Στην έκθεση αναφέρονται ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως το BBC και το Deutsche Welle και κατονομάζονται συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι. Η έκθεση προσπαθεί να τους συνδέσει με την απόπειρα πραξικοπήματος και με το κίνημα των Κούρδων, παραθέτοντας παρελθόντα γραπτά τους. Ακόμα παρουσιάζονται αναρτήσεις των κατονομαζόμενων δημοσιογράφων στα Social Media. Στην έκθεση το SETA, παροτρύνει τους αναγνώστες να απευθύνονται στις αρχές όταν παρατηρούν δημοσιεύσεις που «κινούνται» άμεσα εναντίον της Τουρκίας. Παράλληλα αντέκρουσε τις κατηγορίες ισχυριζόμενο ότι η έκθεση βασίστηκε σε δημόσια ντοκουμέντα και δεν περιέχει άλλα δεδομένα από αυτά που οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έχουν δημοσιοποιήσει. Επιπλέον είπε ότι η αναφορά δεν απευθύνεται σε αντιπολιτευόμενους δημοσιογράφους και πως το να έχει ένας δημοσιογράφος πολιτική άποψη είναι τόσο νόμιμο όσο είναι το να καταδεικνύεται αυτή η άποψη. Το SETA αυτοπροσδιορίζεται ως μια κομματικοποιημένο και ανεξάρτητο, ωστόσο υπάρχουν αναφορές για στενή σύνδεσή του με την κυβέρνηση και το κυβερνών AKP.

Η Ένωση Τούρκων Δημοσιογράφων, κατηγορεί το SETA για προπαγάνδα εναντίον των δημοσιογράφων υποστηρίζοντας ότι οι δημοσιεύσεις επιλέχθηκαν κατά το δοκούν και παρουσιάστηκαν με τρόπο χειριστικό. Όπως επισημαίνει συγκεκριμένα στην καταγγελία «οι δημοσιογράφοι φακελώθηκαν σε μαύρη λίστα, ενώ η δημοσιογραφία τους παρουσιάστηκε σαν έγκλημα». Ακόμα ο πρόεδρος της Ένωσης μιλώντας στο Aljazeera  τονίζει ότι «οι δημοσιογράφοι γίνονται στόχοι όταν διακηρύσσεται δημοσίως η εναντίωση τους προς την κυβέρνηση σε ένα κείμενο με πολύ επιλεκτικά δημόσια διαθέσιμα δεδομένα για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη αντίληψη προς αυτούς τους δημοσιογράφους.

Τον Φλεβάρη οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα είχαν απευθύνει έκκληση προς την τουρκική κυβέρνηση να μην παρεμποδίζει την δουλειά των δημοσιογράφων στην Τουρκία. Χαρακτηριστικό για την κατάσταση είναι πως τον Φλεβάρη οι ξένοι δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και οι μισοί Γερμανοί, περίμεναν την ανανέωση των αδειών τους από την αρχή του έτους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την απαγόρευση εισόδου τους σε πολλές συνεντεύξεις Τύπου της κυβέρνησης αλλά τους έθετε εμπόδια και σε μια σειρά άλλων ζητημάτων. Οι τουρκικές αρχές είχαν δικαιολογήσει την καθυστέρηση ως γραφειοκρατικό πρόβλημα λόγω της αλλαγής του πολιτικού συστήματος από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία. Έναν μήνα πριν, τον Γενάρη του 2019, δημοσιογράφος του ειδησεογραφικού πρακτορείου DW, είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης δεκατριών με δεκαπέντε ημερών εξαιτίας δημοσιευμάτων της για πιθανό σκάνδαλο διαφθοράς που ενέπλεκε πρώην πρωθυπουργό.

 

Την ίδια ώρα ο Τούρκος πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε τον προηγούμενο μήνα, τόνισε ότι θεωρεί την ελευθερία του τύπου «ζωτικής σημασίας» ζήτημα. Ωστόσο να σημειωθεί ότι οι δημοσιογράφοι συνεχίζουν να βάλλονται με ευθύνες της Τουρκικής κυβέρνησης. Τον Μάιο, 6 αντιπολιτευόμενοι δημοσιογράφοι δέχτηκαν εξαιρετικά βίαιες επιθέσεις, ενώ η Τουρκία παραμένει ο «πρωταθλητής» στην φυλάκιση δημοσιογράφων, σε παγκόσμια κλίμακα.