του Κωνσταντίνου Πουλή

Στον Φιλοκτήτη ο Οδυσσέας ζητάει από τον Νεοπτόλεμο να απαρνηθεί για λίγο την ηρωική του φύση, να μετέλθει δόλο, που είναι ένα κατ’ εξοχήν αντιηρωικό χαρακτηριστικό, και να επιστρέψει αργότερα στην κανονική του ηθική. Του λέει ότι η νίκη είναι γλυκιά, λοιπόν ας του παραδοθεί για μία μέρα, χωρίς αιδώ, και μετά για την υπόλοιπη ζωή του να ξαναγίνει ο ευσεβέστερος των θνητών (81-85). Ο Νεοπτόλεμος αποφασίζει να μην το κάνει, και ευτυχώς. Γιατί, όπως κατάλαβε ο Νεοπτόλεμος και δεν κατάλαβε ο Τσίπρας, αυτά δεν γίνονται για λίγο. Δεν γίνεται να επιστρέψεις εκεί που ήσουν. Είναι -πώς να το πω;- σαν το ευρώ. Άμα βγεις δεν ξαναμπαίνεις.

Ο Τσίπρας αυτή τη στιγμή αναλαμβάνει να κάνει κάτι που θα συνιστά όνειδος για την Αριστερά για δεκαετίες. Δεν ηττάται απλώς, δέχεται να υπηρετήσει ο ίδιος τις χειρότερες επιδιώξεις των μέχρι χθες αντιπάλων του. Δεν νιώθει τα γλοιώδη φιλικά χαμόγελά τους; Δεν ανατριχιάζει με τους επαίνους τους; Η μνημονιακή Ελλάδα και ενίοτε και η Ευρώπη όχι μόνο συγχαίρει τον Τσίπρα, αλλά εξηγεί, όπως ο Σουλτς, ότι ο Τσίπρας είναι ο μόνος που μπορεί να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις!

Αυτό είναι το κλειδί της περιόδου που διανύουμε. Καθόλου εκδικητική δεν είναι η συνθήκη αυτή. Αντιθέτως, αναγνωρίζει ότι ο Τσίπρας είναι ο μόνος πολιτικός που έχει ακόμη το πολιτικό κεφάλαιο να μπορεί να απευθυνθεί στους πολίτες και να τον ακούν, δηλαδή ο μόνος που μπορεί να επιβάλει έστω για λίγο πολιτική λιτότητας. Αυτό οφείλεται στη δικαιολογημένη αποστροφή των ψηφοφόρων για τους προηγούμενους. Το ερώτημα είναι: ο Τσίπρας δεν καταλαβαίνει ότι αυτό το κεφάλαιο καταναλώνεται πάρα πολύ γρήγορα; Μέρα τη μέρα, ψέμα το ψέμα. Η ασύλληπτη κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος, η γελοιοποίηση του αποτελέσματος, δεν καταλαβαίνει ότι είναι ωρολογιακή βόμβα;

Αυτή τη στιγμή παρακολουθούμε την προσπάθεια του μηντιακού-πολιτικού κατεστημένου να υπερασπιστεί τον Τσίπρα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβεις πώς γίνεται, γιατί είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι, που λένε κάτι μόνο όταν το πιστεύουν. Αν είσαι όμως επαγγελματίας του δημόσιου βίου, μπορείς κάλλιστα να λες άλλα τη μία μέρα και άλλα την επομένη, ως «νοικιασμένη συνείδηση». Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίον ο Παπαχελάς, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, ο Άδωνης Γεωργιάδης και οι όμοιοί του εκθειάζουν τον Τσίπρα. Όπως είπε ο Αρίστος Δοξιάδης: «Σήμερα υποστηρίζω τον Αλέξη Τσίπρα. Με τεράστια καθυστέρηση κατάλαβε πώς γίνεται μια διαπραγμάτευση, πήρε το κόστος, και την έκλεισε. Μόνο αυτός μπορεί τώρα να περάσει τα βασικά μέτρα στο εσωτερικό».

Είναι τραγική ειρωνεία: ο Τσίπρας θα είναι το όχημα με το οποίο θα περάσουν όλα τα μέτρα που τόσον καιρό κατήγγελλε. Όχι μόνο επειδή έχασε, αλλά επειδή θα τα υπηρετήσει. Και θα το κάνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, γιατί ο ίδιος συμβολίζει με τη μεταστροφή του αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαν τα αφεντικά να δειχθεί: ότι οι επιδιώξεις του είναι φαντασιοπληξίες. Και δεν εννοώ τώρα τη διαπραγμάτευση εντός ευρώ. Εννοώ πολύ πρακτικά ζητήματα, όπως οι συλλογικές συμβάσεις, το αφορολόγητο, ο βασικός μισθός, η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας. Τους ακούς να επιχαίρουν και φαντάζεσαι όλο το ρεύμα της περαιτέρω απορρύθμισης, για το οποίο οι ορδές των γραβατωμένων «εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου» που περνάνε από τον σκάι (αυτοί που στο τσακίρ κέφι διορθώνουν και λίγο τον Στίγκλιτς και τον αποκαλούν ηλίθιο) αναφωνούν: «επιτέλους, χωρίς ιδεοληψίες».

Κάποιοι μιλούν για ηττοπάθεια ή θυματοποίηση της Αριστεράς, θεωρούν ότι πρόκειται για το σύνδρομο να μπορείς να μιλάς μόνο εκ τους ασφαλούς, ως αιώνια αντιπολίτευση. Δεν καταλαβαίνουν ότι η πιθανή ήττα είναι το τίμημα του να έχεις αρχές. Δηλαδή να χάνεις ή να κερδίζεις, αλλά η πορεία σου να εξαρτάται από τη μοίρα αυτών των αρχών. Να συνδέεις υπαρξιακά τη ζωή σου με κάποιες ιδέες, είτε αυτές είναι θαμμένες σε κάποια γωνιά της κοινωνικής ζωής είτε για μια στιγμή έρχονται στο προσκήνιο. Ο μόνος που δεν ηττάται ποτέ είναι αυτός που τρέχει στη ζεστή αγκαλίτσα της πλειοψηφίας, ό,τι και να γίνει.

Η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δεν είχε την αξιοπρέπεια να ηττηθεί. (Ορίστε μια άλλη εκδοχή της αξιοπρέπειας!) Δεν είπε ότι «αυτό δεν είμαι εγώ». Γιατί προφανώς η συνεπής στάση, που θα την προστάτευε από τη γελοιοποίηση στα μάτια των ανθρώπων που κατηγορούσε τόσον καιρό, θα ήταν να πει: αποτύχαμε. Αυτή η προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία για να κάνει τον Σαμαρά στη θέση του Σαμαρά είναι προσβλητική για το ήθος της. Έντιμη στάση είναι να λες πως βρίσκεσαι εκεί για να κάνεις κάτι συγκεκριμένο. Αν δεν είναι αυτό, φεύγεις. Η ιδέα ότι «θα εφαρμόσω τις πολιτικές των άλλων αλλά θα είμαι καλύτερος», είναι απροκάλυπτος πασοκισμός.

Πώς να πειστεί κανείς ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν βαραίνει απλώς η επιθυμία για αξιώματα; Διαβάζουμε στην Αυγή ότι πρέπει να καθαρίσει το τοπίο από τους αντιφρονούντες, ακούμε και τον Σταθάκη με τον Παπαδημούλη να μας νουθετούν για τις παραιτήσεις, προφανώς υπάρχει το πολιτικό προσωπικό για μια τέτοια μεταστροφή. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά γίνονται ως δήθεν τακτική κίνηση από τους πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που καθίστανται τα αφελή πιόνια όλου του κατεστημένου που στήριξε τα μνημόνια.

Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις σε ρωτούν ποια είναι η εναλλακτική λύση. Το υπονοούμενο επιχείρημα είναι ότι εσύ θα κρύβεσαι άνετα πίσω από το δίκιο σου με κάποια μειοψηφία, και αυτοί θα βγάζουν το φίδι από την τρύπα. Αυτό ακριβώς εννοώ, και μου φαίνεται μια χαρά. Να εξηγήσω γιατί. Η πρότασή μου είναι να κάνει ο καθένας αυτό που πιστεύει και να κρίνεται γι’ αυτό. Η ιδέα ότι «αφού κάποιος θα το κάνει έτσι κι αλλιώς δεν πειράζει να το κάνω εγώ, που θα είμαι και πιο ήπιος», έχει ως έσχατη συνέπεια να μην έχουν καμία σημασία οι απόψεις, γιατί όλοι θα επιδιώκουν απλώς να είναι στα πράγματα, χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα ως ρητορικά όπλα για να φτιάχνονται τα στρατόπεδα και οι συμμαχίες που θα τους οδηγήσουν στην εξουσία. Αυτό λέω να μην το κάνει η Αριστερά, ας είναι και η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει τώρα είναι να μην παραδώσει την πολιτική του αξιοπιστία, ό,τι έχει απομείνει δηλαδή, στους χειρότερους αντιπάλους του για να την εκμεταλλευτούν. Με την ταχύτητα που τρέχουν τα πράγματα, θα έχει γίνει ΠΑΣΟΚ και μετά ΔΗΜΑΡ σε μήνες.

Σε ποιον απευθύνεται αυτή η έκκληση; Προφανώς όχι στον Τσίπρα, το κείμενο αυτό δεν ανήκει στο δοκιμιακό είδος της «Ανοιχτής επιστολής προς τον πρωθυπουργό». Είναι μόνο μια προσπάθεια να ξεκαθαρίζει το τοπίο από στρεβλώσεις, προπαγάνδα και ανειλικρίνεια, τουλάχιστον για τους καλόπιστους. Ταπεινή προσφορά για τέτοιους καιρούς, αλλά φοβάμαι ότι τη χρειαζόμαστε.