Το βιβλίο «Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα» μας εισάγει στο θέμα μέσα από την περίπτωση της Χρυσής Αυγής, και είναι ουσιαστικό να ξεκινήσουμε από αυτή. Στην αριστερά και εν γένει στον προοδευτικό χώρο -όσο αόριστα κι αν δομείται η έννοια- έπειτα από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και την φυλάκιση των υψηλόβαθμων στελεχών της έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι «δεν έγινε και τίποτα με την καταδικαστική απόφαση» καθώς οι ψηφοφόροι της ακροδεξιάς απλώς «μετακομίζουν» εκλογικά σε άλλα κόμματα, όπως η Ελληνική Λύση ή και το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, επιμένοντας όμως στις ιδέες τους και έχοντας τις ίδιες πολιτικές αξιώσεις. Έχει μία σημασία να διαχωριστούμε εισαγωγικά από αυτή την εκτίμηση, και το βιβλίο το κάνει με τον τρόπο του, διότι δεν θα πρέπει να υποτιμούμε ως «παυσίπονα» τις νίκες του αντιφασιστικού κινήματος, των οποίων ο πολιτικός αντίκτυπος είναι εμφανής τόσο στην καθημερινότητα των υποκειμένων που έρχονταν και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το όραμα μιας φασιστικά οργανωμένης κοινωνίας όσο και στην πολιτική ζωή της χώρας, σε διάφορες εκφάνσεις της. Επιπλέον, όπως και όλες οι ιστορικές τομές, έτσι κι αυτή, φυλάει τα ολοκληρωμένα αποκαλυπτήρια των συνεπειών της για ένα ιστορικό επίπεδο.
*Το παρόν κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου «Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα» («Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα : φύλο, ΜΜΕ, ένοπλες δυνάμεις, εκκλησία», επιμέλεια: Ρόζα Βασιλάκη, Γιώργος Σουβλής, Πρώτη έκδοση. – Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, 2021) που έλαβε χώρα στις 18 Μαΐου 2022 στα Ιωάννινα.
Ο λόγος για τον οποίο έχει σημασία να ξεκινήσουμε από τη Χρυσή Αυγή, είναι για να δούμε ποιοι είναι αυτοί οι ιδεολογικοί άξονες που προϋπήρχαν ριζωμένοι στην ελληνική κοινωνία, πάνω στους οποίους μπόρεσε να πατήσει η Χρυσή Αυγή και να αναπτύξει την ισχύ της. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από το εξής ερώτημα: Πόση σημασία είχε ο ιδεολογικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής και η ρητορική της, για την τελική κοινή ετυμηγορία ότι για το πολιτικό μας σύστημα αποτελεί ακραίο στοιχείο; Διότι το ακραίο ορίζεται πάντα ως εξαίρεση σε σχέση με τον κανόνα, δηλαδή σε σχέση με το «κανονικό». Ήταν οπότε οι ιδέες και η ρητορική της Χρυσής Αυγής αυτά που την τοποθετούσαν στην θέση του άκρου ή ήταν κάτι άλλο;
Θυμάμαι ένα quiz που είχε κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο πριν κάποια χρόνια, που παρότι δεν μπόρεσα να εντοπίσω την αρχική δημοσίευση, οι αναδημοσιεύσεις αποδίδουν ως πηγή το site info-war, και έθετε το εξής: Ποιος είπε την παρακάτω φράση, ο Κασιδιάρης ή κάποιο στέλεχος της ΝΔ; Από τα πολλά παραδείγματα επιλέγω τυχαία δύο: 1) «Η φύλαξη των συνόρων δεν μπορεί να υφίσταται αν δεν υπάρχουν απώλειες και για να γίνω κατανοητός, αν δεν υπάρχουν νεκροί», το είπε ο Ηλίας Κασιδιάρης ή ο τωρινός υπουργός υγείας Θάνος Πλεύρης; 2) «Έχουν γεμίσει όλοι οι βρεφονηπιακοί σταθμοί μετανάστες και Έλληνας δεν μπορεί να μπει. Αυτό τέρμα.» Ηλίας Κασιδιάρης ή Αντώνης Σαμαράς; Οι απαντήσεις φυσικά, εννοούνται.
Το βιβλίο λοιπόν ξεκινά με την παραδοχή πως για το σύστημα και για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η Χρυσή Αυγή υπήρξε ακραία όχι γιατί προωθούσε απονομιμοποιημένες ιδέες, αλλά γιατί παραβίαζε μία σειρά από ταμπού που αφορούσαν τη συμπεριφορά και τον τρόπο πολιτικής δράσης. Αυτό δηλαδή που την εμπέδωσε ως έναν ακραίο πολιτικό χώρο ήταν περισσότερο η εγκληματική της φύση με τις σχετικές ποινικές συνέπειες, και λιγότερο οι θέσεις της για μια σειρά από ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, τα λεγόμενα εθνικά θέματα, οι έμφυλες σχέσεις ή το πολιτικό σύστημα. Αν κοιτάξουμε τον τρόπο με τον οποίο πριν την δικαστική απόφαση τα παραδοσιακά κόμματα του μεταπολιτευτικού δικομματισμού αλλά και τα mainstream ΜΜΕ προσέγγιζαν τη Χρυσή Αυγή ως άκρο, θα δούμε το εξής: ότι πολλά από αυτά που ένα προοδευτικό σώμα της απέδιδαν και τις αποδίδουν ως ακραίες απόψεις, σε ένα μεγάλο βαθμό απουσιάζουν. Για ένα μεγάλο μέρος της δεξιάς, του κέντρου, και των ΜΜΕ η Χρυσή Αυγή δεν αποτελούσε άκρο λόγω εκείνων των στοιχείων της ιδεολογίας της και της ρητορικής της που ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τον ρατσισμό, τον μισογυνισμό, τον αντισημιτισμό, τον φασισμό, την συνωμοσιολογία κ.α. αλλά τις περισσότερες φορές η Χρυσή Αυγή, δομείται ως άκρο στη βάση κατηγοριών που παραλλαγμένες και «πειραγμένες», ανεξάρτητα από τις ποιοτικές διαφορές και την πραγματικότητα, μπορούν να εργαλειοποιηθούν ώστε να στοχοποιήσουν και την αριστερά, εξυπηρετώντας τη θεωρία των δύο άκρων: Βία, λαϊκισμός, αντίθεση στην αστική δημοκρατία, κ.α. Ο τρόπος με τον οποίο δηλαδή η Χρυσή Αυγή δομείται ως άκρο από το σύστημα, δεν έχει και τόσο να κάνει με όλα αυτά που πιθανότατα ο προοδευτικός χώρος βρίσκει ακραία. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ένα μεγάλο μέρος των βασικών ιδεών της Χρυσής Αυγής, στον πυρήνα τους, μέσα στα χρόνια ήταν κανονικοποιημένο για την ελληνική κοινωνία, παρότι η εξτρεμιστική πρακτική με την οποία αποτυπώνονταν μέσα από τις δράσεις της Χρυσής Αυγής δεν ήταν εξίσου εύκολα αποδεκτή.
Το βιβλίο καταπιάνεται με 4 βασικές θεματικές ως προς την κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου και των ακροδεξιών ιδεών προσπαθώντας να εξηγήσει τους τρόπους λειτουργίας της κανονικοποιητικής διαδικασίας: πως παράγει πολιτική σκέψη, ποιος είναι ο κοινωνικός αντίκτυπος, πως βιώνεται από τους φορείς των ακροδεξιών ιδεών; Θα ξεκινήσω αντίστροφα να παρουσιάσω τους 4 άξονες, προσπαθώντας να δώσω μία γεύση επί του περιεχομένου και αφήνοντας και κάποια δικά μου προσθετικά σχόλια.
Από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον εθνικισμό, ο στρατός και η εκκλησία θεωρούνται οι πιο διαχρονικά επιδραστικοί. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μεθοδολογία που ακολουθείται στο βιβλίο, καθώς πέραν των βιβλιογραφικών στοιχείων πάρθηκαν συνεντεύξεις από στρατιωτικούς και από μέλη του κλήρου, με βάση ένα ερωτηματολόγιο που ακουμπά όλα εκείνα τα θέματα που δομούν ιδεολογικά την ακροδεξιά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Για την περίπτωση της εκκλησίας, οι συγγραφείς μας ενημερώνουν πως υπήρξε μία έντονη απροθυμία από τις ανώτερες βαθμίδες του κλήρου να παραχωρήσουν συνεντεύξεις σε αυτό το πλαίσιο, κι αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η εύκολη και πιθανόν ορθή σκέψη είναι ο φόβος της έκθεσης ή η καχυποψία απέναντι στους σκοπούς των ερευνητών/τριών. Αλλά θα μπορούσε να περιμένει κανείς κι ότι από την πλευρά των υψηλά ιστάμενων ίσως να υπήρχε η ανάγκη να αποτυπωθεί ένας πιο επίσημος λόγος της εκκλησίας για αυτά τα θέματα, γιατί δεν είναι και λίγες οι φορές που τα ανώτατα κλιμάκια έχει χρειαστεί π.χ στο δημόσιο λόγο να «μαζέψουν» δηλώσεις που έχουν κάνει άλλα μέλη του κλήρου και έχουν σηκώσει αντιδράσεις.
Έχει σημασία να σημειωθεί πως όπως φαίνεται από τις συνεντεύξεις η εκκλησία παρουσιάζει μία αντιφατική στάση σε σχέση με την υπεράσπιση κάποιων παραδοσιακών συντηρητικών αξιών και ιδεών. Για παράδειγμα στο ζήτημα του φύλου γνωρίζουμε τους τρόπους με τους οποίους γενικώς λειτουργεί σε θεσμικό επίπεδο π.χ. η περίπτωση του άβατου ή οι σαφείς διακρίσεις στον εκκλησιαστικό χώρο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας κτλ. Γνωρίζουμε επίσης τις παραδοσιακές της θέσεις για τον ρόλο της οικογένειας και τη θέση της γυναίκας μέσα σε αυτήν, όπως επίσης γνωρίζουμε και τον ρόλο που έχει παίξει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, διεκδικώντας έναν νέο πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση μίας αντιδραστικής ατζέντας που είναι σαφώς περιοριστική προς τα δικαιώματα των γυναικών, με κορμό το ζήτημα των αμβλώσεων, όπου η εκκλησία αξιοποιώντας ένα θεωρητικό οπλοστάσιο αλλά και μέσω της ενεργής παρουσίας των μελών της στη διοργάνωση εκδηλώσεων προπαγανδιστικού χαρακτήρα έχει παίξει τεράστιο ρόλο. Στα Γιάννενα συγκεκριμένα έχουμε δει και την περίπτωση του «αγέννητου παιδιού» -που ευτυχώς συνάντησε σημαντικές αντιδράσεις- και παραλίγο να δούμε και το «συνέδριο γονιμότητας» στην περίπτωση του οποίου οι αντιδράσεις πανελλαδικά ήταν τόσο καθοριστικές ώστε κατάφεραν να το ακυρώσουν. Όταν όμως έρχεται ο λόγος στο μεταναστευτικό και τίθεται το ζήτημα του μουσουλμάνου Άλλου, εκεί, όπως φαίνεται κι από τις συνεντεύξεις η εκκλησία μπορεί και να χρησιμοποιήσει μία χειραφετητική ρητορική, επικεντρώνοντας στο ότι ο μουσουλμανικός παράγοντας υπονομεύει τα δικαιώματα των γυναικών, που με αγώνες κατέκτησαν κτλ. Αυτό είναι καλό να το κρατήσουμε γιατί έχει μία ευρύτερη σύνδεση.
Η σημασία του μουσουλμάνου Άλλου παρουσιάζεται ως η πιο ανυπέρβλητη και για την εκκλησία αλλά και για τον στρατό σε σχέση με τις άλλες ετερότητες. Παρότι επανέρχεται συχνά ένα μοτίβο εχθρικό προς την αριστερά, τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, τον διεθνισμό, και όλα όσα μπορούμε να φανταστούμε, το ανυπέρβλητο τόσο για να είναι κανείς «καλός Έλληνας» ή «καλός χριστιανός», είναι το ζήτημα του ισλάμ, γύρω από το οποίο δομείται και ολόκληρη η αντιμεταναστευτική επιχειρηματολογία. Εδώ θα είχε ίσως ένα νόημα να θίξουμε για το ζήτημα του στρατού, πως στην περίπτωση του έχουμε και μία «κανονικοποίηση μέσα στην κανονικοποίηση». Η αναπαραγωγή, δηλαδή, από την πλευρά του στρατού ακροδεξιών λόγων και πρακτικών, είναι σχεδόν αναμενόμενη και επιθυμητή από μεγάλο μέρος της κοινωνίας ακόμα κι αν για το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο δεν προκρίνεται, καθώς έχει κανονικοποιηθεί εντελώς η αντίληψη πως για τον ρόλο για τον οποίο ο στρατός προορίζεται μέσα και από τον τρόπο που δομείται ως θεσμός, δεν μπορεί να σταθεί διαφορετικά στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθεί στις «ανάγκες» αν δεν λειτουργεί με έναν τέτοιον τρόπο. Αυτό συμβαίνει μέσα από διάφορα κανονικοποιητικά μοτίβα, από τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, μέχρι τη λειτουργία του στο κομμάτι της αρρενωπότητας με όλη την αφήγηση περί «άνδρωσης» κτλ. Σε αντίθεση για παράδειγμα με τα ΜΜΕ, ο στρατός όχι μόνο λειτουργεί κανονικοποιητικά για τον ακροδεξιό λόγο και τις ακροδεξιές ιδέες, αλλά είναι επίσης κανονικοποιημένο το να το κάνει. Το περιμένεις από αυτόν και το δικαιολογείς.
Και ερχόμαστε έτσι στο κεφάλαιο για τα ΜΜΕ, που είναι πολύ σημαντικό. Το κεφάλαιο, συγκρίνοντας σαφή, δηλωμένα ακροδεξιά ΜΜΕ όπως το Μακελειό, με συμβατικά, mainstream ΜΜΕ όπως ο ΣΚΑΙ ή η Καθημερινή, προσπαθεί να αναδείξει τις πανομοιότυπες τροχιές νοήματος που ακολούθησαν με βάση δύο βασικά ζητήματα: το προσφυγικό και τη συμφωνία των Πρεσπών. Βρίσκουμε έτσι την αναφορά στο ΣΚΑΙ news πως «η Ελλάδα κουρελιάζεται από τους Σκοπιανούς» ή αντίστοιχα την αναφορά στο STAR σε ένα ρεπορτάζ στο κέντρο της Αθήνας που έλεγε «αν νομίζετε ότι είμαστε στο Μπαγκλαντές κάνετε λάθος», που πραγματικά δημιουργεί την απορία, πέραν του ύφους, πόσο διαφορετικά είναι τα αντανακλαστικά στα οποία απευθύνονται σε σχέση με την επίσημη ακροδεξιά, και πόσο διαφορετικό το ιδεολογικό πλέγμα του αφηγήματος τους. Το ενδιαφέρον με τα ΜΜΕ βέβαια, είναι πως πραγματικά, όποτε κι αν γινόταν η βιβλιοπαρουσίαση θα είχες κάτι πρόσφατο να αναφέρεις. Το τελευταίο που θυμάμαι προσωπικά είναι τον Άρη Πορτσοάλτε στο ΣΚΑΙ πχ να λέει σε δημοσιογράφο της Αυγής «άντε να κάνετε αντιπολίτευση στον Γράμμο και στο Βίτσι». Στην ίδια συζήτηση στο μεταξύ κάνει λόγο για αριστερό φασισμό, και για αριστερό και ακροδεξιό λαϊκισμό, επαναφέροντας το μοτίβο που λέγαμε στην αρχή, του πως δηλαδή δομείται για τo mainstream η ακροδεξιά, πάντα στον βαθμό που μπορεί να εξυπηρετήσει τη θεωρία των δύο άκρων.
Αυτά τα δύο ζητήματα όμως δίνουν αφορμή για να δούμε τα προβληματικά στοιχεία που υπάρχουν μερικές φορές στο πως απαντάμε στην ακροδεξιά ρητορική. Παρότι είναι πολύ δελεαστικό το κομμάτι του προσφυγικού, εγώ θα καταφύγω στη συμφωνία των Πρεσπών, σε μία προσπάθεια να εξηγήσω αυτή τη σκέψη. Γιατί είναι σαφές πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τότε προώθησε τη συμφωνία των Πρεσπών και στη βάση της φιλίας των λαών και των ειρηνικών επιλύσεων, που διακρίνεται σαφώς από τις ακροδεξιές και εθνικιστικές κραυγές, ταυτόχρονα όμως την προώθησε και λέγοντας πως «πετύχαμε να λέγονται Βόρεια Μακεδονία, ενώ πριν λέγονταν σκέτο Μακεδονία, αυτό θέλατε;» ή λέγοντας πως «πετύχαμε να αστυνομεύουμε τον εναέριο χώρο της γείτονος χώρας, αντί να το κάνει ο στρατός του Ερντογάν». Σε ποια αντανακλαστικά βασίζονται αυτές οι τοποθετήσεις; Σαφώς εργαλειακά κάτι τέτοιο βγάζει νόημα, αν η πολιτική στόχευση είναι η νομιμοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην ελληνική κοινωνία, όμως τι καταλήγει να αναπαράγει μία τέτοια υπεράσπιση της συμφωνίας, ποιους πολιτικούς στόχους και ποιες ιδέες; Και φυσικά εδώ μπορούμε να δούμε και μια άλλη πλευρά, όσων διαφωνούσαν με τη συμφωνία των Πρεσπών με ένα αριστερό πρόσημο, με πιο γνωστό το επιχείρημα της νατοΐκής επέκτασης, τη χρησιμότητα του οποίου προσωπικά δεν αμφισβητώ καθόλου. Αλλά πόσο έκριναν αυτές οι αντιδράσεις τη συμφωνία από μία διεθνιστική σκοπιά; Το έκαναν όσο θα μπορούσαν; Μάλλον όχι.
Επιπλέον, στο κεφάλαιο για τα ΜΜΕ αφιερώνεται αρκετός χώρος για τη διαχείριση της ελληνικής ιστορίας, που έδρασε νομιμοποιητικά για τις αντιδράσεις πρωτίστως στη συμφωνία των Πρεσπών και δευτερευόντως και στο μεταναστευτικό ζήτημα, με την προβολή της από τα ΜΜΕ στη βάση ενός ανώτερου ελληνικού πολιτισμού και ενός αδιάσπαστου συνεχές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ενός ηρωικού έθνους που το επιβουλεύονται διαρκώς μέσα στους αιώνες κ.α. Εδώ θα έπαιρνε μία συζήτηση και για έναν ακόμα παράγοντα που δεν πιάνεται ιδιαίτερα στο βιβλίο, τον παράγοντα της εκπαίδευσης. Γιατί εκεί που πραγματικά οι ρίζες αυτού του αφηγήματος είναι πολύ βαθιές, είναι μέσα στις σχολικές τάξεις. Το ότι είναι ακόμα ταμπού να μιλάς με ιστορικά στοιχεία για το κρυφό σχολειό έχει τις ρίζες του στις σχολικές τάξεις, και αυτού του τύπου η παντελώς αντιεπιστημονική χρήση της ιστορίας βασίζεται σε μία λογική που ιδίως τώρα ανανεώνεται, τώρα που ξαναμιλάμε επιτέλους ανοιχτά για το βασικό πρόβλημα της εποχής που μαστίζει κοινωνίες, το ποια μαθήματα δηλαδή μετατρέπουν τα παιδιά μας σε κομμουνιστές. Νομίζω λοιπόν, πως μία επόμενη έρευνα για την κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου, θα είχε τεράστιο έδαφος αν περνούσε από τα χωράφια της εκπαίδευσης.
Και φτάνουμε στο κλείσιμο μέσα από την τελευταία θεματική που αφορά τη δεξιοποίηση των έμφυλων πολιτικών ταυτότητας, που είναι κατάλληλη για να αναφερθούμε και στις μεταμορφώσεις της άκρας δεξιάς. Μέσα από τους όρους του φεμοεθνικισμού και του ομοεθνικισμού, που είναι πολύ σημαντικό που συζητούνται σοβαρά πια και στην ελληνική βιβλιογραφία, το κείμενο προσεγγίζει το πως διεθνώς τα τελευταία χρόνια η άκρα δεξιά οικειοποιείται έναν δικαιωματικό λόγο και εργαλειοποιεί μια σειρά από ζητήματα που την «ξεπλένουν» ως προοδευτική για να προωθήσει την ατζέντα της. Το πως δηλαδή η Λεπέν μπορεί να χρησιμοποιεί ρητορικά τα δικαιώματα των γυναικών ή της LGBTQI+ κοινότητας για να περνάει μία αντιμεταναστευτική ρητορική, στη βάση του ότι οι μουσουλμάνοι καταπιέζουν τις γυναίκες, σκοτώνουν τα γκέι άτομα, και άρα επομένως το να τους δεχτούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι εγκληματικό απέναντι σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες που οφείλουμε να προστατεύσουμε. Η εργαλειοποίηση αυτή του δικαιωματικού λόγου προς όφελος της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού είναι κάτι που συμβαίνει κατά κόρον, όχι μόνο στα ακροδεξιά κόμματα αλλά και από τα κράτη με δεξιές ή κεντροδεξιές κυβερνήσεις: θυμίζουμε εδώ την περίπτωση της Γαλλίας στο ζήτημα της μπούρκας. Ποια ήταν η ιδεολογική βάση που επικαλούνταν η γαλλική κυβέρνηση όταν κυνηγούσε μουσουλμάνες γυναίκες στις παραλίες; Ότι πρόκειται για σύμβολα καταπίεσης, που δεν γίνονται ανεκτά στις φιλελεύθερες, προοδευτικές, δυτικές κοινωνίες που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών και που με αγώνες κερδήθηκαν. Πολλές φορές συμβαίνει και σε άλλα ζητήματα να εργαλειοποιείται ένα λόγος περί δικαιωμάτων ή ταυτοτήτων, ως αντίδραση για παράδειγμα στον φεμινιστικό λόγο, με ένα τρίπτυχο «δικαιώματα ανδρών – δικαιώματα αγέννητου παιδιού – δικαιώματα μπαμπάδων» που το έχουμε δει πολύ έντονα και στα ελληνικά δεδομένα πολύ πρόσφατα.
Αυτό που συμβαίνει κυρίως με όρους ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, στην Ελλάδα συμβαίνει κυρίως από μια πιο νεοφιλελεύθερη σκοπιά, παρότι τα επιχειρήματα είναι παρόμοια. Αλλά στην Ελλάδα η alt-right βρίσκεται ακόμα σε ένα νηπιακό στάδιο, σε ένα βαθμό ίσως και λόγω της προσκόλλησης της παραδοσιακής δεξιάς σε πολύ πιο παραδοσιακά μοτίβα: είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ίσως την alt-right να γιγαντώνεται παράλληλα με τις δηλώσεις ενός πρώην πρωθυπουργού, που αντλεί πολιτικά αισιοδοξία από το ότι η κοινωνία βλέπει τη ζωή του Παΐσιου στην τηλεόραση.
Από κει και πέρα όμως το φαινόμενο της alt-right έχει νόημα να μελετηθεί, διότι αυτή τη στιγμή είναι διεθνώς ένας πολιτικός χώρος στον οποίο παράγεται ένα μεγάλο μέρος της αντιδραστικής και ακροδεξιάς σκέψης, έχοντας στον πυρήνα του την ισλαμοφοβία και τον αντιφεμινισμό, ενώ παράλληλα μιλάει από τη σκοπιά του «νέου», του «πραγματιστικού» και του «προοδευτικού». Είναι αυτός ο τύπος της αντίδρασης που επιτίθεται στα κινήματα και στις κοινωνικές κατακτήσεις, όχι μέσω ενός σχεδίου αυταρχικής οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά μέσω ενός «εναλλακτικού τρόπου θέασης της προόδου», προωθώντας όμως επί της ουσίας μία ατζέντα όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και περιθωριοποίησης των κοινωνικών ομάδων που «αποκλίνουν» από το πρότυπο ανθρώπου αυτού του δυστοπικού κράματος νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς.
Και επιπλέον, είναι ένας χώρος ριζοσπαστικής δεξιάς που χρησιμοποιεί εντελώς νέα μέσα, και διαχέεται μέσα από την ποπ-κουλτούρα, τα social media, το youtube, τα memes. Στο ελληνικό youtube αυτή τη στιγμή, μπορεί κανείς να βρει βίντεο που επιτίθενται στους φεμινιστικούς αγώνες και στις φεμινιστικές διεκδικήσεις με επιχειρήματα του τύπου «αυτές θέλουν να εξομοιώσουν τα δύο φύλα, αλλά εγώ που είμαι προοδευτική και πραγματικά ανεξάρτητη δεν έχω ανάγκη από τέτοιου είδους παρωχημένες διεκδικήσεις», τα οποία συγκεντρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες προβολές από όπου κι αν προέρχονται, ακόμα κι αν πολλές από αυτές δεν είναι θετικά διακείμενες. Η ακροδεξιά ατζέντα αλλάζει μέσα, προσαρμόζεται. Η alt-right διεκδικεί ορατότητα και την παίρνει, και εμείς είτε θέλουμε να την ερευνήσουμε είτε θέλουμε να την πολεμήσουμε, είτε ιδανικά και τα δύο, πρέπει να σταθούμε πάνω από αυτά τα νέα μέσα. Και αυτός είναι ένας αγώνας της νέας εποχής που μαζί με άλλους θα πρέπει να δώσουμε.