Όλους τους καλούς λογοτέχνες τους κατατρώει το σαράκι της τέχνης τους. Γι’ αυτό και αναζητούν ευκαιρίες προκειμένου, παρεκβαίνοντας απροσχημάτιστα απ’ την ύφανση του μυθοπλαστικού τους εργόχειρου, να μιλήσουν για την πολύ προσωπική, οιονεί ερωτική τους σχέση με τη λογοτεχνία. Για τα είδη και τα ήθη της, το μυστήριο και βασανιστήριο της γραφής. Πολλοί εισέρχονται στο μονοποικιλιακό χωράφι της δοκιμιογραφίας ή της κριτικής της λογοτεχνίας. Άλλοι, όπως ο δικός μας Γιώργος Σκαμπαρδώνης διακατέχονται από ένα πιο υπόγειο ηδονοβλεπτικό σύμπλεγμα. Ενώ φλέγονται να μιλήσουν για το αλκοολίκι τους, θέλουν να το κάνουν κεκαλυμμένα. Δεν είναι δηλαδή διατεθειμένοι να ανοίξουν διάπλατο το εργαστήρι της τέχνης τους, να γίνει το μπάτε σκύλοι αλέστε. Μιλούν λοιπόν μέσα από την ίδια τη λογοτεχνική τους γραφή για τη γραφή, σαν να γδύνονται πίσω από κλεισμένες πόρτες. Έχοντας ωστόσο προηγουμένως προσελκύσει το αλλότριο μάτι στην κλειδαρότρυπα.
του Σπύρου Γιανναρά
Στο οπισθόφυλλο της συλλογής διηγημάτων Νοέμβριος, ο Σκαμπαρδώνης σκιαγραφεί εν είδη μικροδιηγήματος ένα πορτρέτο του συγγραφέα· έναν λογοτεχνικό, εικονολογικό δηλαδή ορισμό του ανθρώπου που ξαναπλάθει τον κόσμο στο μισοΰπνι του. Το μότο της συλλογής, αντλημένο απ’ το Περί Θείων Ονομάτων του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, είναι ένα έκτοπο εδάφιο το οποίο εκ μεταθέσεως και μόνο μεταβάλλεται από περιγραφικό των θείων ιδιοτήτων, σε έναν ιδιοφυή ορισμό του διηγήματος. Το δε εναρκτήριο διήγημα της συλλογής Ντεπό, με τίτλο «Ένα κοπαδάκι αθερίνες» είναι μια καταφανής μεταφορά του εύθραυστου μυστηρίου της συγγραφής. Ένα κείμενο για τον τρόπο με τον οποίο ο λογοτέχνης θεάται τον κόσμο, μετατρέποντας με το βλέμμα και τη σκέψη του κατά το δοκούν, την αθερίνα σε Μόμπυ Ντικ και τους τουρίστες σε σαρδέλες.
Η θέα και ο τρόπος με τον οποίο θεάται ο συγγραφέας τον κόσμο είναι νομίζω ο συνεκτικός άξονας που μετατρέπει τα δεκαοκτώ αυτοτελή κείμενα του Λεωφορείου σε ενιαίο λογοτεχνικό έργο, δηλαδή σε βιβλίο. Η αφορμή του βιβλίου, όπως και κάθε σχεδόν λογοτεχνικού κειμένου είναι ο ίδιος ο τόπος, η γενέτειρα εν προκειμένω του συγγραφέα, το απτό σημείο απ’ το οποίο αφορμάται για να αναπτύξει μια ιστορία μέσα στον χρόνο. Όμως το έναυσμα, το προσάναμμα που βάζει φωτιά στην αφορμή, είναι κάτι βαθύτερο· δεν ξεχωρίζουν εύκολα, όπως δεν ξεχωρίζει το εύφλεκτο υγρό απ’ το φλεγόμενο υλικό την ώρα της καύσης. Αν όμως η Θεσσαλονίκη αποτελεί την αφορμή του Λεωφορείου, η λογοτεχνική αυτοβιογραφία συνιστά το έναυσμα του.
Όμως αυτό δεν γίνεται, όπως είπαμε, φόρα παρτίδα, αλλά με τους κρυπτικούς όρους του Σκαμπαρδώνη. Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας μιλάει και πάλι δι εσόπτρου εν αινίγματι. Η γενέτειρά του, είναι με άλλα λόγια ο καθρέφτης πάνω στον οποίο καθρεφτίζεται η ζωή του. Εξ ου και στην εναρκτήρια φράση μας προειδοποιεί ότι «το βιβλίο αυτό είναι μια ελλειπτική βιογραφο-μυθολογία». Όπως και στα προηγούμενα γραπτά του, όπου παντρεύει το λογοτεχνικό είδος με το λογοτεχνικό σχόλιο πάνω στο είδος, το διήγημα με τον προσδιορισμό του και τη λογοτεχνική γραφή με την περιγραφή της, έτσι και τώρα ο Σκαμπαρδώνης δεν ξεκινάει να γράψει μια τυπική αυτοβιογραφία από κυήσεως μέχρι οριστικής κοιμήσεως, από γενετή μέχρι τελευτή, αλλά αποφασίζει να σεργιανήσει τον εαυτό του στην πόλη του, καλύπτοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος του βίου του και των βίων της πόλης. «Πρόκειται για μια διαδρομή-αναδρομή εμπειριών, φαντασιώσεων και επινοήσεων», επισημαίνει προτού αναρωτηθεί την κατεξοχήν ρητορική ερώτηση κάθε λογοτέχνη: «Μήπως είμαι ψευδομάρτυρας του εαυτού μου;» Μια ερώτηση ορισμός του λογοτεχνικού είδους της αυτοβιογραφίας.
Ο Σκαμπαρδώνης χρησιμοποιεί τη κυριολεκτική μεταφορά του συγγραφέα με λεωφορείο ως λογοτεχνική μεταφορά της ίδιας της ζωής. Ολόκληρο το λεξικολογικό πεδίο των όρων που αφορούν το συγκεκριμένο Μέσο Μαζικής Μεταφοράς όπως άκομψα και κακόηχα αποδίδεται σήμερα, χρησιμοποιείται με τη διττή κυριολεκτική και μεταφορική σημασία του στο βιβλίο. Έτσι η Αφετηρία του λεωφορείου απηχεί την απαρχή του βίου, το Τέρμα, την τελευτή και η Στάση, την πέρα από την προσωρινή διακοπή της πορείας, οντολογική συνθήκη του λογοτέχνη. Του ανθρώπου που στέκεται απέναντι απ’ τον κόσμο· του ανθρώπου που εξακολουθεί να άνω θρώσκει, να θεάται τον κόσμο και εν συνεχεία καταγράφει τον παλμό και τον ρυθμό του, την ιδιαίτερη μουσική του. Οι τόποι έχουν τη μουσική τους όπως και τα κείμενα. Γι’ αυτό και οι γεροί συγγραφείς των παλληκαρήσιων γραψιμάτων υπογραμμίζουν πολύ συχνά τη μουσική των βιβλίων τους. Εν προκειμένω, κάθε στάση σε διαφορετικό χώρο και χρόνο της συμπρωτεύουσας αποδίδει έναν άλλον ή ενίοτε έναν επαναλαμβανόμενο παλμό και ρυθμό, μετατρέποντας το Λεωφορείο σε ένα μελαγχολικό τσιτσάνειο τραγούδι της ξενιτιάς.
«Μήπως είμαστε ένα αμετάφραστο λογοπαίγνιο σε μια γλώσσα που δεν υπάρχει;» Ο Σκαμπαρδώνης προεκτείνει την ιδρυτική κατά τον Ντελέζ συνθήκη του συγγραφέα, του ανθρώπου που είναι σαν ξένος μέσα στην ίδια του τη γλώσσα, την οποία ανακαλύπτει ή εφευρίσκει σε κάθε κείμενο από την αρχή, περιδιαβαίνοντας βαρυκαρδισμένος την πόλη του και καταγράφοντας ένα ανάμεικτο αίσθημα οικειότητας κι ανοικειότητας σε κάθε του σχεδόν βήμα. Εν ολίγοις, αντιλαμβάνεται ανά πάσα στιγμή τον εαυτό του ως οικείο και ξένο στον ίδιο τόπο. Από όπου προκύπτει, νομίζω, και η αντίρροπη ταυτότητα του φυγάνθρωπου και συναγελαστικού που τον συνέχει. Γιατί σε αυτόν τον μυθοπλαστικό αυτοβιογραφικό περίπατο στους χιλιοπερπατημένους δρόμους, ανάμεσα στη μυρμηγκιά των ανθρώπων του παρόντος και τα λατρεμένα πρόσωπα του παρελθόντος, ο Σκαμπαρδώνης δεν παρουσιάζεται ως ο χαρακτηριστικός πλάνητας, ως ο flâneur που ανακαλύπτει μαζί με τον θεατή/αναγνώστη την πόλη.
Δεν ομιλεί ως ταξιδιώτης που αλλάζει με το ταξίδι, αλλά ως ήδη αλλαγμένος εαυτός, ως ένας νέος Ισμαήλ που απευθύνεται στον αναγνώστη από τα έσχατα, δηλαδή από το τέλος της γραφής. Το σκαμπαρδώνειο ιδρυτικό «Λέγε με Ισμαήλ» δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά ολάκερο το συγγραφικό του έργο, ολόκληρο τον βίο του. Και δεν είναι δυο λέξεις μονάχα, αλλά μια κατεξοχήν σκαμπαρδώνεια πρόταση: «είμαι η σκιά του τρίποδα και του φωτογράφου μέσα στη φωτογραφία, λόγω ότι το φλας με χτυπάει από πίσω».
Κάθε μια από τις δεκαεννέα Στάσεις της διαδρομής του λεωφορείου με τον αριθμό 10, από την αφετηρία στη Χαριλάου μέχρι τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, μπορεί να διαβαστεί σαν ένα ιδιότυπο αυτόνομο διήγημα ―και όλο το βιβλίο ως μια συλλογή διηγημάτων. Κάθε κεφάλαιο είναι ένα διήγημα συντεθειμένο από ένα μωσαϊκό ιστοριών, ψηφίδες αλησμόνητων πορτρέτων και απίθανων περιστατικών χαμένων στο ημίφως των θρύλων και των μύθων της Θεσσαλονίκης. «Ένας κόσμος ολόκληρος, βυθισμένος στα άφεγγα μέρη του εαυτού μου». Ο Σκαμπαρδώνης μνημονεύει διασώζοντας από τη λήθη όλους τους αμνημόνευτους που έχει διασώσει εντός του, έχοντας διαρκώς κατά νου πως ο πανοραμικός πίνακας της πόλης ή του εκάστοτε βίου θα παραμένει ες αεί λειψός και τρύπιος όπως η ανθρώπινη μνήμη. Γεμάτος τρύπες απ’ τις καταστάσεις και τις ιστορίες που χάθηκαν χωρίς κανείς να τις αφηγηθεί. Οι λησμονημένες ιστορίες τον κατατρύχουν σαν τις Ερινύες : «Μας κυνηγούν οι ιστορίες και οι περισσότερες δεν μπορούν να μας πιάσουν», όπως λέει. Οι τρύπες της μνήμης αποκαλύπτουν τη γύμνια μας.
Ο συγγραφέας είναι υπ’ αυτή την έννοια, πάντοτε γυμνός, απογυμνωμένος ακόμη κι απ’ τη βασιλική αφέλεια της ασφάλειας του τίτλου του, καθώς τη φτώχεια γράφοντας μαθαίνει της γραφής. Αλλά και της ίδιας του της ζωής. Την ώρα που κάθεται να κάνει ταμείο βρίσκει τις τσέπες του γεμάτες θραύσματα, ξέφτια και θολές εικόνες. Διαθέτει όμως το άλλοτε θείο δώρο του πολλαπλασιασμού των άρτων, ξέρει να αυγατίζει το ολιγοζώητο της ζωής, μετατρέποντας τα θραύσματα της μνήμης σε αδιάπτωτη ιστορία, τρέφοντας πεντακισχιλίους πεινασμένους αναγνώστες. Με τα ψιχία της μνήμης μας δείχνει πώς έγινε ο πεντάστερος ενίοτε μαχαλάς πόλη, ανασταίνοντας συνάμα τους πολύφερνους πωλητές και τους ποιητές της, τα αλάνια και τα σαλόνια της. Ως συγγραφέας ο Σκαμπαρδώνης μετέχει των πάντων και δεν ανήκει κανενός. Είναι αξεδιάλυτα με τους μπαρόβιους, τους σκυλόβιους, αλλά και τους λόγιους. Μεγαλώνει με όλες τις στερήσεις του φτωχόπαιδου και το προνόμιο του ιδιωτικού σχολείου. Συναγελάζεται κι ενίοτε ανήκει και στους ανθρώπους του σωματικού, αλλά και του πνευματικού μόχθου, και στους ρεπόρτερ αλλά και στους λογοτέχνες, και στους υπαλλήλους αλλά και στους διευθυντές. Είναι ένα κράμα αντίθετων υλικών ή όπως συχνά συμβαίνει με τους λόγιους ένας βαθιά διχασμένος άνθρωπος: πολύ χειρώνακτας με τους διανοούμενους και πολύ διανοούμενος με τους χειρώνακτες.
Απ’ τα πιο θελκτικά κομμάτια του βιβλίου είναι εκείνα στα όποια ψηλαφούμε τη σταδιακή επώαση του συγγραφέα. Του ανθρώπου που μετατρέπει τον νεανικό αυτοσκοπό της περιπλάνησης, της αλητείας και του αλκοόλ σε μέσο για τη χάλκευση ιστοριών. Τον νεαρό που ξεκοκαλίζει τα βιβλία και ξεροσταλιάζει περιμένοντας να αντικρίσει από μακριά τον ποιητή. Τον φοιτητή που καταγράφει τα πάντα αδηφάγα στη μνήμη περιμένοντας την ώρα που θα καταφέρει να γράψει κάτι ανεκτό. Τον αδέξιο ακόμη γραφιά που αντιλαμβάνεται την παραμικρή εμπειρία ζωής, ερωτική, εργασιακή, ονειρική ως πρώτη ύλη και μόνο της γραφής. Ο κόπος και ο χρόνος, το καλλιεργημένο δηλαδή τάλαντο δίνει καρπούς, αλλά κι «ένα ‘εντός’ που αλλοιώνεται συνέχεια, καταχράται μνήμες, συγχέεται και φθίνει».
Μαζί με την διαρκή αναδίφηση της μνήμης και την αέναη προσπάθεια αποτύπωσης του ίχνους του χρόνου, – «αν ήμουν τετράποδος, οι λέξεις μου θα έπρεπε να λογαριαστούν ως ίχνη μιας πέμπτης οπλής», μας λέει κόβοντας εισιτήριο στην αρχή της διαδρομής –έρχεται και η συναίσθηση των ορίων του χρόνου. Μιλώντας, όπως προείπαμε, ως άλλος Ισμαήλ, από το τέλος δηλαδή της διαδρομής του λεωφορείου, επιχειρώντας διαρκείς αναδρομές στο απώτερο και απώτατο παρελθόν, ανάλογες με τις παράτολμες βουτιές του ψαροντουφεκά στον αθέατο βυθό, εύλογα στρέφει κάποια στιγμή τη ματιά του και προς το μέλλον. Ως την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά κάθε είδους βιογραφίας ή αυτοβιογραφίας, όσο μυθοπλαστικό κι αν είναι το περιεχόμενό της. Ενώ οι ιστορίες, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα μένουν συνήθως ανοιχτά παραδίδοντας τον ήρωα στις αγκάλες του μέλλοντος, η βιογραφία δεν μπορεί να αποφύγει το αναπόδραστο τέλος του. Γι’ αυτό και το Λεωφορείο είναι το πιο θανατόδαρτο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ο συγγραφέας στέκεται στη Στάση του και θεάται τον κόσμο με την αστραφτερή του ματιά, όμως βλέπει και τα κοσμοβριθή τρένα των γενεών να περνούν, αναρωτώμενος πόσο ακόμη θα αντέξει προτού του κάνει ο Θεός την αναπάντητη. Την ίδια όμως στιγμή βρίσκει απάντηση κι αποκούμπι μέσα στην ίδια τη γραφή. Η ξέφρενη συγγραφική του φαντασία τον βγάζει απ’ το δυνητικό αδιέξοδο: έχοντας υπηρετήσει, υμνήσει και δοξάσει τη γλώσσα όσο ελάχιστοι, εκείνη του προσφέρει τον πιο παραμυθένιο θάνατο, τον θάνατο του παραμυθά που δεν πεθαίνει ποτέ αλλά αναλαμβάνεται εντός του λεωφορείου, αυτοσυνοδευόμενος όπως λέει, ως άλλος Προφήτης Ηλίας με το πύρινο άρμα του στον ουρανό.
Ο άνθρωπος που αποθησαυρίζει τις πιο απίθανες αλλότριες ιστορίες, αλιεύοντας μέσα από τα θολά νερά του θρύλου και της Ιστορίας με Ι κεφαλαίο, επιφυλάσσει το πιο θρυλικό τέλος στον ίδιο του τον εαυτό. Για να ξεπεζέψει ευθύς αμέσως περνώντας από το κωμικό στο πεδίο του πραγματικού. Στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. «Θ’ αντέξω όσο ένας φακός που ξεχάστηκε αναμμένος, θ’ αντέξω μηρυκάζοντας στιγμές από την πρώτη μας συνάντηση στο μπαρ «ALEA». Το σπάραγμα και το συντρίμμι της εμπειρίας, η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας και αυτού εδώ του βιβλίου συνιστά νομίζω συνάμα και την απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα για τη φύση του πραγματικού μετά τη παρέλευση του εκάστοτε παρόντος. Προσωπικού ή ιστορικού που διατρέχει το βιβλίο. Αυτό που απομένει είναι οι θρυμματισμένες αναμνήσεις της αγάπης μας, των αγαπημένων μας ανθρώπων και τόπων, αλλά και τα έργα των χειρών μας. Το κείμενο, το ίχνος της διέλευσης του λογοτέχνη από τον κόσμο αλλά και το ίχνος της εποχής και των συγχρόνων του, είναι εν τέλει αυτό που μετουσιώνει το θραύσμα σε παρουσία. Ή αλλιώς με τα λόγια του ίδιου του Γιώργου Σκαμπαρδώνη: «Πού είναι, που είναι κρυμμένη η ψυχή μας ρε παιδιά;»