Μετά το πέρας την πανδημίας και των καταστάσεων εκτάκτων μέτρων είναι προφανές ότι το πλήγμα στον νεοφιλελευθερισμό θα αφήσει πίσω του ένα τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κενό. Ένα κενό το οποίο θα μεγαλώσει με την επερχόμενη ύφεση που καραδοκεί. Αυτό το κενό θα εκμεταλλευτούν λαϊκίστικές ακροδεξιές κινήσεις. Κρίνοντας από τις ιστορικές συνέπειες προηγούμενων συστημικών κρίσεων, δεν θα πρέπει να μας φανεί περίεργο εάν ξαναδούμε μία αναγέννηση τέτοιων μορφωμάτων. Η κρίση, που βιώνουμε, μπορεί να είναι εξωγενής αλλά έχει απόλυτα συστημικές ρίζες, αφού πατάει πάνω σε μία ασταθή οικονομική βάση και στην αδυναμία του συστήματος να την διαχειριστεί. Νομιμοποιούμενες από τον διεθνή πολιτικό λόγο του Τραμπ και του Μπολσονάρο, την εγκαθίδρυση του Ορμπάν ως του πρώτου “νόμιμου δικτάτορα” στην Ευρώπη και την ρίψη ευθυνών προς οποιονδήποτε άλλον πέρα αυτών που φέρουν τις πραγματικές ευθύνες, ακροδεξιά κόμματα και κινήσεις θα έχουν την ευκαιρία να προωθήσουν για άλλη μία φορά την ατζέντα μίσους τους.

Με την επέλαση του ιού παρατηρούμε ένα τεράστιο πλήγμα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Την εβδομάδα που τελείωσε στις 28 Μαρτίου, το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ έκανε λόγο για κατάθεση 6,6 εκατομμυρίων αιτήσεων ανεργίας. Στην Ισπανία καταγράφηκαν 900,000 απολύσεις, ενώ η Βρετανία έφτασε τους ένα εκατομμύριο ανέργους. Την ίδια ώρα, εργαζόμενοι σε αρκετές χώρες είναι αναγκασμένοι να πηγαίνουν στις δουλειές τους, στοιβαγμένοι σε μέσα μαζικής μεταφοράς, αυξάνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης. Οι φωτογραφίες από τα μέσα μαζικής μεταφοράς της Νέας Υόρκης, το κέντρο του ιού, είναι χαρακτηριστικές. Φαίνεται επίσης μια αρκετά μεγάλη (όχι καθολική) παράλειψη του κρατικού εργοδότη για παροχές προστασίας στον εργασιακό χώρο, όπως κανόνες τήρησης αποστάσεων, χορήγηση μασκών και γαντιών κλπ. Αυτά τα πλήγματα και άλλα πολλά είναι αρκετά για να δημιουργήσουν μία αφόρητη κατάσταση για χαμηλόμισθους ελεύθερους επαγγελματίες, εργάτες και μικροεπαγγελματίες.

Σε αυτή την δυσαρέσκεια πατάνε κατά καιρούς ακροδεξιά μορφώματα. Ήδη από την αρχή του ιού έχει κάνει την εμφάνιση του ένα νέο είδος ρητορικής μίσους. Αυτό του οικολογικού φασισμού (ecofascism). Σε άρθρο της στο New Statesman η Sarah Manavis γράφει πως τα χαρακτηριστικά του οικολογικού φασισμού συνδυάζουν τον νεοναζισμό με τον περιβαλλοντολογισμό. Κάποια βασικά χαρακτηριστικά του είναι η αναγέννηση της παράδοσης, η ιδέα πως είναι ανάγκη να επιστρέψουν όλοι οι άνθρωποι στα μέρη τα οποία γεννήθηκαν αλλά και η εναντίωση στην πολυπολιτισμικότητα. Με λίγα λόγια, μία ιδεολογία μίσους που πατάει εικονικά στην προστασία του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου είδους, μέσω ψευδών επιστημονικών θεωριών.

Η ακροδεξιά αυτή τάση νομιμοποιείται από το νεοφιλελεύθερο πολιτικό σύστημα. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού βλέπουμε τον πρόεδρο Τραμπ να μιλάει για πρόσφυγες που εκμεταλλεύονται τον ιό για να βρουν τρόπο να παραμείνουν στην Αμερική, ενώ δεν λείπει η κατηγοριοποίηση του ιού ως “Κινεζοϊού” από τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Στην Ουγγαρία, το κοινοβούλιο ψήφισε επ’ αόριστον την διακυβέρνηση με διατάγματα από τον Ορμπάν. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δίνει το παράδειγμα σε ακροδεξιά κόμματα, αλλά μετατρέπεται σε κινητήριο μοχλό για την προώθηση της ατζέντας τους. Το τέλος της πανδημίας θα βρει αρκετές χώρες να εκτελούν ελέγχους με αυξημένο ζήλο στα σύνορα τους και να απαγορεύουν την είσοδο στις περισσότερες κατηγορίες προσφύγων και μεταναστών. Στην Ελλάδα, η διατήρηση των άθλιων κέντρων υποδοχής και ο κίνδυνος μόλυνσης από τις άθλιες υγειονομικές συνθήκες εντός αυτών αυξάνει τις φωνές ακροδεξιών για τον στιγματισμό αυτών των ανθρώπων. Κάτι το οποίο έρχεται σε συνδυασμό με τον απάνθρωπο χειρισμό του προσφυγικού από την κυβέρνηση και την νεοφιλελεύθερη Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε μία τέτοια κατάσταση ευδοκιμεί ο αλληλοσπαραγμός και η στοχοποίηση των αδύναμων που ουδεμία σχέση έχουν με τον ιό και την επερχόμενη οικονομική κρίση. Μία κατάσταση η οποία αποπροσανατολίζει τις μάζες για το ποιος φταίει για τις καταστάσεις των συστημάτων υγείας, για την απουσία μέτρων σε πολλά κράτη αλλά και την έλλειψη βοήθειας από θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κάτι τέτοιο βέβαια κολλάει γάντι στον ιστορικό ρόλο της ακροδεξιάς, η οποία λειτουργεί σαν “μαξιλαράκι προστασίας” για τους πραγματικούς υπεύθυνους της καταρράκωσης των συστημάτων υγείας και της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Χρησιμοποιώντας λοιπόν αυτό το μαξιλαράκι προστασίας, ο Γκεόργκι Δημητρόφ έγραφε πως ο φασισμός είναι μία εκδήλωση δύναμης του οικονομικού κεφαλαίου. Η διαχείριση από την οικονομική και πολιτική ηγεμονία της επερχόμενης κρίσης και της δυσαρέσκειας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων περνά μέσα από την παραπλάνηση της ακροδεξιάς. Με το προσωπείο του αντι-συστημικού και του εχθρού της παγκόσμιας ελίτ νεοφασιστικά και ακροδεξιά κινήματα αποπροσανατολίζουν λαϊκές μάζες και τις αποτρέπουν από την σωστή απόδοση ευθυνών, την οργάνωση και τον αγώνα. Καταφέρνουν έτσι να τις ρίχνουν στην εσωστρέφεια, στον ρατσισμό και τον αλληλοσπαραγμό.

 

Την επόμενη μέρα, που θα ξημερώσει μετά την πανδημία, ο κόσμος δεν πρέπει λοιπόν να αφεθεί στην εσωστρέφεια και στη δημιουργία “εικονικών εχθρών”. Ο στόχος μας λοιπόν είναι διττός. Οφείλουμε, αφενός, να αγωνιστούμε το μάρμαρο της κρίσης να το πληρώσει η οικονομική και πολιτική ελίτ. Αφετέρου, είναι χρέος μας να αποτρέψουμε την λερναία ύδρα της ακροδεξιάς