Η ατζέντα έχει αλλάξει. Το μαρτυρά η στροφή 180 μοιρών που έκανε τις τελευταίες μέρες ο πρωθυπουργός, αποδεχόμενος τον δημοψηφισματικό χαρακτήρα των εκλογών και την κρισιμότητά τους σε σχέση με την τύχη των κυβερνητικών σχεδιασμών, για την οποία άρχισε πάλι να κινδυνολογεί.
 
Μόλις πριν από λίγους μήνες ο Σαμαράς τόνιζε δεξιά- αριστερά ότι οι Ευρωεκλογές δεν είναι δημοψήφισμα και ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές βγάζουν δημάρχους και περιφερειάρχες, και όχι κυβέρνηση. Τώρα όμως παραδέχεται ότι οι εκλογές είναι δημοψήφισμα. Δεν ήταν επιλογή της Νέας Δημοκρατίας και του Σαμαρά αυτό. Η Νέα Δημοκρατία και ο Σαμαράς σύρθηκαν κυριολεκτικά σ’ αυτή την ατζέντα από τον ΣΥΡΙΖΑ και από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης.
 
Ο Σαμαράς είπε χθες ότι «δεν υπάρχει χαλαρή ψήφος». Αστεία κουβέντα, στο στόμα του αρχηγού ενός κόμματος που στις πιο κρίσιμες περιφέρειες και στους πιο κρίσιμους δήμους κατέρχεται με δύο ψηφοδέλτια. Μα αν από την αρχή είχε επιλέξει η Νέα Δημοκρατία ότι δεν υπάρχει χαλαρή ψήφος, θα είχε φροντίσει να κατεβάσει σε κάθε δήμο και περιφέρεια ένα ψηφοδέλτιο, να καταλαβαίνει και ο ψηφοφόρος τους πού να ρίξει τη… σκληρή του ψήφο. Τώρα, με τα διπλά ψηφοδέλτια, η όψιμη άρνηση της χαλαρής ψήφου μοιάζει με ανέκδοτο. Δεν είναι δυσυπόστατοι οι εναπομείναντες ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, να ψηφίσουν και τους δύο κομματικούς υποψηφίους ώστε να ευθυγραμμιστούν με τις υποδείξεις του πρωθυπουργού. Πολύ περισσότερο δεν φαίνονται διατεθειμένοι τη μία και μοναδική ψήφο που διαθέτουν ανά δήμο και περιφέρεια να την κατευθύνουν εκεί όπου το κόμμα τούς υποδεικνύει. Θα την κατευθύνουν εκεί όπου νομίζουν οι ίδιοι. Ο ορισμός της χαλαρής ψήφου! Αλλά μονάχα για τους κυβερνητικούς ψηφοφόρους, που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και τρίτη επιλογή: να ψηφίσουν τον υποψήφιο της πασοκικής συνιστώσας τους. Για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, τέτοια διλήμματα δεν υπάρχουν. Εκείνοι ξέρουν τι να ψηφίσουν και η ψήφος τους δεν είναι καθόλου χαλαρή. Είναι ευθυγραμμισμένη με την ατζέντα του κόμματός τους: Ή Μέρκελ ή ΣΥΡΙΖΑ. Ή αυτοί ή εμείς. Δημοψήφισμα.
 
Το λογικό από την πλευρά της κυβέρνησης θα ήταν να είχαν συμπτύξει το «ευρωπαϊκό μέτωπο» το οποίο επεξεργάζονταν ή τη «Νέα Ελλάδα» που μαγείρευαν, και να είχαν αφήσει στην πάντα τα ξεχωριστά ψηφοδέλτια στις Ευρωεκλογές και τις διπλές και τριπλές υποψηφιότητες στις περιφερειακές. Δεν το έκαναν, γιατί είχαν την ατζέντα των «χαλαρών εκλογών». Μόνο που η ατζέντα έχει αλλάξει. Σύρθηκαν στην ατζέντα της αντιπολίτευσης. Και τώρα, η τακτική που χάραξαν για τις εκλογές έχει τιναχτεί στον αέρα.
 
Η ατζέντα έχει αλλάξει. Δύο και τρεις φορές. Όλα τα ευρήματα της κυβέρνησης καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Το καλοκαίρι ήταν το success story με τα ευφάνταστα ενεργειακά τους σχέδια, με τις ιδιωτικοποιήσεις και με τις δήθεν διεθνείς επενδύσεις. Όλα έμειναν στη μέση, και το σενάριο κατέρρευσε ολοσχερώς με το κλείσιμο της ΕΡΤ και τη διάλυση της τρικομματικής. Το Σεπτέμβριο, με τη δολοφονία του Φύσσα και την έκρηξη του αντιφασιστικού κινήματος, πάει και η θεωρία των δύο άκρων, πάνε και τα σενάρια σύγκλισης με τη Χρυσή Αυγή κι ας μοχθούσε ο Μπαλτάκος, με ή χωρίς εντολή Σαμαρά, να τα ξαναστήσει στα πόδια τους. Έπειτα ήρθε το νέο success story με το πρωτογενές πλεόνασμα και την έξοδο στις αγορές, αλλά πέρασαν όλα στο ντούκου γιατί κανείς νηστικός δεν χόρτασε ποτέ μ’ αυτά, κανένας άνεργος δεν βρήκε δουλειά, και οι λίγοι «ωφελούμενοι» από τα δήθεν προγράμματα κατά της ανεργίας δεν ενθουσιάστηκαν. Κι έτσι η κυβέρνηση το γύρισε στην «πολιτική σταθερότητα», που είναι ο ορισμός τού «Ή εμείς ή αυτοί», δηλαδή του δημοψηφίσματος. Κι έτσι η ατζέντα άλλαξε.
 
Η ατζέντα άλλαξε όταν βγήκε στην απελπισία του ο Βενιζέλος και είπε ότι αν η Ελιά δεν πάει καλά το ΠΑΣΟΚ θα φύγει από την κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος δεν είπε καν «Ή εμείς οι αυτοί», το μετέστρεψε επί το βενιζελικότερον σε «Ή εγώ ή αυτοί», δίνοντας κι εκείνος με τη σειρά του δημοψηφισματικό χαρακτήρα στις εκλογές, δηλαδή υιοθετώντας την ατζέντα της αντιπολίτευσης.
 
Και δεν ήταν ο Τσίπρας που «σήκωσε -τάχα- το γάντι», όπως διατυμπάνιζαν χθες τα δελτία ειδήσεων, ο Τσίπρας απ’ την αρχή αυτά έλεγε, το ΠΑΣΟΚ είναι που σύρθηκε, παρασύροντας και τη Νέα Δημοκρατία, στην ατζέντα της αντιπολίτευσης, και λέει τώρα «Στις 25 ψηφίζετε, στις 26 φεύγουμε», υιοθετώντας πλήρως, έστω και από την ανάποδη, το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ.
 
Η ατζέντα άλλαξε όταν ο Κωνσταντινόπουλος θρηνολογούσε προ ημερών πως αν η Νέα Δημοκρατία και η Ελιά δεν πάρουν αθροιστικά όσες ψήφους πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε η κυβέρνηση θα έχει πρόβλημα. Όταν ο κ. Γρηγοράκος ομολογούσε πως η Ελιά ενδέχεται να πάρει 3 ή 4%. Όταν ο κ. Καρύδης δήλωνε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι έτοιμο να φύγει από την κυβέρνηση. Όταν ο κ. Σκανδαλίδης προειδοποιούσε ότι μετά τις εκλογές θ’ ανοίξει το θέμα της ηγεσίας. Όταν ο ΓΑΠ έκανε τους ελιγμούς του και ο Βενιζέλος σφύριζε, ανήμπορος να αντιδράσει. Αν όλ’ αυτά δεν είναι ομολογία ότι η ατζέντα άλλαξε, τότε τι είναι;
 
Είπε χθες ο Γιάννης Πρετεντέρης ότι για πρώτη φορά τα δυο τελευταία χρόνια κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφώνησαν επιτέλους σε σχέση με το διακύβευμα των εκλογών. Σωστό. Μόνο που δεν πρόκειται για σύμπτωση, δεν μετατοπίστηκαν και οι μεν και οι δε για να βρεθούν κάπου στη μέση. Απλώς η κυβέρνηση σύρθηκε στην ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ – είναι τόσο απλό.

Θέλω να ομολογήσω ότι αρχικά το σύνθημα «Στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουνε» δεν μου πολυάρεσε – μου θυμίζει το φοβερό «Στις 18 σοσιαλισμός». Αλλά τώρα που το υιοθετεί ντε φάκτο και ο Βενιζέλος, τι μπορώ να πω εγώ;