Από τη δεκαετία του 1970 η ασταθής παγκόσμια ισορροπία βασίζεται στο λεγόμενο «πετροδολάριο», που σημαίνει την τοποθέτηση των πλεονασμάτων της Σαουδικής Αραβίας στις ΗΠΑ, ώστε, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες έχουν έλλειμμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο και αυξούμενο δημόσιο χρέος, να μπορούν να βασίζονται στο νόμισμά τους ως παγκόσμιο αποθεματικό, και να παραμένουν έτσι υπερδύναμη. Κατά τη διακυβέρνηση του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, όμως, η Κίνα επιχειρεί να αλλάξει τους κανόνες μισό αιώνα μετά την εγκαθίδρυση του πετροδολαρίου και να προωθήσει μια ευρεία αποδολαριοποίηση των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) με όπλο το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος του διεθνούς εμπορίου πετρελαίου θα γίνεται σε ρενμίνμπι ή γουάν.

Το γεγονός αυτό μάλιστα θα συνδυάζεται με παροχή εξοπλισμού στη Σαουδική Αραβία, όπως drones. Ο κινεζικός έλεγχος στην ενέργεια ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες στη Δύση οδηγώντας βραχυπρόθεσμα σε πληθωρισμό και μακροπρόθεσμα σε απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Και την ίδια στιγμή που ο Joseph Biden ακολουθεί την πολιτική ανάσχεσης του προκατόχου του Donald Trump με την απαγόρευση εξαγωγής μικροτσίπ, η Κίνα επιθυμεί περισσότερη παγκοσμιοποίηση και άνοιγμα σε μία νέα διεθνή τάξη.

Το ερώτημα, όμως, είναι αν μπορεί η Κίνα να ασκήσει διεθνή ηγεμονία, αν έχει την απαραίτητη ήπια ισχύ, την ετοιμότητα ή τη θέληση. Αν και η εικόνα της Κίνας στη Δύση είναι αυτή ενός μονολιθικού, ο υψηλός συγκεντρωτισμός επιτρέπει πειραματισμούς σε τοπικό επίπεδο επί σημαντικών οικονομικών ζητημάτων. Πολιτικοί φιλόσοφοι, όπως ο Zhang Weiwei, αναπτύσσουν την έννοια ότι η Κίνα δεν αποτελεί ένα έθνος-κράτος δυτικού τύπου, αλλά ένα πολιτισμικό κράτος με χαρακτήρα μοναδικότητας. Η Κίνα είχε γνωρίσει τον δικό της ουνιβερσαλισμό πριν τη Δύση με την έννοια tianxia, που σημαίνει κατά λέξη την υφήλιο, δηλαδή τον κόσμο υπό τον ουρανό, αν και θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί ως οικουμένη. H τελευταία είχε, βεβαίως, τους δικούς της βαρβάρους που σταματούσε το Σινικό Τείχος. Σε ένα παράξενο υβρίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα παρομοιάζεται με τους ευεργετικούς μονάρχες πριν το 1911, ενώ το άνοιγμα στον καπιταλισμό υποστηρίζεται από μία αναβίωση των διδασκαλιών του κομφουκιανισμού. Στην ουσία η Κίνα στη μακραίωνη ιστορία της είχε γνωρίσει μόλις μία περίοδο χειμερίας νάρκης κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η κομμουνιστική επανάσταση εντάσσεται πλέον σε ένα αφήγημα συνέχειας του «πολιτισμικού έθνους» με την έννοια ότι αφύπνισε την Κίνα στις δυνάμεις της και την εκσυγχρόνισε, ενώ οι μεταρρυθμίσεις του Deng Xiaoping την άνοιξαν στον κόσμο και απελευθέρωσαν την επιχειρηματική δυναμική. Το 1989 η Κίνα απέφυγε τη μοίρα της Σοβιετικής Ένωσης με τη διάλυσή της και πλέον μια ανανεωμένη ιδεολογία κομφουκιανικής εμπνεύσεως τονίζει τη δυνατότητα της ανισότητας, της ιεραρχίας και ενός ορισμένου ελιτισμού που ταιριάζει με τις προκομμουνιστικές παραδόσεις.

Δεν είναι πάντως καθόλου σίγουρο ούτε ότι οι Κινέζοι μπορούν, ούτε ότι θέλουν να διεκδικήσουν μία παγκόσμια ηγεμονία. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες με τη θέση τους δεσπόζουν σε δύο ωκεανούς, η Κίνα έχει μεγάλη δυσκολία να κυριαρχήσει στη θάλασσα, όντας οιονεί αποκλεισμένη από μία σειρά γειτόνων που την υποβλέπουν. Η Κίνα βιώνει έναν μόνιμο διχασμό ανάμεσα στα ανεπτυγμένα παράλιά της και την ενδοχώρα και αυτό οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες κοινωνικές εκρήξεις. Τη στιγμή μάλιστα αυτή η Κίνα παρά τον υπερπληθυσμό της έχει γηράσκοντα πληθυσμό και μεγάλα κόστη για ανάγκες περίθαλψης, ενώ η δεξαμενή εργαζομένων μειώνεται. Για να διατηρήσει την προνομιακή της θέση, η Κίνα αναγκάζεται να συνεχίζει διαρκώς την παραγωγή, επιθυμώντας ακόμη μια οικονομική συνύπαρξη με τις ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που ενισχύει τη Ρωσία, ώστε να αποφύγει την περικύκλωσή της.