της Μαρίας Απατζίδη

βουλευτή Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25

Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή θα ήταν να δούμε την Ελληνική Επανάσταση ως ένα γεγονός σχέσης μας με την Ευρώπη. Η Ελλάδα είχε συμμετάσχει τον 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου στο κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η Ελληνική επανάσταση ήταν μία από τις επαναστάσεις, όπως και η Γαλλική, αλλά σε μια άλλη ήπειρο και η Αμερικανική, που είχαν εμπνευστεί από το πρόγραμμα του Διαφωτισμού για την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση. Αυτό το είχαν αναγνωρίσει οι άνθρωποι του πνεύματος στην Ευρώπη και για αυτό τον λόγο είχαμε, όπως όλοι ξέρουμε, το κίνημα του Φιλελληνισμού. Πρόκειται για μια στιγμή που η Ελλάδα είχε βρεθεί στην πρωτοπορία της Ευρώπης και τα βλέμματα όλων των προοδευτικών Ευρωπαίων ήταν στραμμένα πάνω της. Κι αυτό όχι μόνο λόγω του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος, το οποίο η Ευρώπη βλέπει ως απαρχή της και από το οποίο ορίζεται. Αλλά λόγω και του αγώνα του Νέου Ελληνισμού για δημοκρατική πολιτεία και χειραφέτηση. Άνθρωποι από όλη την Ευρώπη ήρθαν στην Ελλάδα και έδωσαν τη ζωή τους, την ύμνησαν στην ποίηση, όπως ο Λόρδος Βύρων, απεικόνισαν το δράμα της στη ζωγραφική, όπως ο Ευγένιος Ντελακρουά. Γι’ αυτό πλάι στο πατριωτικό 1821 χρειάζεται να βάλουμε το διεθνιστικό 1821.

Πρέπει, όμως, να θυμηθούμε και κάτι άλλο, που συχνά το ξεχνάμε. Ο αγώνας της Ελλάδας του 1821 ήταν ένας αγώνας όχι μόνο ενάντια στην παρωχημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν επίσης ένας αγώνας ενάντια σε μια ορισμένη εκδοχή της Ευρώπης, αυτή της αυταρχικής και συντηρητικής Ευρώπης της Ιεράς Συμμαχίας. Για χάρη του οράματος ότι μια άλλη Ευρώπη είναι δυνατή, μια Ευρώπη δημοκρατικής πολιτείας και χειραφέτησης των λαών. Οι Έλληνες ξεκίνησαν τον αγώνα αυτό μόνοι τους στη χειρότερη για αυτούς χρονική συγκυρία. Όταν η Ιερά Συμμαχία είχε καταπνίξει το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης και προσπαθούσε να αναστείλει τα όνειρα των λαών. Η Ελλάδα είχε εναντίον της όχι μόνο την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και τους ισχυρούς της Ευρώπης. Ενώ είχε μαζί της τους ευρωπαϊκούς λαούς και τους ανθρώπους του πνεύματος, δηλαδή τους πραγματικούς Ευρωπαίους. Μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσε να ανατρέψει τη δύσκολη αυτή συγκυρία και να τη στρέψει υπέρ της, χάρη στο αίμα Ελλήνων και Φιλελλήνων.

Βεβαίως, «εθνικό είναι το αληθές» σύμφωνα με τον συλλογισμό που αποδίδεται στον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Μια εορταστική επέτειος δεν χρειάζεται να κρύβει σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας, ιδίως αν έχουν κάτι να μας διδάξουν. Τέτοια συμβάντα είναι λόγου χάρη οι εμφύλιοι (1823-1825), που βρίσκονται στην αφετηρία πολλών άλλων διχασμών που ακολούθησαν τους επόμενους δύο αιώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι ξέσπασαν μετά τον υπερδανεισμό της Ελλάδας για να ευοδωθεί η επαναστατική προσπάθεια, μία υπερχρέωση που στοίχειωσε το έθνος μας, προκαλώντας την πρώτη «χρεοδουλοπαροικία» της σύγχρονης Ιστορίας μας. Ούτε είναι ανάγκη να αποκρυβούν εγκληματικές ενέργειες που έχουν διαπραχθεί από τους ίδιους τους Έλληνες, όταν τιμάμε τις θυσίες μας και όσα έχουμε υποστεί από τους κατακτητές.

Υπάρχουν, πάντως, ορισμένες εκδοχές που οφείλουμε να αποφύγουμε κατά τον εορτασμό της επετείου και τον επιστημονικό αναστοχασμό της. Γιατί δεν αποδίδουν σωστά ούτε την ιστορική αλήθεια, ούτε την επικαιρότητά της. Μία από αυτές είναι ο εθνικισμός με την απόδοση του έπους του 1821 σε φυλετικά χαρακτηριστικά μας. Μια παρόμοια εκδοχή είναι ο υπερτονισμός της εθνικής συνέχειας που ανασυστάθηκε το 1821, σαν το έθνος να είναι θέμα απλά και μόνο γονιδίων. Βεβαίως, χρειάζεται να τονίσουμε την πολιτισμική και πολιτική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, όπως λόγου χάρη τον πολιτικό πολιτισμό της δημοκρατίας και της ελληνικής πόλεως. Αλλά δεν πρέπει αυτό να συμβαίνει με ένα πνεύμα αυτοδικαίωσης και κατασκευής μιας σκληρυμένης εθνικής ταυτότητας. Γιατί αυτό οδηγεί συνήθως σε ξενοφοβία, φυλετισμό και κατά ειρωνικό τρόπο ακριβώς σε προδοσία της ελληνικής παράδοσης που είναι μια παράδοση φιλοξενίας και ανοικτότητας. Αυτή τη στιγμή έχουμε παντού την ανάδυση ενός νέου εθνικισμού που απειλεί να διαρρήξει την Ευρώπη. Όλοι οι λαοί προτάσσουν πώς ο καθένας είναι ο καλύτερος από όλους τους άλλους σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο που αποκαλείται εύστοχα «Διεθνής των Εθνικιστών». Πρόκειται για ένα θλιβερό σύμπτωμα αποτυχίας του προγράμματος για μια δημοκρατική ενωμένη Ευρώπη. Ακριβώς επειδή δεν δόθηκε φωνή στους λαούς, πολλοί λαοί στράφηκαν στην εύκολη λύση του εθνικισμού, μήπως βρουν εκεί τη φωνή τους. Η Ελλάδα δεν πρέπει να ενδώσει σε αυτές τις υπεκφυγές του εύκολου εθνικιστικού αυτοδοξασμού. Και, κυρίως, δεν πρέπει αυτό να γίνει σαν άλλη μια φιέστα χλιδής, κάτι που θα σήμαινε ότι δεν έχουμε μάθει απολύτως τίποτα από τα χρόνια πριν την κρίση. Και ότι είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.

Υπάρχει, όμως, και κάτι αντίστροφο που πρέπει να αποφύγουμε. Αυτό είναι η αναθεωρητική ανάγνωση που υποβαθμίζει τη σημασία του ελληνικού αγώνα του 1821, αποδίδει ό,τι έγινε αποκλειστικά στον ξένο παράγοντα και μάλιστα στους ισχυρούς, ξεχνά τις θυσίες των Ελλήνων. Πρόκειται για μια στάση που έχει αλλεργία στον ηρωισμό και την αντίσταση. Αν ο υπερβολικός αυτοδοξασμός απειλεί το εθνικό ως αληθές, και η αναθεωρητική αυτοκατηγορία και μεμψιμοιρία το απειλεί εξίσου. Είναι μάλιστα ειρωνικό ότι αυτές οι δύο τάσεις συστεγάζονται στη μνημονιακή Δεξιά και στο ευρύτερο μνημονιακό τόξο. Κατά βάθος συμπίπτουν αυτοί που θεωρούν ότι όλα τα οφείλουμε στην ελληνική φυλή και αυτοί που θεωρούν ότι όλα τα οφείλουμε στην εύνοια των ισχυρών. Ξεχνούν βέβαια οι τελευταίοι ότι κανείς ισχυρός δεν θα σε βοηθήσει με ένα Ναβαρίνο, αν δεν έχεις κρατήσει την επανάσταση με πείσμα και αυτοθυσία επί επτά έτη, δείχνοντας ότι μια νέα υποδούλωση δεν είναι πια επιλογή. Αυτό που δεν αντέχουν τόσο ο αναθεωρητισμός όσο και η επίκληση σε σταθερές ταυτότητες, όπως η φυλή και η συνέχεια, είναι ότι όντως συντελέστηκε ένα σημαντικό συμβάν, ένα θαύμα το 1821. Αυτό το συμβάν, όμως, είναι πολιτικό και ιστορικό, όχι φυλετικό ούτε μια «φιλάνθρωπη» παραχώρηση των ισχυρών στους οποίους πρέπει δήθεν να προστρέχουμε δουλικά.

Η επανάσταση του 1821 δεν είναι μόνο ένα γεγονός του παρελθόντος. Είναι ο αγώνας ενός μικρού λαού στην περιφέρεια της Ευρώπης, ο οποίος διεκδίκησε το δημοκρατικό παρελθόν του, αλλά και ένα δημοκρατικό μέλλον. Αντιτάχθηκε ταυτόχρονα στον δεσποτισμό της Ανατολής, αλλά και στον αυταρχισμό μιας ορισμένης Ευρώπης της Ιεράς Συμμαχίας, διεκδικώντας μια εναλλακτική Ευρώπη του Διαφωτισμού και της χειραφέτησης, της ελευθερίας και της ώριμης ευθύνης. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό του διχασμό σε συνδυασμό με την υποδούλωσή του σε πονηρά δάνεια, που είχαν ως σκοπό να τον υποθηκεύσουν μονίμως. Είναι ένας αγώνας που τον έδωσαν έως εσχάτων με αυτοθυσία οι Έλληνες, αλλά και που αναγνώρισαν σε αυτόν τον εαυτό τους οι αληθινοί Ευρωπαίοι. Είναι ένας αγώνας που νίκησε. Δείχνοντας ότι και οι σημερινοί αγώνες για την Ευρώπη των δημοκρατικών λαών ενάντια στην Ευρώπη των ισχυρών και της αντίδρασης μπορούν να νικήσουν, αν πιστέψουμε, όπως οι ήρωες του 1821, ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή.