του Μιχάλη Γιαννεσκή


Ένα ελκυστικότατο λάφυρο, μαγνήτης για τον ιμπεριαλισμό

Η Ινδονησία είναι η τέταρτη σε πληθυσμό χώρα στον κόσμο, με 270 εκατ. κατοίκους. Αποτελείται από 13.000 νησιά, 3.000 από τα οποία κατοικούνται. Αποτελούσε ανέκαθεν ένα ελκυστικότατο λάφυρο και μαγνήτη για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, λόγω του τεράστιου φυσικού της πλούτου, της τοπογραφίας της και της κοινωνικής και θρησκευτικής πολυμορφίας της.

Η ανεπαρκής επικοινωνία και συγκοινωνία μεταξύ των χιλιάδων νησιών, η έλλειψη υποδομών και οι πολιτιστικές διαφορές των διαφόρων τμημάτων του πληθυσμού αποτελούσαν ιδανικές συνθήκες για τις τοπικές ελίτ, οι οποίες δρούσαν σχεδόν ανεξάρτητα, κάνοντας συμφωνίες με ξένες δυνάμεις για την εκμετάλλευση των πόρων της περιοχής τους. Κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η Ολλανδία, η Βρετανία και η Πορτογαλία είχαν μοιράσει τα νησιά μεταξύ τους.

Η Ινδονησία απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μεγάλο μέρος του φυσικού πλούτου της κρατικοποιήθηκε. Όμως, η υποτυπώδης οργάνωση των κρατικοποιήσεων δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την ιδιοποίηση μέρους της οικονομίας από τον στρατό και εισοδηματίες.

Το 1967 ένα μεγάλο μέρος του φυσικού πλούτου της Ινδονησίας (όπως χαλκός, νίκελ, βωξίτης, ξυλεία) παραχωρήθηκε σε Δυτικές εταιρείες. Οι προετοιμασίες για το ξεπούλημα των φυσικών πόρων της χώρας είχαν αρχίσει 2 χρόνια νωρίτερα, όταν ένα αποτυχημένο πραξικόπημα έδωσε την αφορμή για την παράδοση της Ινδονησίας σε ξένα συμφέροντα.

Η εξόντωση των «κομμουνιστών»

Ο Σουκάρνο, ο πρώτος πρόεδρος της Ινδονησίας, προσπάθησε να ενοποιήσει τις διαμετρικά αντίθετες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μέσω μιας ιδεολογίας που ονόμασε «Εθνικισμός-Θρησκεία-Κομμουνισμός». Η πλειοψηφία των στρατιωτικών υπέσκαπτε τον Σουκάρνο λόγω της ανοχής που επιδείκνυε προς τους κομμουνιστές. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1965 στρατιωτικοί που υποστήριζαν τον Σουκάρνο έκαναν πραξικόπημα κατά της στρατιωτικής ηγεσίας, το οποίο συντρίφτηκε την επόμενη μέρα.

Ο στρατός, υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Σουχάρτο, κατέλαβε την εξουσία και οργάνωσε ένα μακροχρόνιο πογκρόμ. Στα πρώτα 3 χρόνια (1965-1968) σφαγιάστηκαν 500.000-800.000 άτομα και πάνω από ένα εκατομμύριο φυλακίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια και άλλες ακρότητες. Ο κύριος στόχος των βιαιοτήτων ήταν μέλη και υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδονησίας (ΚΚΙ), αλλά περιλάμβανε και όλους όσοι θεωρούνταν αντιφρονούντες, όπως συνδικαλιστές, ακτιβιστές, και άτομα κινεζικής καταγωγής. Για την εξόντωση των «κομμουνιστών» στρατολογήθηκε μεγάλος αριθμός ακροδεξιών και ισλαμιστικών παραστρατιωτικών ομάδων και συμμοριών.

Απόρρητα έγγραφα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ινδονησία που δημοσιεύτηκαν το 2017 από μια αμερικανική ΜΚΟ δείχνουν το εύρος των ακροτήτων. Συμπεριλαμβάνουν ένα τηλεγράφημα προς την Ουάσινγκτον που αναφέρει ότι «… η καταπίεση του ΚΚΙ εξακολουθεί … το κύριο πρόβλημα είναι με τι να τραφούν και που να κρατηθούν οι αιχμάλωτοι … αυτό το πρόβλημα λύθηκε εκτελώντας τους αιχμαλώτους, ή σκοτώνοντάς τους προτού συλληφθούν … ».

Πολύτιμος φίλος, ιδανικός φονιάς

Ο Σουχάρτο αποτελούσε πρότυπο φιλοδυτικού δικτάτορα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ τον είχε χαρακτηρίσει «έναν από τους καλύτερους και πιο πολύτιμους φίλους», και η Παγκόσμια Τράπεζα «πρότυπο μαθητή». Οι λόγοι για την εκτίμηση που του έτρεφαν οι δυτικές κυβερνήσεις και οργανισμοί είναι προφανείς. Μέσα σε 2 χρόνια, ο Σουχάρτο είχε παραχωρήσει τον τεράστιο φυσικό πλούτο της χώρας του σε δυτικά συμφέροντα. Μέσα σε 3 χρόνια, είχε εξοντώσει ένα κομμουνιστικό κόμμα με 3.000.000 μέλη, τρίτο σε μέγεθος στον κόσμο μετά το ρωσικό και το κινεζικό.

Η Δύση υποστήριξε τον Σουχάρτο με όπλα, εκπαίδευση του στρατού του, μαύρη προπαγάνδα κατά των αντιπάλων του, και πλήρη κάλυψη και δικαιολόγηση των ακροτήτων που αυτός ενορχήστρωσε με ιδανική αποτελεσματικότητα: μια πολιτική γενοκτονία που απέβλεπε στην κατοχύρωση των συμφερόντων της Δύσης.

Πολιτική γενοκτονία και «εποικοδομητική» τρομοκρατία

Ο ΟΗΕ είχε αποφασίσει ομόφωνα το 1946 ότι η γενοκτονία κάθε ομάδας ή μέρους αυτής λόγω των φυλετικών, θρησκευτικών, εθνικών, πολιτικών ή άλλων χαρακτηριστικών της ήταν καταδικαστέα από το διεθνές δίκαιο. Όμως, οι πολιτικές ομάδες εξαιρέθηκαν από τη Σύμβαση για την Πρόληψη της Γενοκτονίας που υπεγράφη το 1948, χρησιμοποιώντας σημασιολογικά τεχνάσματα για να χαρακτηριστούν «μη μόνιμες» και νομικά εξαιρετέες. Ο πραγματικός λόγος για την εξαίρεση ήταν ότι πολλές κυβερνήσεις δεν θα επικύρωναν τη Σύμβαση, καθότι θα περιόριζε την αντιμετώπιση των πολιτικών τους αντιπάλων.

Έκτοτε, η Σύμβαση έχει εφαρμοστεί επιλεκτικά, όπως στην περίπτωση της Ρουάντα. Τα θύματα (οι Τούτσι) και οι θύτες (οι Χούτου) της γενοκτονίας στη Ρουάντα δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν διαφορετικές εθνικές ομάδες, καθότι είχαν την ίδια γλώσσα και κουλτούρα. Προκειμένου να παρακαμφθεί ο «σκόπελος» της πολιτικής γενοκτονίας, οι Τούτσι θεωρήθηκαν ως μια «σταθερή, μόνιμη» ομάδα,  διακριτή από τους Χούτου. Πολλοί ιστορικοί υποδεικνύουν ότι τα νομικά και σημασιολογικά τεχνάσματα δεν δικαιολογούν την εξαίρεση πολιτικών ομάδων από τη Σύμβαση της 9ης Δεκεμβρίου 1948, ιδίως όταν αυτές περιλαμβάνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ μια μέρα αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου 1948. 

Οι Αμερικανοί καθηγητές Νόαμ Τσόμσκι και Έντουαρντ Χέρμαν διατύπωσαν ένα ιδεολογικό και θεωρητικό πλαίσιο μέσω του οποίου εξηγούν πως η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ ενός κράτους καταδικάζουν ή αδιαφορούν για ορισμένες ακρότητες, ενώ επιδοκιμάζουν άλλες.  Το εν λόγω πλαίσιο διακρίνει τις ακρότητες και τα «λουτρά αίματος» που τις συνοδεύουν σε τρία είδη τρομοκρατίας: «ανώδυνη» όταν οι ακρότητες δεν επηρεάζουν τα συμφέροντα μιας κυβέρνησης, «αποτρόπαια» όταν διαπράττονται από αντιπάλους της, και «εποικοδομητική» όταν εξυπηρετούν τους στόχους της και διαπράττονται από την ίδια ή συμμάχους της. Στην τελευταία περίπτωση τα θύματα – όπως αυτά στην Ινδονησία – θεωρούνται «παράπλευρες απώλειες».

Η ψυχροπολεμική μηχανή προπαγάνδας

Τα αρχεία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και αποκαλύψεις πρώην πρακτόρων της CIA αποδεικνύουν ότι μήνες πριν από το πραξικόπημα της 30ης Σεπτεμβρίου 1965 οι Αμερικανοί διέδιδαν μαύρη προπαγάνδα μέσω των ΜΜΕ κατά των κομμουνιστών στην Ινδονησία. Καθ’ όλη τη διάρκεια των σφαγών, οι πρεσβείες της Αυστραλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ στην Ινδονησία είχαν καίριο ρόλο στην κατασκευή και διάδοση αντικομμουνιστικών και προ-καθεστωτικών ειδήσεων και προπαγάνδας.

Οι οδηγίες του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυστραλίας προς την πρεσβεία του στην Ινδονησία ήταν μάλλον οι πιο ξεκάθαρες: οι διπλωμάτες έπρεπε να εκμεταλλευθούν την κατάσταση προς όφελος της Δύσης, οι αναφορές τους να επαναλαμβάνουν συχνά ότι οι πολίτες υποστήριζαν τον στρατό στις εκκαθαρίσεις κομμουνιστών και να μην αφήνουν να εννοηθεί ότι ο ινδονησιακός στρατός ήταν φιλοδυτικός ή δεξιών πεποιθήσεων. Ο Βρετανός πρέσβης έδινε οδηγίες για την απόκρυψη της βρετανικής συνεργασίας με το καθεστώς της Ινδονησίας. Η πρεσβεία του παρείχε κατασκευασμένες ειδήσεις στο Associated Press στη Σιγκαπούρη, για να τις προωθήσει η ίδια μετά ως «ανεξάρτητα» νέα στο BBC. Παρόμοια, η CIA διέδιδε διάφορες φήμες, όπως ότι η Κίνα εξόπλιζε το ΚΚΙ.

Ελάχιστες αποκαλύψεις για τη γενοκτονία είδαν το φως της δημοσιότητας, όπως αυτή στο περιοδικό Time το 1965 στην οποία αναφερόταν ότι «η κλίμακα των δολοφονιών είναι τέτοια, ώστε να έχουν δημιουργηθεί προβλήματα υγιεινής … τα πτώματα έχουν κυριολεκτικά φράξει μικρά ποτάμια και παρεμποδίζουν την ποταμοπλοΐα». Οι περισσότερες συνταρακτικές μαρτυρίες ανταποκριτών «θάφτηκαν»,  όπως αυτή του Αυστραλού Ρόμπερτ Μάκλιν σχετικά με τις σφαγές υπό την καθοδήγηση του στρατού της Ινδονησίας, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Age της Μελβούρνης δίπλα στις πωλήσεις ζώων.

Πρότυπο πολιτικής τρομοκρατίας

Ο πρώην πράκτορας της CIA Ραλφ Μακγκίχι αποκάλυψε ότι η τρομοκρατία στην Ινδονησία χρησιμοποιήθηκε σαν πρότυπο για το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973. Παρόμοιες επεμβάσεις της CIA έγιναν στην Βολιβία (1971), στο Ελ Σαλβαντόρ (1980) και αλλού, ενώ η πολιτική γενοκτονία στην Ινδονησία δεν σταμάτησε το 1968.

Το 1975 η Ινδονησία εισέβαλε στο Ανατολικό Τιμόρ για να ανατρέψει την αριστερή κυβέρνηση της χώρας. Τα κίνητρα της εισβολής δεν ήταν μόνο πολιτικά. Το 1989 η Ινδονησία υπέγραψε συμβάσεις με την Αυστραλία και εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου για την εκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα του Τιμόρ. Το 1993 η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστραλίας υπολόγισε ότι 200.000 άτομα, το 1/3 του πληθυσμού του Ανατολικού Τιμόρ, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της ινδονησιακής κατοχής. Ο ΟΗΕ επενέβη το 1999 και το Ανατολικό Τιμόρ επανέκτησε την ανεξαρτησία του το 2002. Οι συμβάσεις παρέμειναν εν ισχύ και η πολιτική τρομοκρατία στο Τιμόρ αποδείχθηκε προσοδοφόρα για τα καπιταλιστικά συμφέροντα.

Οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται κατά περίπτωση την τρομοκρατία, ως ανώδυνη, αποτρόπαια ή εποικοδομητική, για την προώθηση των συμφερόντων τους. Ο πόλεμος στη Συρία αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα.

Πηγές

Asia News Monitor (2017). Indonesia: US Documents Released on 1965-66 Massacres. Bangkok, 20 October.
Chomsky, N. and Herman, E. (1973). Counter-Revolutionary Violence: Bloodbaths in Fact and Propaganda. Andover: Warner Modular Publications. Σε ελληνική μετάφραση: Τσόμσκι, Ν. (1974). Λουτρά Αίματος. Αθήνα: Ηριδανός.
Chomsky, N. and Herman, E. (1979). The Washington Connection and Third World Fascism. Boston: South End Press.
Henry, A.H. (2014). Polluting the Waters. A Brief History of Anti-Communist Propaganda During the Indonesian Massacres. Genocide Studies International, 8, 153-175.
Henry, A.H. (2016). Reflections on the Indonesian Massacres in Cold War Historiography and Political Economy. Genocide Studies International, 10, 52-64.
Keefer, E.C. (2000). Foreign Relations of the United States, Vol. 26. Indonesia, Political Action Paper, 19 November 1964 Memorandum for 303 Committee, 181–184, και Memorandum for 303 Committee 23 February 1965, 234–237. https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1964-68v26 (τελευταία πρόσβαση 12 Μαρτίου 2018).
Kuddus, R. (2017). The Ghosts of 1965. New Left Review, March-April 2017, 45-92.
McGregor, K. (2013). Mass Violence in the Indonesian Transition from Sukarno to Suharto. Global Dialogue, 15, 121-130.
Macklin, R. (1966). The Killing Goes On. Age, Melbourne, 20 January 1966.
McGehee, R. (1983). Deadly Deceits: My 25 Years in the CIA, New York: Sheridan Square.
Mehr, N.  (2009). “Constructive Bloodbaths” in Indonesia. The United States, Britain and the Mass Killings of 1965-66. Nottingham, Spokesman Books.
Miller, G. (2015). 1965: Jakarta: A Year of Living Dangerously. Australian Institute of International Affairs. http://www.internationalaffairs.org.au/australianoutlook/1965-jakarta-a-year-of-living-dangerously/ (τελευταία πρόσβαση 12 Μαρτίου 2018).
Pilger, J. (2008). Suharto, the Model Killer and his Friends in High Places, http://johnpilger.com/articles/suharto-the-model-killer-and-his-friends-in-high-places (τελευταία πρόσβαση 12 Μαρτίου 2018).
Pohlman, A. (2014). Incitement to Genocide Against a Political Group: The Anti-Communist Killings in Indonesia. Portal, 11, 1-22.
Time Magazine (1965). Indonesia: Silent Settlement. 17 December 1965. www.time.com/time/magazine/article/0,9171,834780,00.html (τελευταία πρόσβαση 12 Μαρτίου 2018).