του Francis Fukuyama για το Project Syndicate

Η εμφάνιση του διαδικτύου και του παγκόσμιου ιστού στη δεκαετία του 1990 χαιρετίστηκε ως στιγμή απελευθέρωσης και ως ένα θείο δώρο για τη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Η πληροφόρηση αποτελεί μια μορφή εξουσίας και καθώς η πληροφόρηση γινόταν φθηνότερη και πιο προσιτή, ο λαός των δημοκρατικών χωρών θα ήταν θεωρητικά σε θέση να συμμετάσχει σε τομείς από τους οποίους είχε αποκλειστεί μέχρι τότε.

Η ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 φαίνεται να επιτάχυνε την τάση αυτή, επιτρέποντας τη μαζική κινητοποίηση που τροφοδότησε διάφορες δημοκρατικές «επαναστάσεις χρώματος» σε όλο τον κόσμο, από την Ουκρανία ως τη Βιρμανία (Μιανμάρ) και την Αίγυπτο. Σε έναν κόσμο διομότιμης επικοινωνίας, οι παλιοί ελεγκτές της πληροφόρησης, που θεωρούνταν σε μεγάλο βαθμό ως καταπιεστικά αυταρχικά κράτη, θα μπορούσαν τώρα να παρακαμφθούν.

Ενώ υπήρχε κάποια αλήθεια σε αυτό το αισιόδοξο αφήγημα, ένα άλλο, πιο σκοτεινό ζήτημα άρχιζε να δημιουργείται. Οι παλιές αυταρχικές δυνάμεις ανταποκρινόντουσαν με διαλεκτικό τρόπο, μαθαίνοντας να ελέγχουν το διαδίκτυο, όπως στην Κίνα, με δεκάδες χιλιάδες λογοκριτές ή, όπως στη Ρωσία, στρατολογώντας λεγεώνες από τρολς και εξαπολύοντας μποτς (σημ: προγράμματα παρακολούθησης επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρονικών υπολογιστών) για να κατακλύσουν τα κοινωνικά δίκτυα με κακή πληροφόρηση. Αυτές οι τάσεις εμφανίστηκαν όλες μαζί εξαιρετικά έντονα κατά τη διάρκεια του 2016, με τρόπους που γεφύρωσαν εξωτερικές και εσωτερικές πολιτικές.

Ο κορυφαίος χειραγωγός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποδείχθηκε η Ρωσία. Η κυβέρνησή της είχε κυκλοφορήσει κραυγαλέα ψεύδη, όπως το «γεγονός» ότι Ουκρανοί εθνικιστές σταύρωναν μικρά παιδιά ή ότι οι δυνάμεις της ουκρανικής κυβέρνησης κατέρριψαν την πτήση 17 των μαλαισιανών αερογραμμών το 2014. Οι ίδιες πηγές συνέβαλαν στα ντιμπέιτ για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, το Brexit και το ολλανδικό δημοψήφισμα για τη συμφωνία σύνδεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ουκρανία, ενισχύοντας κάθε αμφίβολο γεγονός που θα αποδυνάμωνε φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η χρήση της κακής πληροφόρησης ως όπλο από αυταρχικές δυνάμεις ήταν αρκετά κακή πρακτική από μόνη της, αλλά ενισχύθηκε πολύ και κατά την προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ. Όλοι οι πολιτικοί λένε ψέματα, ή πιο επιεικώς, αλλάζουν την αλήθεια για το δικό τους όφελος. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ έφτασε αυτήν την πρακτική σε νέα και πρωτοφανή ύψη. Αυτό ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια με την προώθηση του «birtherism», της κατηγορίας δηλαδή ότι ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν γεννήθηκε στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ συνέχισε να προπαγανδίζει με τη χρήση αυτού του ισχυρισμού ακόμα και όταν ο Ομπάμα έδειξε το πιστοποιητικό γέννησής του που αποδείκνυε ότι έχει γεννηθεί εκεί.

Στα πρόσφατα ντιμπέιτ για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο Τραμπ επέμενε ότι ποτέ δεν είχε υποστηρίξει τον πόλεμο του Ιράκ και ποτέ δεν χαρακτήρισε την κλιματική αλλαγή ως μια φάρσα. Μετά τις εκλογές, ο ίδιος υποστήριξε ότι είχε κερδίσει ακόμα και τη λαϊκή ψήφο (που την έχασε με πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους), λόγω εκλογικής νοθείας. Αυτά δεν ήταν απλά παραποιήσεις των γεγονότων, αλλά ξεκάθαρα ψέματα, των οποίων η αναλήθεια θα μπορούσε να αποδειχθεί εύκολα. Το ότι τα ισχυρίστηκε αυτά ήταν ήδη κακό, χειρότερο όμως ήταν ότι φάνηκε ότι δεν τιμωρήθηκε καθόλου από τους ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους για τα επαναλαμβανόμενα και κατάφωρα ψέματά του.

Το παραδοσιακό γιατρικό για την κακή πληροφόρηση, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ελευθερίας της πληροφόρησης, είναι απλώς το να κυκλοφορήσουν οι σωστές πληροφορίες, οι οποίες σε μια αγορά ιδεών θα βρεθούν στην κορυφή. Η λύση αυτή, δυστυχώς, δε λειτουργεί τόσο πολύ στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των τρολς και των μποτς. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το ένα τρίτο έως το ένα τέταρτο των χρηστών του twitter εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία. Το διαδίκτυο υποτίθεται ότι θα μας ελευθέρωνε από τους ελεγκτές και, μάλιστα, με πληροφορίες που να έρχονται σε μας από όλες τις πιθανές πηγές, όλες με την ίδια αξιοπιστία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η καλή πληροφόρηση θα κερδίσει την κακή πληροφόρηση.

Αυτό τονίζει ένα ακόμα πιο σοβαρό πρόβλημα από τα ατομικά ψεύδη και τις επιπτώσεις τους στο εκλογικό αποτέλεσμα. Γιατί πιστεύουμε στην αξία κάθε δεδομένου, ενώ λίγοι από εμάς είναι σε θέση να ελέγξουν τα περισσότερα από αυτά; Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν αμερόληπτα ιδρύματα επιφορτισμένα με την παραγωγή πραγματικής πληροφόρησης τα οποία εμπιστευόμαστε. Οι Aμερικανοί μαθαίνουν τα στατιστικά στοιχεία της εγκληματικότητας από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, καθώς και στοιχεία για την ανεργία από τη Στατιστική Υπηρεσία Εργασίας.

Κορυφαία Mέσα ενημέρωσης, όπως οι New York Times, ήταν πράγματι προκατειλημμένα εναντίον του Τραμπ, όμως έχουν συστήματα για να αποτρέπουν σκανδαλώδη και αντικειμενικά λάθη από το να εμφανίζονται στα φύλλα τους. Αμφιβάλλω σοβαρά για το αν ο Ματ Ντρουτζ ή η Breitbart News έχουν ομάδες για την επαλήθευση των γεγονότων ώστε να επαληθεύουν την ακρίβεια του υλικού που δημοσιεύεται στις ιστοσελίδες τους.

Στον κόσμο του Τραμπ, αντίθετα, τα πάντα είναι πολιτικοποιημένα. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, άφησε να εννοηθεί ότι η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα με πρόεδρο την Τζάνετ Γέλεν, δούλευε για την εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον, ότι η εκλογή θα ήταν στημένη, ότι οι επίσημες πηγές εσκεμμένα δήλωναν μειωμένα ποσοστά εγκληματικότητας και ότι η άρνηση του FBI να κατηγορήσει την  Κλίντον έδειχνε τη δωροδοκία του διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ από την εκστρατεία της. Επίσης, αρνήθηκε να δεχθεί την εξουσία των μυστικών υπηρεσιών, κατηγορώντας τη Ρωσία για χακάρισμα των συστημάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών της Εθνικής Επιτροπής Δημοκρατικών. Και, φυσικά, ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του έχουν διακαώς δυσφημίσει όλα τα ρεπορτάζ από τα «κυρίαρχα Mέσα ενημέρωσης» ως αθεράπευτα προκατειλημμένα.

Η αδυναμία να συμφωνήσουν για τα πιο βασικά στοιχεία είναι το άμεσο προϊόν μιας επίθεσης σε όλο το εύρος των δημοκρατικών θεσμών στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και σε όλο τον κόσμο. Και έτσι βρίσκονται σε κίνδυνο οι δημοκρατίες. Στις ΗΠΑ έχει υπάρξει πραγματική παρακμή των θεσμών, όπου ισχυρές ομάδες συμφερόντων έχουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν τον εαυτό τους μέσα από ένα σύστημα απεριόριστης χρηματοδότησης εκστρατειών. Το κύριο σημείο αυτής της διαφθοράς είναι το Κογκρέσο και η κακή διαγωγή είναι ως επί το πλείστον και νόμιμη και ευρέως διαδεδομένη. Έτσι, ο απλός λαός έχει το δικαίωμα να αναστατώνεται.

Κι όμως, η προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ έχει αλλάξει τη στάση προς μια γενική πεποίθηση ότι τα πάντα είναι στημένα ή πολιτικοποιημένα και ότι η δωροδοκία είναι ανεξέλεγκτη. Αν οι εκλογικές Aρχές πιστοποιήσουν ότι ο αγαπημένος υποψήφιός σας δεν είναι ο νικητής ή αν ο άλλος υποψήφιος φαίνεται να είναι καλύτερος σε ένα ντιμπέιτ, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας καλοστημένης συνωμοσίας από την άλλη πλευρά που θα αλλοιώσει το αποτέλεσμα. Η πίστη στη δυνατότητα διαφθοράς όλων των θεσμικών οργάνων οδηγεί στο αδιέξοδο της παγκόσμιας δυσπιστίας. Η αμερικανική δημοκρατία, όλες οι δημοκρατίες, δε θα επιβιώσουν χωρίς την πίστη για τη δυνατότητα ύπαρξης αμερόληπτων θεσμών. Αντ’ αυτού, η κομματική πολιτική διαμάχη θα έρθει να διαποτίσει κάθε πτυχή της ζωής.

Ο Φράνσις Φουκουγιάμα είναι πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Stanford, συγγραφέας του βιβλίου «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος»

Το ThePressProject είναι ο επίσημος συνεργάτης του Project Syndicate στην Ελλάδα

Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή