Το 1924 η New York Mirror κυκλοφόρησε υποσχόμενη 90% ψυχαγωγία και 10% ενημέρωση «αλλά ακόμα και αυτή δεν θα σας κάνει να βαρεθείτε». Αυτή ήταν και η πρώτη εφημερίδα που πέρασε από τη λαϊκίστικη δημοσιογραφία στο tabloid ή στον «κίτρινο τύπο», όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτή τη νέα εποχή η αλήθεια και τα γεγονότα δεν έχουν καμία σχέση με την έκδοση. Αυτή η ιδέα ήταν δυστυχώς πολύ επιτυχημένη. Η βρετανική Mirror έφτασε το 1968 να πουλάει κατά μέσο όρο 5,3 εκατομμύρια αντίτυπα την ημέρα, δημοσιεύοντας συχνά ψεύτικες ιστορίες για τη ζωή των διασημοτήτων της εποχής, κατακτώντας έτσι τον τίτλο της πιο επιτυχημένης εφημερίδας στον κόσμο.

Η τεράστια επιτυχία της κίτρινης δημοσιογραφίας οδήγησε συχνά και την παραδοσιακή δημοσιογραφία σε εντυπωσιακά ατοπήματα. Έτσι, το 1981 η Janet Cooke αναγκάστηκε να επιστρέψει το βραβείο Πούλιτζερ για το ρεπορτάζ της σχετικά με την εξάρτηση ενός παιδιού από τα ναρκωτικά (δημοσιεύτηκε στην Washington Post), όταν ανακαλύφθηκε ότι η ιστορία ήταν εντελώς φανταστική. Το 2003 ο Jayson Blair απολύθηκε από τους New York Times όταν αποδείχτηκε ότι επί χρόνια δημοσίευε φανταστικές ιστορίες που παρουσίαζε ως ειδήσεις και μαζί με τον Blair απολύθηκαν και οι δύο υπεύθυνοι αρχισυντάκτες του οι οποίοι θα έπρεπε να τον ελέγχουν. Κάτι παρόμοιο πάντως δεν συνέβη στην Ελλάδα, όταν εκδιώχτηκε ο μοντέρ του Mega που προσέθεσε ψεύτικους ήχους επεισοδίων στο βίντεο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, αφού εδώ κανείς άλλος δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος. Άγνωστο παραμένει επίσης αν απολύθηκε κάποιος από την εφημερίδα το ΒΗΜΑ όταν δημοσιεύτηκε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη κατά την επίσκεψη του Κώστα Καραμανλή στην Τουρκία, μια συνάντηση που τελικά δεν έγινε ποτέ.

Η δημοσίευση ψεύτικων ιστοριών και η εμπέδωση του ότι η δημοσίευση μιας ιστορίας δεν την κάνει αυτόματα αληθινή βοήθησε στην έκρηξη της καχυποψίας απέναντι στη δημοσιογραφία και ταυτόχρονα τροφοδότησε τη δημιουργία μιας νέας γενιάς ανθρώπων που εθίστηκαν στην χαλαρή τεκμηρίωση και είναι πια έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε. Αν μάλιστα η είδηση περιλαμβάνει κάποια στοιχεία συνωμοσίας, μια αίσθηση ότι οι ισχυροί και οι δημοσιογράφοι του συστήματος δεν θέλουν να μάθετε την αλήθεια, τόσο το καλύτερο για την είδηση, τόσο χειρότερο για τη αλήθεια.

Τα κοινωνικά δίκτυα οδήγησαν τα ΜΜΕ που έχουν πάρει διαζύγιο από τη δημοσιογραφική δεοντολογία σε έναν απίστευτο αγώνα like farming. Οι τίτλοι που περιέχουν τη λέξη «σοκ» και «βόμβα» είναι οι συχνότεροι που μοιράζονται στο facebook. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων μέσων αναρτούν θέματα με φωτογραφίες με μπικίνι και αναμεταδίδουν τις ανοησίες του Σώρρα επειδή το trash πουλάει (και μετά σοκάρονται που χιλιάδες κόσμος συρρέει στις ομιλίες του).

Πριν λίγους μήνες η ιστοσελίδα NewsBomb κατέβασε από το διαδίκτυο ρεπορτάζ της σχετικά με υπουργό της κυβέρνησης, όταν ο τελευταίος απείλησε με μηνύσεις. Στο editorial του μέσου οι δημοσιογράφοι που είχαν αναρτήσει την είδηση απολογήθηκαν στο κοινό για την απόφασή τους, υποστηρίζοντας ότι είναι και αυτοί εργαζόμενοι με παιδιά που πρέπει να τα ταΐσουν. Αν θέλουμε να φτιάξουμε ένα υποφερτό μέλλον για τα παιδιά μας οφείλουμε να τους παρέχουμε κάτι περισσότερο από φαΐ.
 
Με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η προσοχή στράφηκε απότομα στην απειλή των «ψευδών ειδήσεων» (fake news) και στη σημαντική κοινωνικοπολιτική επιρροή που απέκτησαν «ξαφνικά». Στη συνέχεια τα fake news μετονομάστηκαν, από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο, σε «alternate facts» (εναλλακτικά δεδομένα), ένας ευφημισμός που κρύβει ακριβώς την ίδια σημασία. Οι ψευδείς ειδήσεις όμως, δυστυχώς υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στον δημόσιο διάλογο, δεν γεννιούνται σήμερα στην εποχή της διαδικτυακής ενημέρωσης και του συνεχούς «βομβαρδισμού» από πληροφορίες. Κι αν νομίζετε ότι τα fake news αφορούν μόνο τις ΗΠΑ ή είναι a priori περιθωριοποιημένα λόγω των συγκεκριμένων μοντέλων έκφρασης (π.χ. ΣΟΚ, ΒΟΜΒΑ) ξανασκεφτείτε το.

Θυμηθείτε την αδίστακτη προπαγάνδα την περίοδο του δημοψηφίσματος, με το Mega π.χ. να προβάλλει εικόνα από τη Νότια Αφρική ως φωτογραφία έξω από ελληνική τράπεζα. Ή τον Γιώργο Καραϊβάζ να «αποκαλύπτει» τα «τάγματα ιπτάμενων αναρχικών». Ή ακόμα και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων να παρουσιάζει (καλοστημένα ομολογουμένως) ρεπορτάζ για «επιθέσεις μεταναστών σε κατοίκους», που στην πραγματικότητα ήταν το ακριβώς αντίθετο, επιθέσεις ακροδεξιών σε προσφυγικό καταυλισμό. Θυμηθείτε επίσης ειδήσεις που δεν βγήκαν ποτέ στη δημοσιότητα: Τη Μαρία Σπυράκη να παραδέχεται ότι γνώριζε ότι οι τράπεζες δεν είχαν ρευστότητα αλλά «το πήρα στο μαξιλάρι μου». Τον Γιάννη Πρετεντέρη να ομολογεί ότι «γνώριζα ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο αλλά έλεγα το αντίθετο». Θυμηθείτε ακόμα τις «δολοφονίες χαρακτήρων» που διαφωνούσαν με την ασκούμενη πολιτική.

Πώς απαντάει η πραγματική δημοσιογραφία σε όλα αυτά; Με ψύχραιμη, στοιχειοθετημένη παράθεση των γεγονότων, χωρίς υπερβολές και άναρθρες κραυγές. Με τον σεβασμό στο δικαίωμα της διαφορετικής άποψης. Με τη διασφάλιση της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, που σημαίνει ελευθερία λόγου κι εξάλειψη της εργοδοτικής ή διαφημιστικής λογοκρισίας. Με την πίστη στο δόγμα ότι απώτερος σκοπός της δημοσιογραφίας είναι το δημόσιο συμφέρον.