του Γιώργου Ρήγα

Ο πόλεμος ως έννοια θα μπορούσε να οριστεί ως η ένοπλη διαμάχη δύο σαφώς διαχωρισμένων ομάδων για τον έλεγχο μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Ο πόλεμος συνίσταται σε μια σειρά συγκρούσεων μετά το πέρας των οποίων η μία ομάδα έχει υποστεί τόσες απώλειες ώστε να θεωρεί ότι είναι ασύμφορο να συνεχίσει την αντιπαράθεση. Συνακόλουθα η δεύτερη ομάδα κερδίζει τον έλεγχο της διαφιλονικούμενης περιοχής. Το θέμα όμως είναι ότι σπάνια οι πόλεμοι είναι τόσο απλοί. Και σίγουρα η σύγκρουση στη Συρία είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα πολύπλοκης αντιπαράθεσης. Μοιραία λοιπόν έχουν προκύψει πολλαπλές ερμηνείες για το τι συμβαίνει και διακυβεύεται πέριξ της Δαμασκού. Η αποκάλυψη της μοναδικής αλήθειας είναι κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τις φιλοδοξίες του παρόντος κειμένου. Εντούτοις με οδηγό την πρόσφατη εισβολή του τουρκικού στρατού στο θύλακα του Αφρίν είναι εφικτή η επισήμανση τριών βασικών χαρακτηριστικών των εξωτερικών επεμβάσεων στο συριακό εμφύλιο, που κάθε άλλο παρά ασήμαντες είναι στη συγκεκριμένη διένεξη.

Το πρώτο βασικό συμπέρασμα από την επιχείρηση είναι ότι οι εμπόλεμοι στις συγκρούσεις σαν αυτή της Συρίας προκρίνουν το στοιχείο του εκφοβισμού έναντι του στοιχείου του αιφνιδιασμού. Μια από τις πιο επιτυχημένες λαϊκιστικές κορώνες του Τραμπ προεκλογικά ήταν η άποψη ότι οι σπουδαίοι αμερικανοί στρατηγοί θα στριφογυρίζουν στους τάφους τους επειδή ο Ομπάμα είχε προαναγγείλει την επίθεση στη Μοσούλη και έτσι έδινε χρόνο στους τζιχαντιστές να προετοιμάσουν την άμυνα τους. Ο Τραμπ ισχυριζόταν πως ο προκάτοχός του απεμπολούσε παράλογα, αν όχι ύποπτα, το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Σίγουρα αυτές οι κορώνες βοήθησαν εκλογικά τον Τραμπ αλλά φυσικά δεν έχουν καμία αξία στο πεδίο των σύγχρονων πολέμων.

Το στοιχείο του αιφνιδιασμού έχει νόημα σε μια σύγκρουση μεταξύ σχετικά ισοδύναμων αντιπάλων και σε ένα κόσμο που η πληροφορία δεν διαχέεται με την ευκολία και την ταχύτητα που γίνεται σήμερα. Είχε δηλαδή νόημα όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Γαλλία από το δάσος των Αρδεννών το 1940. Στις μέρες μας όμως, όταν μια δύναμη με σαφή υπεροχή θέλει να εκδιώξει τους αντιπάλους της από μια συγκεκριμένη θέση, προτιμά να τους εκφοβίσει με συντονισμένο ψυχολογικό πόλεμο ώστε αυτοί είτε να υποχωρήσουν από μόνοι τους, είτε να πολεμήσουν με το χαμηλότερο δυνατό ηθικό. Και φυσικά το στοιχείο του εκφοβισμού δεν είναι καινούργιο στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αν μη τι άλλο το χρησιμοποίησε ο Φον Ριχτόφεν στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φον Ριχτόφεν αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο άσσο των αιθέρων του πολέμου. Είχε το προσωνύμιο Κόκκινος Βαρόνος επειδή το αεροπλάνο που πετούσε ήταν βαμμένο κόκκινο. Εξαιτίας αυτής τη πρωτοτυπίας η μοίρα που διοικούσε ανιχνευόταν εύκολα αλλά ο σκοπός του Γερμανού αριστοκράτη δεν ήταν να αιφνιδιάσει, αλλά να εκφοβίσει τα εχθρικά αεροσκάφη καθιστώντας τους σαφές ότι αντιμετώπιζαν τον πιο σπουδαίο πιλότο του πολέμου. Δίχως αμφιβολία πολλές από τις δεκάδες καταρρίψεις του θα οφείλονταν στο δέος και την ηττοπάθεια που είχε εμφυσήσει στις τάξεις της αγγλικής και γαλλικής αεροπορίας.

Γυρνώντας στη Συρία του σήμερα, τόσο η Τουρκία του Ερντογάν, όσο και οι υπόλοιποι βασικοί παίχτες του πολέμου, φροντίζουν να ανακοινώνουν τις σημαντικές τους επιχειρήσεις αρκετά πριν αυτές λάβουν χώρα. Μάλιστα καλλιεργούν την αίσθηση ότι πρόκειται για μεγάλης κλίμακας κινήσεις. Κατά κανόνα βέβαια αποδεικνύεται ότι αφορούν μικρό σχετικά αριθμό στρατιωτών. Έτσι, παρά τους φιλιππικούς του Ερντογάν και τη συμμετοχή του σε πολεμικά συμβούλια με στολή παραλλαγής, η εισβολή στο Αφρίν είναι λιγότερο επιχείρηση τουρκικών δυνάμεων, και περισσότερο υποστήριξη του τουρκικού στρατού σε μονάδες Σύρων ανταρτών που βάλλουν κατά κουρδικών θέσεων. Και, όπως επιβεβαιώνει και ο βετεράνος ανταποκριτής Ρόμπερτ Φισκ, αυτή καθ' αυτή η πόλη του Αφρίν έχει ελάχιστα νιώσει την τουρκική επιθετικότητα που, μέχρι στιγμής, έχει εστιάσει σε μερικά σημαντικά χωριά και το στρατηγικό όρος Μπασράγια. 

Το δεύτερο στοιχείο που συνάγεται από τις επιχειρήσεις των Τούρκων, και είναι σε αρμονία με την εγκατάλειψη του στοιχείου του αιφνιδιασμού, αφορά στην εξασφάλιση αποκλειστικής αεροπορικής κάλυψης μέσω της προσυνεννόησης με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κούρδοι κατηγορούν περισσότερο τους Ρώσους και τους Αμερικανούς, παρά τους Τούρκους. Και αυτό γιατί με τους Τούρκους έχουν στρατηγικές διαφορές, ενώ με τους Ρώσους και τους Αμερικανούς είχαν μια τακτική συμμαχία που φαίνεται να προδίδεται από τη στιγμή που Μόσχα και Ουάσινγκτον επιτρέπουν στα τουρκικά αεροπλάνα να επιχειρούν ανεμπόδιστα κατά των κουρδικών θέσεων.

Αν ο Ερντογάν επιχειρούσε να αιφνιδιάσει τους Κούρδους με μια αυτόνομη, απροειδοποίητη και ισχυρή εισβολή τότε θα ρίσκαρε μια αρκετά σοβαρή κρίση αφενός με τις ΗΠΑ και αφετέρου με το προστατευόμενο από τη Ρωσία καθεστώς Άσσαντ. Γι’ αυτό τον λόγο η τουρκική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να ανακοινώσει τις προθέσεις της, στη συνέχεια να εμπλακεί σε έναν πόλεμο λέξεων, έπειτα να μετρήσει αντιδράσεις, και εν τέλει να πάρει τις διαβεβαιώσεις ότι η δράση των μαχητικών της θα εγείρει ανησυχίες αλλά όχι αερομαχίες. Η αεροπορική κάλυψη είναι κομβικής σημασίας στον πόλεμο της Συρίας καθώς δίνει σημαντικό πλεονέκτημα σε όποια πλευρά τη διαθέτει. Προς επίρρωση του ανωτέρω δόγματος αρκεί η υπενθύμιση πως Κούρδοι και συριακός στρατός οφείλουν τις σημαντικές τους επιτυχίες στην παροχή ισχυρής αεροπορικής κάλυψης από Αμερικάνους και Ρώσους αντίστοιχα.

Αξίζει επίσης να επισημανθεί πως οι ισχυροί παίκτες δεν επιθυμούν με κανένα τρόπο μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Σε αυτό το πλαίσιο έχει καταγραφεί το ιδιότυπο φαινόμενο του σεβασμού της πρωτοβουλίας στον αέρα. Συγκεκριμένα όταν οι Ρώσοι πήραν την απόφαση να στηρίξουν με πυγμή τον Άσσαντ, οι δυτικοί σύμμαχοι της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν έστρεψαν τα μαχητικά τους ενάντια στις ρωσικές μοίρες, αλλά ούτε καν εφοδίασαν τους αντάρτες με αντιαεροπορικά. Επιπρόσθετα, υπήρχε συντονισμός των δυο αεροπορικών συμμαχιών για τα χτυπήματα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Τέλος, παρά τις απαραίτητες λεκτικές απειλές, το καθεστώς Άσσαντ ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου αρκετά προσεκτικό ώστε να μην απαντήσει ποτέ σε καμία από τις επιθέσεις της ισραηλινής αεροπορίας στο έδαφός της. Συνακόλουθα, δεν πρέπει να ξενίζει που και στην τουρκική εισβολή απάντησε με τον ίδιο τρόπο, ήτοι αποκλειστικά με λεκτικές καταδίκες της παραβίασης της εδαφικής κυριαρχίας της Συρίας.

Το τρίτο πράγμα για το οποίο προσφέρεται η μελέτη του Κλάδου Ελαίας είναι ότι δείχνει την απροθυμία των εξωτερικών, κυρίως, παικτών να χρησιμοποιήσουν μεγάλο αριθμό δικών τους ανδρών και αξιωματικών. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, όπως και στην επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη, δεν δρουν αυτόνομα αλλά υποστηριχτικά σε οργανώσεις της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης. Και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την αποδιοργάνωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων μετά το πραξικόπημα του 2016. Αντίθετα, είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό της τάσης ελαχιστοποίησης απωλειών σε έμψυχο δυναμικό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική πολιτική φθορά στο εσωτερικό. Μια τάση που άρχισε να γίνεται κυρίαρχη σε παγκόσμιο επίπεδο μετά τις κοινωνικές αντιδράσεις για τις απώλειες του ισραηλινού στρατού κατά την επιχείρηση Ειρήνη για τη Γαλιλαία, ήτοι την εισβολή στο Λίβανο το 1982. Έτσι, τόσο μεγάλοι παίχτες, όπως ΗΠΑ και Ρωσία, όσο και μικροί όπως η Τουρκία και το Ιράν προτιμούν να προστατεύουν τους δικούς τους άνδρες και προκρίνουν τοπικούς συμμάχους ως τροφή για τα κανόνια του εχθρού.

Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν αρχικά μετριοπαθείς Σύριους αραβικής καταγωγής και στη συνέχεια στράφηκαν στους φαινομενικά πιο αποτελεσματικούς Κούρδους. Το Ιράν, πέρα από τους αντάρτες της λιβανέζικης Χεζμπολάχ που επιχειρούν στη Συρία ως επίλεκτο σώμα, στρατολόγησε και πολλούς σιίτες Αφγανούς από το ανατολικό Ιράν συγκρατώντας έτσι τον φόρο αίματος του ιρανικού στρατού σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Οι Ρώσοι έχουν εμπλακεί σε επίπεδο συμβούλων του συριακού στρατού, μονάδες του οποίου αναλαμβάνουν τις επικίνδυνες προελάσεις και έχουν τη μερίδα του λέοντος στις απώλειες. Αλλά ακόμα και ο συριακός στρατός προτιμά να κρατά σε απόσταση ασφαλείας τις αμιγώς δικές του δυνάμεις και γι’ αυτό έχει θέσει υπό την αιγίδα του μια σειρά από πολιτοφυλακές που με τη δράση τους έχουν συμβάλει στον περιορισμό της αιμορραγίας του κατεξοχήν συριακού στρατού. Σε αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση η Τουρκία του Ερντογάν που χρησιμοποιεί αναδιοργανωμένα υπολείμματα του λεγόμενου Ελεύθερου Συριακού Στρατού συν Τουρκομάνους αντάρτες. Το τουρκικό κράτος έχει αναλάβει την εκπαίδευση, πληρωμή, επιμελητεία και εξοπλισμό αυτών των μονάδων καθώς αυτό το κόστος έχει υπολογισθεί ως μικρότερο από εκείνο που θα προκαλούσε στην κυβέρνηση Ερντογάν η απώλεια μεγάλου αριθμού στρατιωτών.

Εν κατακλείδι, η επιχείρηση στην επαρχία του Αφρίν δεν φαίνεται να είναι καταλυτική. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι θα είναι αρκετά περιορισμένη και το σημαντικότερο κέρδος της θα αφορά στο οριστικό πάγωμα των σχεδίων για ανάπτυξη κουρδικών δυνάμεων στη συρο-τουρκική μεθόριο. Οι απειλές του Ερντογάν για προέλαση στο Μανμπίτζ μάλλον δεν θα γίνουν πράξη. Και αν ακόμα οι τουρκικές δυνάμεις προωθηθούν ως εκεί, αυτό πιθανότατα θα γίνει κατόπιν συνεννόησης και χωρίς μάχη, στα πρότυπα δηλαδή της παράδοσης του Κιρκούκ στον ιρακινό στρατό μετά το άκυρο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν. Με άλλα λόγια, όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα εξέλιξη του πολέμου στη Συρία, δεν προοιωνίζεται καμία μητέρα των μαχών καθώς κανένας από τους εμπλεκόμενους δεν είναι διατεθειμένος να ρισκάρει εκτεταμένες απώλειες σε φιλόδοξες αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις που δεν θα εγγυώνται την καθαρότητα των ουρανών από εχθρικά αεροπλάνα.