του Βασίλη Νάστου

Πέρα από το γεγονός ότι αυτή η αντικειμενικά λανθασμένη πληροφορία – καθώς  το περίφημο «ΟΧΙ» δεν ειπώθηκε ποτέ και ό,τι ειπώθηκε, ειπώθηκε στον Γκράτσι και ποτέ στον Χίτλερ- έχει αποκτήσει στο μυαλό των μαθητών διαστάσεις βέβαιης και αδιαμφισβήτητης γνώσης, απεικονίζεται εδώ ένα πρόβλημα που έχει αποκτήσει ευρείες διαστάσεις και εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στο πώς η πληροφορία, και συγκεκριμένα η ιστορική πληροφορία, μεταδίδεται στο μαθητή από τους θεσμοθετημένους φορείς εκπαίδευσης. Γιατί, για να έχει φτάσει η πλειοψηφία των μαθητών στα 17 της χρόνια να θεωρεί το Μεταξά έναν ασυμβίβαστο ηγέτη, κάτι έχει πάει λάθος.

Σε ένα διάστημα τριών περίπου εβδομάδων, από τις 28 Οκτωβρίου μέχρι και τις 17 Νοεμβρίου, οι εκπαιδευτικές μονάδες της χώρας διοργανώνουν δύο σχετικού περιεχομένου επετειακές εκδηλώσεις, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές και η αμφιλεγόμενη για την αξία της μαθητική παρέλαση. Ωστόσο, μεγάλη κουβέντα χωράει για το περιεχόμενο των εκδηλώσεων αυτών. Ακόμα δε μεγαλύτερη για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται το μάθημα της Ιστορίας και μεταλαμπαδεύεται η όποια «ιστορική γνώση». Αν ρωτήσει κανείς τους μαθητές της χώρας το λόγο για τον οποίο διδάσκονται Ιστορία, οι απαντήσεις που θα λάβει είναι πάνω-κάτω οι ακόλουθες: «Για να μάθουμε ποιοι είμαστε και τι έγινε στο παρελθόν», «για να μάθουμε για τους ήρωες και τις σπουδαίες προσωπικότητες» και «επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται». Και αν η αμφισβήτηση της τελευταίας «ιδιότητάς» της, της επανάληψης, αποτελεί κατ’ εμέ μια εννοιολογική παρερμηνεία, καθώς η ιστορία ως διαδοχή γεγονότων έχει την τάση να κινείται ευθύγραμμα (χωρίς να εννοώ εδώ καμία γραμμικότητα) και η όποια αίσθηση της επανάληψης προκύπτει από τη χρήση μιας συμβατικής ορολογίας που κωδικοποιεί διαφορετικής φύσης και ανεξάρτητα μεταξύ τους γεγονότα, ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας που αποκτά το μάθημα της Ιστορίας –όχι της ίδιας της ιστορίας- και η δυνατότητά της να επιδρά στο φαντασιακό των μαθητών δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Γιατί η πίστη σε μια ανασύσταση του παρελθόντος μπορεί να γεννά ευγενείς και ρομαντικούς συνειρμούς, οι οποίοι, αν μπολιαστούν με την προτυποποίηση μιας προσωπικότητας, νοθεύονται και δύνανται να αποκτήσουν σαφείς ή λανθάνουσες ιδεολογικές προεκτάσεις.

Η ίδια η ανασύσταση του γεγονότος που ορίζουμε «ιστορικό», δηλαδή υπαρκτό, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μια χίμαιρα ή το ιερό δισκοπότηρο της ιστορικής επιστήμης. Μπορεί ο von Ranke να είχε επιχειρηματολογήσει με σθένος υπέρ της δυνατότητας της αντικειμενικής αναπαράστασης του γεγονότος όπως πραγματικά κάποτε συνέβη, ωστόσο η εκάστοτε ιστορική συγγραφή αποτελεί, κατ’ ουσίαν, ένα αποθησαύρισμα αφηγήσεων, υποκειμενικών καταγραφών μιας αντικειμενικής, ως υπαρκτής κατά τη συγχρονία της, πραγματικότητας δρώντων υποκειμένων. Ένα, κατά τον Foucault, διαλεκτικό φαινόμενο που δομεί αόριστα τα κείμενα μίας περιόδου, των περιγραφών και των διαμεσολαβήσεων του παρελθόντος. Η ιστορική γραφή μοιραία υποτάσσεται στο γνωσιακό οπλοστάσιο και την ορολογία του εκάστοτε καταγραφέα της, με υπαρκτό, όμως, το πρόβλημα της αναχρονιστικής και φυσιολογικά υποκειμενικής προσέγγισης. Άλλωστε, σύμφωνα και με τον Ankersmit, οι ιστοριογράφοι, για να περιγράψουν ένα γεγονός, χρησιμοποιούν συμβατικούς όρους, μη συνειδητούς την ώρα της τέλεσης του γεγονότος. Παράλληλα με τη διαπίστωση αυτή, πάντα πρέπει να συνυπολογίζουμε ότι η όποια ιστορική γνώση προκύπτει από την υποκειμενική αντίληψη ενός καταγραφέα με σαφή προθετικότητα και μέσω της ανάδειξης μιας προτεινόμενης, εκ μέρους του, αιτιώδους σχέσης για κάποια μόνο από τα γεγονότα, με τον τρόπο που ο ίδιος αποφάσισε να τα καταγράψει. Αναδεικνύεται έτσι ένα νόημα, προβάλλεται μια ερμηνεία, παρά ένα γεγονός, η οποία είναι πρωτίστως υποκειμενική.

Η ιστορία, λοιπόν, δεν έχει έμφυτο αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να προσεγγιστεί επιστημονικά με τη μεθοδολογική αυστηρότητα των φυσικών επιστημών, καθώς,  επιπλέον της φύσης, σχετίζεται με νοήματα και προθέσεις με υποκείμενο τον άνθρωπο, εξαρτάται από πρόσωπα και πολιτισμικές καταστάσεις μέσα στο χρόνο, οι οποίες κάθε φορά γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο, ανάλογο του ανθρώπινου περιγύρου της εκάστοτε συγχρονίας. Επιδιώκει να απεικονίσει κοινωνίες μιας άλλης εποχής και να τις καταστήσει αντιληπτές. Κάθε κοινωνία, όμως, μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσα από τη μελέτη των μηνυμάτων, των βασικών δομών της ανθρώπινης επικοινωνίας, αλλά και των κυρίαρχων ιδεών που ανήκουν σε αυτήν, που τη διαμορφώνουν κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά. Ωστόσο, αυτά είναι κατανοητά τη στιγμή της ιστορικής τους ύπαρξης ως βιωματικά και ερμηνεύσιμα μαζί. Προϊόντος του χρόνου και με δεδομένη την απώλεια της βιωματικότητας, απομένει μόνο η δευτερογενής ερμηνευτική δυνατότητα, μια «ερμηνεία πάνω στην ερμηνεία». Ταυτόχρονα και η πρωτογενής ερμηνεία είναι πάντα υποκειμενική και αβέβαιη, καθώς η κάθε κοινωνία υπόκειται σε αμέτρητες επιδραστικές παραμέτρους, που εκπορεύονται από  την ανθρώπινη δράση που δεν έχει φύση ντετερμινιστική, αλλά διαθέτει πάντα χώρο για το απρόβλεπτο και το αυθόρμητο, καθιστώντας ανεδαφικό ένα γραμμικό σύστημα αιτίων και αποτελεσμάτων. Η ιστορική αφήγηση, λοιπόν, επιδιώκει να περιγράψει ένα παρελθόν που ποτέ δεν υπήρξε κοινό και αποδεκτό από το σύνολο της κοινωνίας με μια μόνο μορφή και ερμηνεία. Η ανασύσταση του παρελθόντος, η γνώση του «τι ακριβώς συνέβη» είναι μια επιδίωξη μάλλον αδύνατη για τον άνθρωπο.

Η «ηγετική προσωπικότητα» ήταν πάντα μια βασική persona της εκάστοτε ιστορικής συνθήκης, αλλά και κύρια παράμετρος της ιστορικής ανάλυσης, ειδικά για τους κλασικούς ιστορικούς επιστήμονες, και όχι άδικα. Παρόλο που άλλα ερμηνευτικά εργαλεία απαξιώνουν ή περιορίζουν το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, δεν είναι τυχαία η διάσωση συγκεκριμένων ονομάτων του παρελθόντος. Η προσωπικότητα, όπως και οι μύθοι, ενισχύουν τη φαντασιακή πρόσληψη της ιστορίας, ενώ νομιμοποιούν ηθικά και κοινωνικά σχέσεις εξουσίας, φιλίας και έχθρας. Ταυτόχρονα, ως αμετάβλητα προϊόντα του συλλογικού ασυνείδητου κατά τον Yung, δομούν και την πίστη σε μια ασαφή και αόριστη γραμμή αίματος, η οποία είναι ανύπαρκτη στην ουσία της και επικίνδυνη στην εφαρμογή της. Καθώς η ιστορική αφήγηση είναι υποκειμενική στη φύση της, προκύπτει εύλογος ο προβληματισμός: να διακρίνουμε γιατί κάποιες προσωπικότητες, πέρα από γεγονότα, αναδείχτηκαν, ενώ άλλες έπεσαν στην αφάνεια. Αν πίσω από αυτή την επικράτηση υπήρχε μια στοιχειώδης, έστω, αντικειμενικότητα ή μια λανθάνουσα σκοπιμότητα. Άλλωστε, η επιλογή του προβαλλόμενου ιστορικού υλικού δεν είναι σχεδόν ποτέ ανεξάρτητη από τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης μιας κοινωνίας. Και, αν για την επιδραστική δύναμη πολλών ατόμων στο πέρασμα των ετών δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφισβήτηση (άλλωστε ο Χίτλερ υπήρξε ίσως η ενσάρκωση της πιο δαιμονικής επιρροής), σκεπτικισμός μπορεί να εκφραστεί για τη σκοπιμότητα του εκάστοτε αποδιδόμενου αξιολογικού χαρακτηρισμού στις προσωπικότητες αυτές. Αν θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε για τους ήρωες και τις μεγάλες προσωπικότητες, καλό θα είναι να μην αποκρύβουμε σκόπιμα σημαντικές και αναντίρρητες πτυχές αυτών από τα μάτια των μαθητών –και όχι μόνο.

Επιστρέφοντας την κουβέντα στην αφορμή της, αυτήν του πώς ο Ιω. Μεταξάς έχει σχηματοποιηθεί στα μάτια των μαθητών και του πώς  μεταδίδεται η ιστορική πληροφορία, νομίζω πως μπορώ να επισημάνω ότι η μετάδοση της πληροφορίας αυτής πολλές φορές εκφυλίζεται σε μια αστήρικτη προσωπολατρία. Η γνωστή αντίληψη περί του «ΟΧΙ» που είπε ο Μεταξάς έχει λάβει διαστάσεις εθνικού παθογενούς παραληρήματος. Η ανάδειξη του δικτάτορα Μεταξά, ο οποίος ηγούνταν ενός σκληρού φασιστικού πολιτεύματος με δομή εμπνευσμένη από τη ναζιστική Γερμανία, σε «ήρωα», σε ένα κάπως πιο σύγχρονο Λεωνίδα, συντρίβει το όποιο γεγονός και προβάλλει μια ερμηνεία που δύναται να λειτουργήσει ως κοινωνικό ελατήριο προσανατολίζοντας την αντίληψη αλλά και τη συμπεριφορά των μαθητών. Αναδεικνύοντας το ψέμα, τον «περήφανο, πατριώτη και ήρωα ηγέτη», και αποκρύπτοντας την αλήθεια, την ιδιότητα του δικτάτορα και τη δομή του πολιτεύματός του, ρίχνεται ένα εξαγνιστικό φως στην ίδια την ιδιότητα του δικτάτορα, απενοχοποιείται η φύση της δικτατορίας. «Μια χούντα θα μας σώσει», «η Ελλάδα χρειάζεται Μεταξάδες» είναι τα συνθήματα που γέννησε αυτή η προσέγγιση, ελπίζω ως απογοήτευση από την κακή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ως μια άστοχη δήλωση της αγανάκτησης και όχι ως ενστερνισμού του απολυταρχισμού.

Και αν ο «Μεταξάς» είναι ένα παράδειγμα, η λογική του ενός συγγράμματος και της αποστήθισης της φερόμενης ως «μιας και μοναδικής αλήθειας» μόνο αντίστοιχα προβλήματα μπορεί να γεννήσει και αντίστοιχες πλάνες. Το ίδιο και οι όποιες επετειακές εκδηλώσεις που, με το πέρασμα των ετών, μοιάζουν είτε με μνημόσυνα και προσκλητήρια νεκρών είτε με τελετές αφής εθνικού φρονήματος. Η ιστορία είναι πολύπλοκο σύστημα αλληλεπιδρώντων και μοναδικών κάθε φορά στοιχείων τα οποία έχουν ξεχωριστή σημασία και δημιουργούν μοναδικά αποτελέσματα, με υποκειμενική ερμηνεία και χρήζει των άμεσων αντανακλαστικών του δέκτη. Για να είναι γόνιμη η προσέγγιση της ιστορικής πληροφορίας, οφείλει να καθιστά εφικτή τη δυνατότητα της σύγκρισης, του συγκρητισμού, της γόνιμης αμφισβήτησης και να μην εκφυλίζεται σε χρέος για αποστήθιση ενός ιστορικού δόγματος.