας, την προκήρυξη πολέμων και την εγκαθίδρυση κυβερνήσεων και καθεστώτων.

Αυτό που ήθελα άλλωστε να σημειώσω είναι η αδυναμία που επέδειξε αυτή η νέα «αντικειμενική» δημοσιογραφία να αντεπεξέλθει  στον προορισμό της. Ο Williams Thomas Stead, επικεφαλής του περιοδικού Paull Mall Gazette το 1886, όταν η «νέα δημοσιογραφία» (όρος που εδραίωσε ο ίδιος) είχε επικρατήσει στη βρετανική βικτωριανή διανόηση, γιόρτασε την επιτυχία του μέσου του γράφοντας ότι «ο κόσμος της δημοσιογραφίας είναι πλέον ανώτερος από οποιονδήποτε άλλο θεσμό ή επάγγελμα έχει γνωρίσει ο άνθρωπος».  Ο Stead οραματίστηκε μια τεχνολογική ουτοπία στην οποία η δημοσιογραφία θα έπαιζε σημαντικό ρόλο, γράφοντας ότι «όταν θα έρθει η ώρα που η ανθρωπότητα θα είναι έτοιμη και τα χρήματα θα είναι προσιτά, μια διακυβέρνηση που θα βασίζεται στη δημοσιογραφία δεν θα πρέπει να θεωρείται υπερβολική, αλλά ένα απλό γεγονός». Η τεχνολογία και τα χρήματα έγιναν διαθέσιμα, αλλά η ανθρωπότητα πρόδωσε τον Stead. Η ίδια η δημοσιογραφία δεν ήταν τελικά ό,τι ανώτερο είχε γνωρίσει ο άνθρωπος. Χρησιμοποιήθηκε από την εξουσία (κάθε είδους) και χειραγωγήθηκε, με αποτέλεσμα όσο περνάνε τα χρόνια η κοινή γνώμη να γίνεται όλο και πιο ηλίθια, όλο και πιο εύπλαστη, όλο και πιο διαχειρίσιμη. Και κάπου εδώ μπαίνετε και εσείς…

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί ενώ όλοι οι γύρω σας αντιλαμβάνονται το ρόλο των δημοσιογράφων, των ολιγαρχών και των πολιτικών, συνεχώς γίνεται το δικό τους; Μια απλή απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι το άθροισμα έξυπνων ανθρώπων δεν παράγει απαραίτητα μια έξυπνη κοινή γνώμη. Μια άλλη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι δεν είμαστε τόσο έξυπνοι (ή τόσοι) όσο νομίζουμε. Μια τρίτη, που προσωπικά μού φαίνεται και πιο λογική, είναι ότι δεν είμαστε ούτε αρκετά εκπαιδευμένοι, ούτε αρκετά αποφασισμένοι να τα βάλουμε με το σύστημα, γιατί το σύστημα έχει αρκετούς εκπαιδευμένους και αποφασισμένους ανθρώπους στη δούλεψή του.

Μια υπερευαίσθητη σύμβουλος του Tony Blair αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν αποδείχτηκε ότι την ημέρα που έγινε η επίθεση στους δίδυμους πύργους στις ΗΠΑ έστειλε μήνυμα στον Blair λέγοντας του «τώρα είναι η ευκαιρία να θάψουμε μερικές ειδήσεις σε σχέση με τις δαπάνες των τοπικών κυβερνήσεων».

Τα γραφεία Δημοσίων Σχέσεων βρίσκονται αυτή τη στιγμή πίσω σχεδόν από οποιαδήποτε είδηση διαβάζετε. Μια έρευνα του Cardiff University που  μελέτησε τις δημοσιεύσεις δύο εβδομάδων το 2006 στα βρετανικά ΜΜΕ βρήκε ότι το 80% των ειδήσεων προέρχονταν από δελτία Τύπου που εξέδιδαν εταιρίες δημοσίων σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα: ανάμεσα στα 2.207 άρθρα που μελετήθηκαν, το 60% βρέθηκε να αποτελεί «πλήρη αντιγραφή ή κύρια πηγή των θεμάτων» ενώ ένα ακόμα 20% «περιείχε ξεκάθαρα τμήματα από τα δελτία Τύπου, ενώ είχαν προστεθεί και λίγα ή περισσότερα επιπλέον στοιχεία». Ο δημοσιογράφος της Guardian Nick Davies, που είχε παραγγείλει την έρευνα, κατέληγε γράφοντας: «Τα στοιχεία αυτά που έχουμε σήμερα στα χέρια μας σκιαγραφούν μια εικόνα δημοσιογραφίας όπου οποιαδήποτε ουσιαστική δημοσιογραφική δραστηριότητα αποτελεί την εξαίρεση στον Τύπο και όχι τον κανόνα» και προειδοποιούσε ότι (αν δεν αλλάξει κάτι) «θα επιστρέψουμε στην εποχή της Δημοσιογραφίας της Επίπεδης Γης, όπου ανυπόστατες ή οπαδικές πληροφορίες θα ανακυκλώνονται στα ΜΜΕ ως ειδήσεις». Σας θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως το Facebook;

Πριν από μερικές δεκαετίες, η ενημέρωση ερχόταν από τις εφημερίδες. Αγόραζες ένα πολυσέλιδο έντυπο επειδή κάτι τραβούσε την προσοχή σου στο πρωτοσέλιδο και έπειτα το κουβαλούσες μαζί σου. Διάβαζες αυτό που σε ενδιέφερε, αλλά στη δίπλα σελίδα υπήρχε και ένα ακόμα άρθρο για κάτι που δεν είχες σκεφτεί ποτέ μέχρι τότε… και του έριχνες και αυτού μια ματιά. Μετά ήρθε το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, που είχαν πεπερασμένο χρόνο. Αυτοί ήταν οι πομποί και εσύ ο δέκτης. Για να παρακολουθήσεις κάτι που σε ενδιέφερε έπρεπε να φροντίσεις να είσαι ελεύθερος τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Οι καναλάρχες είχαν στα χέρια τους την εικόνα και τον ήχο για να παίξουν με τα συναισθήματά σου. Χρησιμοποιούσαν διάσημους (ή έφτιαχναν μερικούς) για να σε κάνουν να νιώσεις την οικειότητα της συναναστροφής με ένα μέρος της κοινωνίας που κανονικά δεν θα τολμούσες ούτε να φανταστείς να μπαίνεις στο σαλόνι τους. Οι πρώτες σειρές που έγιναν παγκόσμιες επιτυχίες παρουσίαζαν τη ζωή των πλουσίων, για να ονειρευτείς κι εσύ ότι θα μπορούσες να είσαι ένας από αυτούς. Συμμεριζόσουν τα προβλήματά τους και έβλεπες ότι και η δική τους ζωή ήταν γεμάτη προβλήματα και δυστυχία. Έτσι, όταν το αφεντικό ανακοίνωνε στον οικοδόμο την απόλυσή του επειδή ένας Πακιστανός προσέφερε την ίδια δουλειά με μισά χρήματα, ο εργάτης μισούσε τον Πακιστανό και όχι το αφεντικό, γιατί τον τελευταίο τον συμπονούσε, γιατί στην θέση του ήξερε ότι πιθανώς θα έκανε το ίδιο. Μετά ήρθε το διαδίκτυο. Μας είπαν ότι με αυτό θα σταματούσαμε να είμαστε παθητικοί δέκτες και ότι τώρα θα μπορούσαμε να αντιδρούμε στο περιεχόμενο. Αυτό όμως που έγινε ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στο διαδίκτυο επικράτησε η Google, που μας έδωσε τη δυνατότητα να ψάχνουμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να βρούμε. Αν πιστεύετε στους εξωγήινους ή στον Σώρρα δεν έχετε παρά να κάνετε τη σωστή αναζήτηση και σίγουρα θα βρείτε ακριβώς τις αποδείξεις που χρειάζεστε για να ενισχύσετε την πίστη σας. Τα τελευταία χρόνια ζούμε και μια ακόμα σημαντική αλλαγή. Τα κινητά μας τηλέφωνα έγιναν έξυπνα και πλέον όλοι ενημερώνονται από μια οθονούλα 5 ιντσών, έτσι οι εκδότες προσαρμόζονται μικραίνοντας τα κείμενα, δημιουργώντας μίνι βίντεο ρεπορτάζ των 20 δευτερολέπτων και παρουσιάζοντας ένα νέο είδος εύπεπτης finger food δημοσιογραφίας. Χωρίς βάθος, χωρίς στοιχεία, χωρίς ερωτηματικά και καχυποψία.

Όπως η ανακάλυψη της τυπογραφίας άλλαξε την κοινωνία, έτσι και το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τώρα τα κινητά τηλέφωνα και οι ταμπλέτες ορίζουν το ίδιο το περιεχόμενο της δημοσιογραφίας. Ωστόσο, για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια, εκτός από τον τρόπο που ενημερωνόμαστε δημιουργήθηκε ένα ακόμα επίπεδο επιρροής που παράλληλα με την τεχνολογία προκάλεσε μια επιπλέον ουσιαστική αλλαγή στην ταυτότητα της κοινής γνώμης: Τα κοινωνικά δίκτυα.

Τα κοινωνικά δίκτυα είναι μια φοβερή ανακάλυψη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου υπάρχει μια πραγματική παγκοσμιοποίηση στη δυνατότητα της ενημέρωσής μας (πέραν της κοινωνικής μας δικτύωσης). Ωστόσο, η τραγική υποχώρηση των αξιών της δημοσιογραφίας, η παρατεταμένη καταπίεση της κοινής γνώμης και τα ανθρώπινα ένστικτα οδήγησαν τελικά στη δημιουργία ενός ακόμα υπερόπλου χειραγώγησης με τον δυνατότερο πυροκροτητή στην ιστορία: την ψευδαίσθηση του προσωπικού ελέγχου. Πριν όμως μιλήσουμε για αυτό, πρέπει πρώτα να δούμε πότε πήραμε το λάθος δρόμο. Και η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι μάλλον στις αρχές του 20ου αιώνα.

Η αντικειμενική δημοσιογραφία ανακαλύφθηκε στα εμπορικά τμήματα των πρώτων εφημερίδων, και δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ιδεολογικής αναζήτησης των μεγάλων ανδρών της δημοσιογραφίας. Ωστόσο και αυτοί έπαιξαν τον ρόλο τους, ασπαζόμενοι τη νέα ιδεολογία και δημιουργώντας έναν κώδικα ηθικής και δεοντολογίας  που επικράτησε τον 17ο και 18ο αιώνα. Η ιδέα της αντικειμενικότητας, της απόστασης από την είδηση και της αφιλοκέρδειας έδωσε στη δημοσιογραφία τη γοητευτική της μορφή που κέρδισε τις μάζες. Οι δημοσιογράφοι για πρώτη φορά έμπαιναν στα σπίτια των αναγνωστών τους και κάθονταν στην κεφαλή του οικογενειακού τραπεζιού συμβουλεύοντάς τους. Δημιουργούσαν τη νέα ηθική και τη νέα αισθητική της κοινωνίας. Αυτά όμως στην εποχή της αθωότητας, γιατί, όπως είδαμε, την ίδια ώρα η δημοσιογραφία μεταλλασσόταν σε ένα εργαλείο χειραγώγησης. Σήμερα, που ο κόσμος είναι πλέον υποψιασμένος, όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Από την επιλογή του θέματος, του τίτλου και της φωτογραφίας, από τον χειρισμό των πηγών και την επιλογή των μαρτυριών, ακόμα και από τη διόρθωση του αρχισυντάκτη και την προβολή του στο μέσο, κάθε ρεπορτάζ είναι σε κάποιο βαθμό μη αντικειμενικό. Όποιος φωνασκεί υπέρ της αντικειμενικότητας του δημοσιογραφικού του έργου είναι πιθανώς αφελής ή επικίνδυνος.

Έχει έρθει η ώρα να γραφτεί ένας νέος κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας που θα βασίζεται σε πιο συμπαγείς και πραγματικές έννοιες. Αυτό νόμιζα ότι το σκέφτηκα μόνος μου, αλλά μελετώντας  για τη δημοσιογραφική δεοντολογία ανακάλυψα ότι τουλάχιστον έξι μεγάλες μορφές του χώρου με είχαν προλάβει εδώ και περίπου 40 χρόνια. Πέραν του αισθήματος της ηλιθιότητας που σε κυριεύει όταν ανακαλύπτεις ότι οι πιο πρωτότυπες ιδέες σου είναι κοινός προβληματισμός σε ειδικούς στην άλλη άκρη της γης, ένιωσα ταυτόχρονα και μια οργή για την αδυναμία μας να προχωρήσουμε παρακάτω. Να σπάσουμε τους οικονομικούς δεσμούς και να απαιτήσουμε ένα νέο δημοσιογραφικό χώρο που θα προσφέρει τη δυνατότητα να  υπάρξει μια κοινότητα πολιτών που θα αντιλαμβάνεται την ενημέρωση ως οξυγόνο για τη δημοκρατία. Για μένα η ουτοπία του Stead μπορεί πλέον να γίνει -εν μέρει- πραγματικότητα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης κοινότητας του διαδικτύου.