του Θάνου Καμήλαλη

Ακριβώς πριν από αυτήν του την αναφορά, στην ομιλία του στη Βουλή ο Τσακαλώτος χρησιμοποίησε του παράδειγμα του «σύντροφου Νίκου»:

«Γενικά, στην κανονικότητα, αν εγώ κάνω μια συμφωνία με τον σύντροφό μου τον Νίκο ότι θα μου δώσει 50.000 ευρώ για να χτίσω ένα σπίτι, περιμένει ο σύντροφος ο Νίκος –πόσω μάλλον η τράπεζα- ότι κάποια στιγμή θα πάρει τα λεφτά του. Όσο και να με συμπαθεί, όσο και να είναι σύντροφος, κάποια στιγμή θα θέλει πίσω τα 50.000 ευρώ.»

Μπορούμε νομίζω να συμφωνήσουμε ότι γενικά αυτό ισχύει. Βέβαια, μπορεί ο σύντροφος Νίκος μαζί με τα 50.000 που δάνεισε σε σένα, να δάνεισε και μερικά εκατομμύρια σε πολλούς ακόμα και να μην θέλει, ή να μην φρόντισε να μπορεί να τα εισπράξει αλλά να κυνηγάει εσένα.  Μπορεί επίσης, όταν ο σύντροφος Νίκος έπεσε έξω και τον παράτησε η παρέα του για να μην βρεθεί κι αυτή εκτεθειμένη, να χρηματοδοτήθηκε επανειλημμένα από τον σύντροφο Γιώργο, μέσω όμως δικών σου χρήματων, αλλά εσύ να χρωστάς ακόμα στον σύντροφο Νίκο.

Μπορεί, αν μεγαλώσουμε αρκετά τα ποσά, ο δανειστής σύντροφος Νίκος να χρηματοδότησε τη χώρα σου και όταν αυτή πτώχευσε, να συμφώνησαν όλοι ότι η καλύτερη λύση είναι να την ξαναχρηματοδοτήσει με ακόμα μεγαλύτερα δάνεια, ώστε να αποπληρώνονται τα παλαιότερα. Επίσης, ο σύντροφος μπορεί να δανείζει μεν 50.000, αλλά ζητάει πίσω περισσότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί σε μια τέτοια συναλλαγή δεν αναλαμβάνει ρίσκο μόνο ο δανειζόμενος, αλλά και ο δανειστής.

Αλλά με το σύστημα που επικρατεί σήμερα, η έκθεση στο ρίσκο έχει σχέση με την ισχύ. Μπορεί για παράδειγμα, να κάνεις μία «επένδυση» για να φτιάξεις αυτοκινητόδρομους και να αποκομίζεις έσοδα από τα διόδια και αν πέσεις έξω στα έσοδα, λόγω μειωμένης κίνησης, να μην έχεις ρίσκο, γιατί θα σε χρηματοδοτεί το κράτος. Μπορεί να είσαι ολιγάρχης και να έχεις προβλήματα με το νόμο, αλλά να μειώνεις το ρίσκο σου, αγοράζοντας ΜΜΕ και ποδοσφαιρική ομάδα ή να θες να χτίσεις ένα γήπεδο με τα έσοδα δικά σου και να σε πληρώνει η Περιφέρεια Αττικής.

Μπορεί να είσαι υπουργός και να σου υπαγορεύει τα νομοσχέδια η τρόικα και οι τράπεζες, αλλά δεν πειράζει, συνεχίζεις να παριστάνεις τον υπουργό. Αυτό δεν το λέμε εμείς: Αφενός το κατήγγειλε ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, Δ.Βερβεσός, που τόνισε στη Βουλή ότι «κατά την διετή περίοδο κυοφορίας του νέου θεσμικού πλαισίου προνομιακός συνομιλητής της Κυβέρνησης ήταν αποκλειστικά οι τράπεζες», ενώ οι δικηγόροι « ενημερώθηκαν για τις προωθούμενες διατάξεις μόλις χθες, και εκλήθησαν σήμερα προκειμένου να παραστούν ενώπιον της Επιτροπής της Βουλής εντός ελαχίστων ωρών». Αφετέρου, ο ίδιος ο Τσακαλώτος παραδέχθηκε ότι η κυβέρνηση «διαπραγματεύτηκε» με έξι «θεσμούς», όχι με τέσσερις, το όριο για τα επιχειρηματικά δάνεια μειώθηκε την τελευταία στιγμή «όχι από επιθυμία αλλά από ανάγκη», ενώ κάθε φορά που η αντιπολίτευση έκανε κάποια πρόταση για βελτιώσεις, η απάντηση κυβερνητικών στελεχών ήταν ουσιαστικά ότι «θα το μεταφέρουμε στις τράπεζες».

Έτσι συνέβη για παράδειγμα με την πρόταση της ΝΔ για να υπάρξη ελάφρυνση στους συνεπείς δανειολήπτες, κάτι που όντως είναι απαραίτητο. Γιατί και το δικό τους ρίσκο πληρώθηκε ξανά και ξανά, αλλά οι ίδιοι παραμένουν έκθετοι, εν δυνάμει «κακοπληρωτές».

Όλα τα παραπάνω έχουν μιία ιδιαίτερη βαρύτητα όταν προέρχονται από μία κυβέρνηση που δεσμευόταν ότι «δεν θα γίνει κανένας πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας λαϊκής οικογένειεα». Αυτό δεν το έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο την εποχή της Σεισάχθειας, που ο Τσακαλώτος μιλούσε στις πλατείες των Αγανακτισμένων, το έλεγε μόλις πέρσι, όταν δημιουργήθηκε το σύστημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Τώρα, πολύ γρήγορα, περάσαμε στο «τι να κάνουμε, τα δάνεια έχουν ρίσκο» και στον «σύντροφο Νίκο» του Τσακαλώτου.

Τουλάχιστον, ο υπουργός Οικονομικών άγγιξε έστω λίγο την ουσία του προβλήματος. Παραδέχθηκε ότι «είναι μια περίοδος που ένας κόσμος είχε ένα σχέδιο ζωής που τώρα δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει για άλλους λόγους, όχι γιατί έγινε κακοπληρωτής, όχι διότι αποφάσισε ότι δεν τον νοιάζει να πληρώσει, αλλά επειδή οι συνθήκες άλλαξαν». Πρόσθεσε όμως και το επανέλαβε αρκετές φορές, ότι «πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα», αναφέροντας επίσης ότι «το 2009 υπήρχαν πενήντα έξι χιλιάδες πλειστηριασμοί και δεν υπήρχε ούτε κίνημα από το ΚΚΕ ούτε κίνημα από τον ΣΥΡΙΖΑ εναντίον αυτών των πλειστηριασμών». 

Όμως, το αν είμαστε στην «κανονικότητα», δεν το αποφασίζει ούτε ο Τσακαλώτος, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα λέει ότι δεν είμαστε, ούτε οι συνθήκες είναι ίδιες με το 2009, ούτε φυσικά οι χιλιάδες δανειολήπτες που θα πεταχθούν έξω από το πλαίσιο προστασίας θα έχουν να πληρώσουν επειδή ξαφνικά η κυβέρνηση είπε ότι «βγήκαμε από τα μνημόνια» κι «επιστρέψαμε στην κανονικότητα».

Τίποτα από όλα όσα είπε ο υπουργός Οικονομικών δεν είναι παράλογο. Από την στιγμή που η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί πλήρως ολόκληρο το πλαίσιο μνημονίου και λιτότητας, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο ούτε για bad bank, πόσο μάλλον για εθνικοποίηση τραπεζών, ό,τι ακολουθεί είναι απλά αναμενόμενο, συνέπεια της πρώτης ήττας και της πλήρους υποταγής στους δανειστές.

Έτσι, από την Σεισάχθεια, καταντάς σε τρίτο μνημόνιο, από το «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη» μετά λες ότι θα προστατεύσεις τη «λαϊκή κατοικία» και μετά καταντάς να ψηφίζεις τροπολογίες καθ υπόδειξην των τραπεζών και μαζί με τη Νέα Δημοκρατία. Κατάντια μεν, χωρίς ρίσκα αλλά με επιβράβευση δε.