Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία της Αιγύπτου, δεν είναι άξια απορίας η τωρινή προσπάθεια του Προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2034. Και η αντίδραση των ΗΠΑ και της Ευρώπης στην υφαρπαγή της εξουσίας από τον Σίσι είναι μια ένδειξη ότι η Δύση δεν έχει εγκαταλείψει την νοοτροπία της σιωπηρής υποστήριξης απολυταρχικών αραβικών καθεστώτων ως εγγύηση της σταθερότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate.

Τον περασμένο μήνα, το κοινοβούλιο της Αιγύπτου ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία σχέδια συνταγματικών αλλαγών που θα επιτρέπουν στον Πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι να παραμείνει στη θέση του μέχρι το 2034. Και η Δύση, σταθερή πάντα στην άποψη της εδραίωσης της πολιτικής σταθερότητας και στη διατήρηση της πρόσβασης της σε προσοδοφόρες αγορές όπλων είναι πρόθυμη να το αφήσει να συμβεί.

Η τροποποίηση του άρθρου 140 του Συντάγματος του 2014, η οποία εγκρίθηκε από 485 βουλευτές από ένα σύνολο 596 βουλευτών, επεκτείνει τις δύο επιτρεπόμενες προεδρικές θητείες από 4 χρόνια σε 6 χρόνια την καθεμία και επιτρέπει στον Σίσι να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για ακόμα δύο θητείες μετά το πέρας της τωρινής του θητείας, η οποία λήγει το 2022. Το κοινοβούλιο θα τη θέσει σε δεύτερη ψηφοφορία εντός 60 ημερών. Έπειτα η απόφαση θα πρέπει να επικυρωθεί με δημοψήφισμα.

Η επιθυμία του Σίσι να παραμείνει πρόεδρος δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Φυσικά έδειξε ταπεινότητα κατά την άφιξη του στην εξουσία. Σε μια συνέντευξη στο 2013 ισχυρίστηκε ότι «δεν πασχίζει για την εξουσία». Το 2017 ορκίστηκε ότι «δεν είμαι υπέρ καμιάς τροποποίησης του συντάγματος… όποιος κάθεται στη θέση του προέδρου δε θα μπορεί να παραμένει σε αυτή μετά τη λήξη της θητείας που του επιτρέπει ο νόμος και το σύνταγμα». Παρομοίως, στην πρώτη του ομιλία στο κοινοβούλιο το 1981, ο Χόσνι Μουμπάρακ, ο οποίος εκδιώχθηκε στην Αραβική Άνοιξη του 2011, αφού είχε μείνει προσκολλημένος στη θέση του για 30 χρόνια, είχε πει «Μάρτυς μου ο Θεός, ότι ποτέ δεν ονειρεύτηκα αυτή τη δουλειά».   

Στη χώρα των φαραώ, οι πρόεδροι τείνουν να σαγηνεύονται τελικά από μύθους πλασάροντας τη μακροζωία τους, το αλάθητό τους ακόμα και το θεϊκά εκπορευόμενο δικαίωμά τους για εξουσία. Ο Μουμπάρακ επέδειξε αυτή τη νοοτροπία το 2003, για παράδειγμα, όταν ένας συγγραφέας τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια ότι η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να πείσει τον ιρακινό δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν να παραιτηθεί, για να αποτραπεί μια αμερικανική εισβολή. «Αδύνατο!», δήλωσε ο Μουμπάρακ, «Κανένας πρόεδρος δεν παραιτείται ποτέ».

Όσον αφορά τον Σίσι, οι μεσαιωνικές προθέσεις του αποκαλύφθηκαν σε  ηχογραφημένες διαρροές, όπου δήλωνε ότι ο πρώην πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ τον ενημέρωσε σε ένα όνειρο ότι θα γινόταν πρόεδρος. Σε ένα άλλο όνειρο, ο Σίσι φέρεται να ακούει μια φωνή του υπόσχεται: «Θα σας δώσουμε αυτό που έχουμε δεν έχουμε δώσει σε κανέναν άλλο».

Οι Δυτικοί μπορεί να χλευάζουν τέτοιους ισχυρισμούς, αλλά οι Αιγύπτιοι τους παίρνουν πολύ σοβαρά. Στην ιουδαϊκή-ισλαμική παράδοση, τα όνειρα θεωρούνται ένα είδος ήπιας προφητείας. Στο βιβλίο της Γένεσης, ο Ιωσήφ έσωσε την Αίγυπτο από την πείνα και την ξηρασία, διερμηνεύοντας το αυθεντικό νόημα των ονείρων του Φαραώ.

Ωστόσο, η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης του Σίσι δεν καθορίστηκε από ένα όνειρο, αλλά από τις πολιτικές συνθήκες. Η κοινωνικοοικονομική αναταραχή που προκάλεσε η εξέγερση του 2011 πλέον καταλαγιάζει. Μετά από αρκετά χρόνια οικονομικής ανάπτυξης, που ελάχιστα συνέχισε (αν υπήρξε και καθόλου ανάπτυξη) με την αύξηση του πληθυσμού, η οικονομία εμφάνισε ανάπτυξη κατά 5,3% στο οικονομικό έτος που έληξε τον περασμένο Ιούνιο.

Επιπλέον, ένα πρόγραμμα λιτότητας επιβεβλημένο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο απαιτούσε να μειωθούν οι επιδοτήσεις ενέργειας και τροφίμων, παρά την πτώση των εισοδημάτων, φτάνει στο τέλος του. Καθώς θα χαλαρώνει, μειώνονται και οι πιθανότητες διαμαρτυριών λόγω οικονομικών δυσχερειών. Ήδη οι εργατικές και φοιτητικές διαδηλώσεις έχουν μειωθεί, εξαιτίας της λήψης αυστηρών μέτρων από τις υπηρεσίες ασφαλείας και της έλλειψης υποστήριξης από άλλα τμήματα της κοινωνίας. Και παρόλο που η δομή της εξουσίας της Αιγύπτου είναι αδιαφανής, οι συχνές στρατιωτικές εκκαθαρίσεις και οι εκκαθαρίσεις των υπηρεσιών ασφαλείας υποδηλώνουν ότι ο Σίσι έχει υπογείως εδραιώσει τη θέση του.
  
Τα διαπιστευτήρια για την εξωτερική πολιτική του Σίσι έλαβαν επίσης πρόσφατα μια πολύ αναγκαία ώθηση (χωρίς βέβαια να την αξίζουν) από την παύση της κατασκευής του φράγματος της Μεγάλης Αιθιοπικής Αναγέννησης στον Νείλο, τον μεγαλύτερο ποταμό της Αφρικής. Η Αιθιοπία ξεκίνησε αυτό το έργο για τη αντιμετώπιση των εγχώριων και περιφερειακών ελλείψεων σε ενέργεια. Αλλά η Αίγυπτος, η οποία έχει μόλις 51 χιλιοστά βροχόπτωσης ετησίως, δηλαδή το χαμηλότερο ποσό βροχόπτωσης στον κόσμο, εξαρτάται από τον Νείλο για την υδροδότησή της, η οποία υδροδότηση υπολογίζεται ότι θα μειωνόταν κατά ένα 10% ετησίως, καθώς γεμίζει η δεξαμενή του φράγματος.

Αν και οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν να κατευνάσουν τις αιγυπτιακές ανησυχίες, το κατάφεραν οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Αιθιοπία. Η εκλογή νέου πρωθυπουργού, ο οποίος επικεντρώνεται περισσότερο στην προώθηση εκτεταμένων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και στην εξάλειψη της διαφθοράς παρά στην κατασκευή ενός φράγματος – μαζί με τη χρηματοδότηση ελλείψεων και ελαττωματικές ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες –  έθεσαν το έργο ουσιαστικά σε αναστολή. Τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης της Αιγύπτου παρουσιάζουν την εξέλιξη αυτή ως παράδειγμα της διορατικότητας του Σίσι.

Στις σχέσεις του με τη Δύση, όμως, ο Σίσι έχει επιδείξει πραγματική διορατικότητα. Σε αντίθεση με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επιδόθηκε σε έναν πόλεμο δηλώσεων με τον Αμερικανό ομόλογό του, Ντόναλντ Τραμπ, προτού απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον, ο Σίσι απελευθέρωσε ήσυχα έναν Αμερικανό υπάλληλο ανθρωπιστικής βοήθειας, τον Άϊα Χιτζάζι, ο οποίος είχε φυλακιστεί για τρία χρόνια λόγω ψευδών κατηγοριών. Εκτός αυτού, το εμπορικό πλεόνασμα της Αμερικής με την Αίγυπτο, το οποίο ανήλθε σε 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, κάνει τον Τραμπ κάτι περισσότερο από χαρούμενο με τον Σίσι. Αυτό έχει αμβλύνει την επιρροή του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, περιορίζοντας έτσι κάθε πιθανή αντίδραση κατά της προτεινόμενης συνταγματικής αναθεώρησης.

Όσον αφορά την Ευρώπη, πέραν της υποκριτικής υπεράσπισης μέσω δηλώσεων περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ηγέτες της ανησυχούν πολύ περισσότερο για την αποτροπή της άφιξης μεταναστών στις ακτές τους, στηρίζοντας ένα προπύργιο κατά της τρομοκρατίας και πουλώντας στρατιωτικά προϊόντα στο εξωτερικό, παρά για την καταστολή διαδηλώσεων σε μακρινές χώρες. Όταν ο Σίσι επισκέφθηκε τη Γαλλία τον Οκτώβριο του 2017, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε: «Πιστεύω στην κυριαρχία των κρατών και επομένως, όπως δεν δέχομαι να μου κάνουν μαθήματα για το πώς να κυβερνήσω τη χώρα μου, έτσι και εγώ δεν κάνω μαθήματα σε άλλους».

Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Κάιρο τον Ιανουάριο, ο Μακρόν εξέφρασε την ανησυχία του για την καταστολή του Σίσι στους αντιπάλους του ως λόγο υπονόμευσης της σταθερότητας, αλλά υπογράμμισε ότι δεν θα διέκοπτε τις διόδους  διαλόγου με τον Σίσι. Η Αίγυπτος είναι, εξάλλου, ένας σημαντικός στρατηγικός εταίρος της Γαλλίας στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Λιβύης. Από το 2014 έως το 2017, όταν η Αίγυπτος ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος αγοραστής όπλων στον κόσμο, η Γαλλία ήταν ο κύριος προμηθευτής όπλων του Καΐρου (2,4 δισεκατομμύρια δολάρια), ενώ η Γερμανία ήταν τέταρτη με 389 εκατομμύρια δολάρια.

Αυτό που οι δυτικές χώρες αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν επαρκώς είναι ότι οι τζιχαντιστές και οι μετανάστες που τόσο πολύ φοβούνται, επωάζονται από τα αυταρχικά καθεστώτα που οι χώρες τους υποστηρίζουν. Πριν από τα γεγονότα της 9ης Σεπτεμβρίου, πολλοί ανώτεροι ηγέτες της Αλ Κάιντα ήταν Αιγύπτιοι. Και ενώ ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Τζορτζ Μπους υπονόμευσε τον ομόλογό του από την Υεμένη, τον Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ, μια θυγατρική επιθετική οργάνωση της Αλ Κάιντα ρίζωνε στην ίδια χώρα.

Η αντίδραση των ΗΠΑ και της Ευρώπης στην υφαρπαγή της εξουσίας από τον Σίσι είναι μια ένδειξη ότι η Δύση δεν έχει εγκαταλείψει την νοοτροπία της σιωπηρής υποστήριξης απολυταρχικών αραβικών καθεστώτων ως εγγύηση της σταθερότητας. Κάποιες ψευδαισθήσεις πεθαίνουν πραγματικά πολύ δύσκολα.

Ο Μπαράκ Μπάρφι είναι ερευνητής στην οργάνωση New America, όπου ειδικεύεται στις  αραβικοϊσλαμικές σχέσεις.

Μεταφράστηκε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.