Η αυγή τής δεύτερης δεκαετίας τού 21ου αιώνα αποδεικνύει ήδη από τους πρώτους μήνες το πόσο πιο γερασμένος είναι ο αιώνας ο οποίος ζούμε από τον αιώνα που προηγήθηκε. Αρχικά, η μεγάλη οικολογική καταστροφή στην Αυστραλία, ως συνέχεια των τεράστιων πυρκαγιών στο τροπικό δάσος τού Αμαζονίου το καλοκαίρι τού προηγούμενου έτους, που ανέβασε ακόμη περισσότερο το ιστορικό υψηλό τής κλιματικής καταστροφής στον πλανήτη· στη συνέχεια, η απειλή ενός μαζικού πολέμου που ακολούθησε τη δολοφονία τού στρατιωτικού ηγέτη των Φρουρών τής Επανάστασης Κασέμ Σολεϊμανί και η κλιμάκωση των συγκρούσεων στα συριακά εδάφη τού Ιντλίμπ ανάμεσα στο συριακό στρατό τού Άσαντ —με την ανοιχτή στήριξη της Ρωσίας— και των εναπομενουσών ισλαμιστικών οργανώσεων —υπό την προστασία των τουρκικών δυνάμεων— με την παράλληλη απειλή άρσης τής συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας και τις ροές προσφύγων που στοιβάχτηκαν για άλλη μια φορά στα ελληνοτουρκικά σύνορα· τέλος, ο τρόμος μιας παγκόσμιας πανδημίας και η επιβολή καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών με τις ανυπολόγιστες οικονομικές και πολιτικές συνέπειες, που ήδη αρχίζουν να γίνονται φανερές, σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα για το μέλλον τόσο της ανθρωπότητας όσο και της φύσης χωρίς φανερή διέξοδο. Η τελευταία αυτή συνθήκη μας εξαναγκάζει να σκεφτούμε αγωνιωδώς πάνω σε αυτή την εξελισσόμενη πραγματικότητα, ενώ τα εργαλεία κατανόησης και κριτικής μας προσπαθούν να συνέλθουν από την παράλυση που προκαλεί τόσο η συνεχόμενη τρομοκρατία στην οποία επιδίδονται συστηματικά συστημικά —και όχι μόνο— ΜΜΕ, όσο και η γενικευμένη αποδοχή άκρως κατασταλτικών μέτρων από την πλειοψηφία τού πληθυσμού.

Ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Giorgio Agamben, αναφέρθηκαν στην βιοπολιτική πλευρά τού ζητήματος και τη συνύφανσή της με ένα διαρκές καθεστώς εξαίρεσης που ήδη απειλεί σημαντικές πολιτικές ελευθερίες[1]. Ο Slavoj Žižek διακήρυξε αισιόδοξα τη δυνατότητα έλευσης ενός παγκόσμιου κομμουνισμού[2]. Άλλοι αναλυτές επικεντρώθηκαν, με αρκετή διορατικότητα, στην παραγωγή και διάδοση ιών, όπως οι ιοί SARS, από α) τη μανιώδη αναζήτηση διευρυμένων ζωνών επέκτασης από τις μεγάλες αγροτικές και κτηνοτροφικές βιομηχανίες, οι οποίες, με τις συνεχείς αποξηλώσεις που πραγματοποιούν, καταστρέφουν συστηματικά τη βιοποικιλότητα των μεγάλων δασών καθιστώντας αδύνατη τη φυσική αντιμετώπιση και απορρόφηση παρόμοιων ιών· και β) την παράλληλη ενσωμάτωση των αγορών «άγριων» ζώων στους κύκλους αξιοποίησης του κεφαλαίου[3]. Καθημερινά άρθρα τονίζουν την χρόνια απαξίωση των δημόσιων συστημάτων υγείας παγκοσμίως από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την συνεπαγόμενη αδυναμία αντιμετώπισης της παρούσας «υγειονομικής» κρίσης λόγω της σημαντικής υποστελέχωσης και της έλλειψης ιατρικού και τεχνολογικού εξοπλισμού. Μελέτες παρουσιάζουν τις τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις που ήδη γίνονται ορατές και οι αναλογίες με τα νούμερα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 μοιάζουν αναπότρεπτες[4].

Το σχήμα νομίζω έχει γίνει σαφές· η κρίση είναι πολύπλευρη και η κριτική της πρέπει να στοχεύσει στο όλον. Σε αυτό το πλαίσιο ελπίζω η παρούσα συζήτηση με τον Φώτη Τερζάκη να μπορέσει να ανοίξει ορισμένες προοπτικές σε αυτή την κατεύθυνση.

Φώτης Καγιάφας, 2/5/2020

 

*

 

Φώτη καλησπέρα και σε ευχαριστώ για την αποδοχή τής πρόσκλησης.Αν θα ήθελες και εσύ να ξεκινήσουμε με έναν πρώτο σχολιασμό από τη μεριά σου της τρέχουσας συνθήκης την οποία βιώνουμε όπου, υπό τον τρόμο μιας πανδημίας, γίναμε μάρτυρες της επιβολής άκρως κατασταλτικών μέτρων με το πρόσχημα μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών παγκοσμίως. Τί το νέο και ιδιαίτερο αναδεικνύεται κατά την άποψή σου από την παρούσα συγκυρία;

Η συγκυρία είναι εφιαλτική. Είμαστε όλοι αιχμάλωτοι στα χέρια τού ολοκληρωτικού κράτους που στο όνομα της δημόσιας υγείας αντλεί το δικαίωμα να μετατρέψει ολόκληρη την κοινωνία σε ένα υγειονομικά ελεγχόμενο Άουσβιτς. Το πιο τρομακτικό σε αυτή την ιστορία, για μένα, δεν είναι το καινούργιο ή το πρωτοφανές τής κατάστασης που ζούμε τούτες τις ημέρες τού αποκλεισμού, αλλά εκείνο που έχει από καιρό αρχίσει, που προχωρεί βήμα-βήμα, και του οποίου η παρούσα κατάσταση είναι απλώς μια συνέχεια και μια επίταση. Και θα επιμείνω σε κάτι το οποίο έχει προαναγγείλει, όπως εγώ τουλάχιστον το βλέπω, αυτό που συμβαίνει τώρα: τα δρακόντεια μέτρα κατά του καπνίσματος σε ολόκληρο τον κόσμο, μια αληθινή διωκτική παράνοια που μεταβάλλει τον δημόσιο χώρο σε ένα είδος λοιμοκαθαρτηρίου, εμπεδώνει ανήκουστες τεχνικές ελέγχου τού σώματος και των φυσικών μας λειτουργιών, μας καθιστά όλους υπόλογους σε μια διάχυτη εξουσία, η οποία πολλαπλασιάζει τα μέσα επέμβασης και εκβιασμού ανά πάσα στιγμή προς όλους, καλλιεργεί τον χαφιεδισμό και την επιτήρηση, διαθέσιμη τελικά για οιονδήποτε κατασταλτικό σκοπό. Το ότι το κράτος ή γενικά μια δημόσια αρχή έχει το δικαίωμα να ορίσει πώς θα διαχειριστούμε το σώμα μας, πώς θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε, να αφαιρέσει δηλαδή τον οιονδήποτε βαθμό κυριότητάς μας πάνω στις ίδιες τις ζωτικές μας λειτουργίες, είναι το ακραίο σημείο που μπορεί να φτάσει η χειραγώγηση των πληθυσμών, κάτι που μόνο τα πιο στυγερά ολοκληρωτικά καθεστώτα τόλμησαν στο παρελθόν, και που άλλωστε συνάντησε —τότε— αποφασισμένες αντιστάσεις τουλάχιστον από μια μερίδα ανθρώπων διόλου ευκαταφρόνητη. Έχουμε ξεχάσει φαίνεται ότι όλα τα αντικαπνιστικά μέτρα που στις ημέρες μας ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ και διακτινώθηκαν με απίστευτη ταχύτητα σε ολόκληρη την υφήλιο εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά από το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία, και ότι ο όροι «παθητικό κάπνισμα» και «παθητικός καπνιστής» επινοήθηκαν ακριβώς από ναζί γιατρούς[5]. Τα κόμματα της Αριστεράς που ψήφισαν και ψηφίζουν παντού τους αντικαπνιστικούς νόμους δεν τα ξέρουν άραγε όλ’ αυτά; Και δεν ξέρουν ότι όσο περισσότερες απαγορεύσεις επιβάλλονται στον δημόσιο βίο, τόσο περισσότερο γίνονται οι κοινωνίες ευεπίφορες στην αστυνόμευση και στην καταστολή, τους καρπούς των οποίων θα δρέψουν εντέλει σ’ εκείνες τις δραστηριότητες που θεωρούνται ως οι πιο επικίνδυνες πολιτικά για τα εδραιωμένα συμφέροντα;

Δεν ξέρω αν όλ’ αυτά φαίνονται άσχετα με το ζήτημα που μας απασχολεί τούτη τη στιγμή, αλλά θέλω ακριβώς να τονίσω τη συνέχεια που υπάρχει σε αυτά τα πράγματα, το πώς έχουν προδιαμορφωθεί εκείνες οι στάσεις και διαθέσεις που κάνουν τους πληθυσμούς καλούς αγωγούς στη χειραγώγηση, μέχρι το σημείο που δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Και σήμερα φαίνεται ότι πλησιάζουμε πολύ αυτό το σημείο. Το αδιανόητο και το πιο τρομακτικό για μένα είναι το πώς οι άνθρωποι καταλήγουν ν’ αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τέτοιες μορφές ανελέητης καταστολής – και μάλιστα να νιώθουν ευγνώμονες και προστατευμένοι, όπως αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα που, αν πιστέψουμε τουλάχιστον κάποιες αναφορές που είδαν το φως τής δημοσιότητας, η νεοφασιστική κυβέρνηση Μητσοτάκη απολαμβάνει ρεκόρ δημοτικότητας…! Το κλειδί είναι ολοφάνερα η μαγική υποβολή που ασκεί η ιδέα τής «δημόσιας υγείας»: όταν η δημόσια υγεία είναι το πρόσχημα, όλες οι αντιστάσεις παραλύουν, οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να υποστούν οτιδήποτε και παγώνουν ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις λογικές λειτουργίες. Κανείς δεν αναρωτιέται, ας πούμε, πόσα και ποια κριτήρια της υγείας υπάρχουν και ποιο σε κάθε περίπτωση επιλέγουμε, πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος που κάθε φορά προβάλλεται και για ποιον, από ποιον προβάλλεται και για ποιους πιθανούς λόγους, ποιος ο συγκριτικός βαθμός επικινδυνότητας ανάμεσα στην εκάστοτε σεσημασμένη «απειλή» και σε άλλες πρακτικές οι οποίες θεωρούνται «κανονικές» και συνεχίζονται αδιατάρακτα στις κοινωνίες μας…  Και αυτή η υπνωτική υποβολή που ασκεί η ιδέα τής «δημόσιας υγείας» διασφαλίζει την πιο επίφοβη απ’ όλες τις εξουσίες, αληθινή μάστιγα των νεωτερικών μας κοινωνιών και την πιο ασφαλή οδό προς τον ολοκληρωτισμό: την ιατρική εξουσία ως κατεξοχήν εργαλείο τής πολιτικής.

  • Η ταχεία εξάπλωση του Covid-19 και η καθημερινή τρομοκρατία των αριθμών των θανάτων παγκοσμίως δημιούργησαν την διαστρεβλωμένη εικόνα μιας ανεξέλεγκτης φυσικής καταστροφής που επέφερε μία ακόμη τεράστια τραγωδία για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Σε μια παγκοσμιοποιημένη κεφαλαιοκρατική κοινωνία, όπως είναι η δική μας, τί νόημα έχει κατά τη γνώμη σου να αντιμετωπίζουμε αυτήν την κρίση ως φυσική καταστροφή;

Ποιος ακριβώς είναι ο αριθμός των θανάτων; Τα στοιχεία που μας δίνονται είναι εντελώς συγκεχυμένα διότι δεν διακρίνουν το πιο βασικό πράγμα: από τί ακριβώς πέθαναν οι άνθρωποι που έχουν πεθάνει όντας ήδη μολυσμένοι από τον Covid-19. Ήταν αυτή η αποφασιστική αιτία θανάτου ή κάποια άλλο υποκείμενο νόσημα, σε συνέργεια ή όχι με τον ιό; Ήταν η νόσηση από τον ιό μοιραία ή έγινε τέτοια λόγω ειδικών συνθηκών, όπως η προχωρημένη ηλικία, η επιβάρυνση από δυσμενείς όρους διαβίωσης (που κυμαίνονται από την παρατεταμένη ψυχοκοινωνική δυστυχία μέχρι την καθαρή εξοντωτική φτώχεια), ο καταναγκαστικός εγκλεισμός (μαθαίνω ότι ένα ποσοστό πάνω από 50% του παγκόσμιου αριθμού θανάτων σημειώθηκε σε ιδρυματισμένες ομάδες —σε γηροκομεία, νοσοκομεία, ψυχιατρεία, φυλακές— πράγμα το οποίο ελάχιστα λέγεται δημοσίως) και, όταν φτάνουμε στο τελευταίο στάδιο, η ανεπάρκεια των καλώς εννοούμενων ιατρικών υπηρεσιών να ανταποκριθούν στο ελάχιστο ποσοστό των προσβεβλημένων που είχαν όντως ανάγκη την ιατρική βοήθεια; Και σε ποιους λόγους οφείλεται μια τέτοια ανεπάρκεια; Η παράθεση αριθμών είναι ενδεικτική μόνο της επιστημονικής ηλιθιότητας, εάν δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει και να διαφοροποιήσει ποιοτικούς παράγοντες – αλλ’ αυτό είναι κάτι που απαιτεί κρίση, και η κρίση είναι η κατ’ εξοχήν απαγορευμένη λειτουργία στις κοινωνίες μας, διότι συνεπάγεται πολιτικούς κινδύνους…

Όπως και αν πάρουμε εν πάση περιπτώσει τους αριθμούς των δημοσιευμένων θανάτων, δύο πράγματα έχω να παρατηρήσω αμέσως: πρώτον, ότι ακόμα δεν έχουν ξεπεράσει —σε παγκόσμιο επίπεδο— τον ετήσιο αριθμό των θανάτων από κοινή γρίπη.  Θα μου πει κάποιος βέβαια ότι σημειώθηκαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και ότι ο τελικός αριθμός αναμένεται να είναι πολύ ψηλότερος. Αυτό θα το δούμε· δεν πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε σοβαρό απολογισμό τής κατάστασης πριν περάσει μια διετία κι εξομαλυνθούν όλες οι περιστασιακές διακυμάνσεις, και πάντως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούμαστε μέχρι στιγμής να μιλάμε για πανδημία. Δεύτερον, και πιθανώς σπουδαιότερο: στην Αφρική, για παράδειγμα, σημειώνονται κάθε χρόνο εκατομμύρια θάνατοι από διάφορες ασθένειες, πολλές από τις οποίες απλές και θεραπεύσιμες —και αφήνω προς ώρας έξω τον κοινό λιμό— χωρίς αυτό να θεωρείται έκτακτη κατάσταση και χωρίς να ανησυχεί υπερβολικά κανέναν. Όταν έχουμε όμως μερικές χιλιάδες θανάτους σε Ευρώπη και Βόρειο Αμερική, θεωρούμε δικαιολογημένο να σημαίνουμε παγκόσμιο συναγερμό και να «σταματάμε τον κόσμο» σαν να ήρθε η συντέλεια. Ποια λογική το δικαιολογεί αυτό; Αν πιστεύουμε ότι η ζωή ενός ευρωπαίου ή βορειοαμερικανού έχει πολλαπλάσια αξία από τη ζωή ενός αφρικανού, τότε —και να μου συγχωρεθεί αν αυτό ακούγεται κυνικό— θεωρώ ότι μας αξίζει ένας μαζικός θάνατος.

Τώρα, το να μιλάμε για «φυσική καταστροφή» —όπως συχνά γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις— είναι αναίσχυντο και γελοίο ταυτόχρονα. Είναι σαν να επιχειρούμε να ενοχοποιήσουμε τη φύση για κάτι το οποίο είναι αποτέλεσμα της λυσσαλέας επίθεσης που έχει εξαπολύσει ο πολιτισμός μας εναντίον της. Τα πράγματα αυτά είναι τόσο γνωστά και πολυσυζητημένα ήδη ώστε μου φαίνεται σχεδόν περιττό να τα επαναλάβω· δεν είναι όμως καθόλου περιττό να θυμίσω ότι μέρος τού πολύπλοκου κουβαριού των αιτίων —στα οποία περιλαμβάνεται ασφαλώς η υπερθέρμανση του πλανήτη από τον μανιώδη παραγωγισμό που είναι όρος λειτουργίας μιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, με όλες τις αναπόφευκτες κλιματικές και οικοσυστημικές διαταράξεις· η βιομηχανική κτηνοτροφία που είναι αναπόσπαστο μέρος τού υπερκαταναλωτικού μας τρόπου ζωής και η βαθύτερη ανάγκη στην οποίαν ανταποκρίνεται είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους· η διείσδυση όλο και βαθύτερα στις ζώνες τής άγριας ζωής υποκινούμενη εν  μέρει από την ίδια αυτή λογική τού κέρδους κι εν μέρει από τις τρομακτικές ανισότητες στην κατανομή των πόρων που η λογική αυτή έχει ως συνέπεια, ανισότητες τις οποίες οι φτωχοί τού πλανήτη επιδιώκουν να εξισορροπήσουν με ενέργειες που θα ήταν τερατωδώς υποκριτικό εκ μέρους μας  να καταγγείλουμε ως οικολογικά επικίνδυνες ή ανεύθυνες— είναι ένας επιπλέον παράγων που ξεχνάμε συνήθως να συνυπολογίσουμε: η συστηματική επίθεση που έχει δεχθεί το ανθρώπινο βιοσύστημα από τις ίδιες τις τερατώδεις ιατρικές μας τεχνολογίες, ο φαρμακολογικός του βομβαρδισμός επί πολλές συνεχόμενες γενιές ο οποίος, εκμεταλλευόμενος έναν σκοπίμως ενσταλαγμένο τρόμο απέναντι στη φυσική φθορά και στον θάνατο, παράγει κολοσσιαία κέρδη για μια ακατάσχετα διογκούμενη φαρμακοβιομηχανία που συνιστά μία από τις ισχυρότερες εξουσίες αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της μόνης αληθινής βιολογικής άμυνας που μας επιτρέπει εδώ και χιλιετίες να συμβιώνουμε με τους άλλους γήινους οργανισμούς: του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Το κυνήγι των ιών και των μικροβίων, μοντέρνα επανέκδοση του αναγεννησιακού κυνηγιού των μαγισσών, έχει γίνει το έμβλημα του ιατρικού μοντέλου που αντικατέστησε τη θρησκευτική αυθεντία στις κοινωνίες μας, το οποίο πέτυχε πράγματι κάτι αξιοθαύμαστο: να αυξήσει το προσδόκιμο του χρόνου ζωής των ανθρώπων μειώνοντας θεαματικά την ικανότητά τους να χαίρονται μια ζωή με νόημα, δημιουργικότητα και γαλήνιες σχέσεις, στο μέτρο τού δυνατού, με το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον.

Οι άνθρωποι είναι όμως άξιοι της μοίρας τους, γιατί αρνούνται να διδαχθούν από το προφανές. Όποτε οι κοινωνίες μας έρχονται αντιμέτωπες με τις συνέπειες των ίδιων τους των πράξεων πάνω στο σώμα του πλανήτη, εξακολουθούν να χειρίζονται αυτές τις συνέπειες σαν να πρόκειται για τεχνικά προβλήματα και να αναζητούν τεχνικές λύσεις οι οποίες ανατροφοδοτούν κυκλικά την αιτία τού κακού, αντί να λάβουν το προφανές μάθημα: ότι το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στην εμπορευματοποίηση της φύσης και πως η μόνη δυνατή έξοδος από τον φαύλο κύκλο είναι η αλλαγή τού μοντέλου παραγωγής. Όταν λέμε —και κάποιοι το φωνάζουμε εδώ και χρόνια ή και δεκαετίες— ότι ο καπιταλισμός είναι δρόμος χωρίς επιστροφή προς τον οικουμενικό όλεθρο, δεν είναι απλό σχήμα λόγου ή καλαμπούρι.

  • Αντιλαμβάνεσαι, φαντάζομαι, ότι οι τεχνικές διαχείρισης που εφαρμόστηκαν δεν νοηματοδοτούνται μόνο από μια ενστικτώδη λογική βιοπολιτικής κυριαρχίας που διέπει τα σύγχρονα κράτη, αλλά εξίσου από τις πρακτικές αδυναμίες αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης από τα επί χρόνια απαξιωμένα δημόσια συστήματα υγείας και τους οικονομοτεχνικούς παράγοντες πρόβλεψης του κόστους που λαμβάνονται υπόψιν. Αυτό φάνηκε, νομίζω, κυρίως στην υιοθέτηση διαφορετικών μοντέλων κοινωνικού δαρβινισμού —συνοψίζονται στο δίπολο επιδίωξη ανοσίας τού πληθυσμού ή αναμονή ολοκλήρωσης του επιδημιακού κύκλου— τα οποία σχετικοποιούν την επικινδυνότητα του ιού και τις επιπτώσεις του ανάλογα με τους ανωτέρω παράγοντες. Σε αυτή τη μηχανική λογική τού υπολογισμού τού κόστους —ίδιον της λογικής τού κέρδους που, όπως σωστά ανέφερες, διέπει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα— γνωρίζεις ότι, σε αναλογία με τη ζωή τού ευρωπαίου και του αφρικανού, η κατανομή του θα ήταν και είναι αντίστοιχη με την ταξικά εδραιωμένη και κοινωνικά ευάλωτη θέση μέσα στον δυτικό κόσμο. Εν μέσω αυτών των υπαρκτών αντιφάσεων και αδιαφορώντας για τις προστακτικές τής υποταγής, ποια θα μπορούσε να είναι μία, έστω και προβληματική, κοινωνικά αλληλέγγυα θέση;

 

Πρέπει να ξεκινάμε από το αυτονόητο ότι οι κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται ούτε για την υγεία ούτε για τη ζωή τού πληθυσμού – πέραν ενός κατώτατου ορίου, εννοείται, που ορίζεται από την ανάγκη να υπάρχει ένα πληθυσμός προς εργασιακή εκμετάλλευση. Αν ενδιαφέρονταν θα προστάτευαν τον πληθυσμό από τη θανάσιμη βιομηχανική μόλυνση, από τη δηλητηρίαση της τροφικής αλυσίδας, από τα ραδιενεργά κατάλοιπα που παράγει η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, από τα «ατυχήματα» που αναπόφευκτα συνοδεύουν την πυρετώδη προσπάθεια των εργαστηρίων βιολογικού πολέμου —τα οποία δεν άκουσα να έκαναν παύση εργασιών στη διάρκεια καμίας πανδημίας—, από τροποποιήσεις τού εργατικού και του αστικού δικαίου όπως αυτές που, σε περίπτωση πτώχευσης μιας εταιρείας, προκρίνεται πλέον η αποζημίωση των τραπεζών έναντι της αποζημίωσης των εργαζομένων, ή εκείνες που, σε περίπτωση δήμευσης της οικογενειακής κατοικίας λόγω χρέους, επιτρέπουν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την εξαγορά πολύ κάτω τού ονομαστικού ποσού αλλά όχι στους ίδιους τους ιδιοκτήτες, από την αυξανόμενη προσφυγή στην αυτοκτονία —και δεν αναφέρω καθόλου την επεκτεινόμενη ψυχική καταρράκωση που δεν έχει τρόπο να καταγραφεί στατιστικά— σαν αποτέλεσμα της εξώθησης σε ακραία ένδεια εν μέσω αδιανόητου, και συσσωρευόμενου σε όλο και λιγότερα χέρια, πλούτου… Και πιο ειδικά, επί του προκειμένου, παρότι δεν διστάζουν να επιβάλουν απαγορεύσεις οι οποίες δεν έχουν επιβληθεί ούτε σε καιρό πολέμου, αρνούνται να   επιτάξουν τις ιδιωτικές νοσηλευτικές κλινικές που παραμένουν η λύση πολυτελείας για όποιον μπορεί να πληρώσει (άρα, ενόψει της παραδεδεγμένης ανεπάρκειας των κρατικών μονάδων, «διαλέγουν» ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, πράγμα για το οποίο κατηγορούν όσους δεν λαμβάνουν αντίστοιχα κατασταλτικά μέτρα)· εμποδίζουν τη φτηνή παραγωγή και μαζική χρήση αξιόπιστων τεστ για τον ιό (ένα κοινό ενζυμικό διάλυμα που μπορεί εύκολα να φτιάξει οποιοδήποτε εργαστήριο, όπως ακούω, αλλά πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν συμφωνία με συγκεκριμένη εταιρεία για αποκλειστική προμήθεια του δικού της διαλύματος ενώ πλέον δεν υπάρχουν αποθέματα)· δεν επιβάλλουν τη διεθνή συνεργασία των είκοσι και πλέον ερευνητικών ομάδων που αυτή τη στιγμή ερευνούν για εμβόλιο ή φάρμακο, οι οποίες κάνουν παράλληλα και με μυστικότητα τις ίδιες εργασίες σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο, προκειμένου να κατοχυρωθούν αποκλειστικά δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης…

Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό κίνητρο των κυβερνήσεων; Τα όσα είπα νωρίτερα για ολοκληρωτική μετάλλαξη των κοινωνιών μας δεν υπονοούν ότι μέτρα όπως αυτά που βιώνουμε τώρα είναι ένα εξ ολοκλήρου συνειδητό σχέδιο των κυβερνώντων για να επιβάλουν δικτατορικό έλεγχο του πληθυσμού – τουλάχιστον όσον αφορά κυβερνήσεις αδύναμες και υποτελείς όπως η δική μας. Πρώτιστο κίνητρο τέτοιων κυβερνήσεων —που είναι μάλλον οι περισσότερες κυβερνήσεις τού κόσμου— είναι να αποσείσουν από πάνω τους κάθε ευθύνη: υιοθετώντας αβασάνιστα ό,τι κάνουν και όλες οι άλλες, πρώτον αποκρύπτουν τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών περίθαλψης που είναι η αναπόδραστη συνέπεια της πολιτικής την οποίαν ακολουθούν εδώ και δεκαετίες, και δεύτερον δεν κινδυνεύουν να κατηγορηθούν σε περίπτωση που ο αριθμός των θυμάτων γίνει ανεξέλεγκτος ενώ, αν η τύχη ευνοήσει και η επιδημία ελεγχθεί, θα πιστώσουν στον εαυτό τους την «επιτυχία» την οποία εν συνεχεία θα μπορέσουν να εκμεταλλευθούν πολιτικά. Ο ολοκληρωτισμός για τον οποίον μιλάω είναι η «παράπλευρη συνέπεια» του τρόπου με τον οποίον λειτουργούν αυτές οι κοινωνίες και του οποίου είναι άβουλα ενεργούμενα τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι κυβερνώμενοι· αλλά το ότι η κατασταλτική λογική τούς έχει γίνει δεύτερη φύση είναι εξίσου αυτονόητο, και αυτό είναι που δίνει τη μοιραία τροπή στη φορά των πραγμάτων.

Στην παρούσα συγκυρία είδαμε πράγματι να εναλλάσσονται δύο στρατηγικές: η «πατερναλιστική» τής καραντίνας και η «νεοφιλελεύθερη» της αποκαλούμενης ανοσίας τού πλήθους – και είναι ενδεικτικό τής σύγχυσης των καιρών ότι, σε μεγάλο βαθμό, νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις επέλεξαν ακροδεξιά μέτρα (το πατερναλιστικό μοντέλο) ενώ ακροδεξιές κυβερνήσεις επέλεξαν νεοφιλελεύθερα μέτρα (το μοντέλο της μαζικής ανοσίας)! Παρότι εκείνες που επέλεξαν το πατερναλιστικό μοντέλο —οι συντριπτικά περισσότερες— δεν έχουν πιο ανθρωπιστικά κίνητρα απ’ όσο οι δεύτερες (για τους λόγους που εξήγησα παραπάνω), διεκδικούν για τον εαυτό τους εύσημα ανθρωπισμού και κατηγορούν υποκριτικά τις άλλες ότι προκρίνουν το οικονομικό συμφέρον έναντι της υγείας των ανθρώπων. Σε αυτό τον ορυμαγδό των παραπλανήσεων και των κάλπικων δηλώσεων, όποιος δεν θέλει να παραφρονήσει πρέπει να ξεκαθαρίσει τα δικά του κριτήρια και τη δική του αποφασισμένη οπτική αδιαφορώντας για το με ποια πλευρά ενδέχεται κατά τύχη να συμπέσει – γιατί, όπως έχω πει και άλλες φορές, στο ίδιο «δια ταύτα» μπορεί να φτάνει κανείς από διαφορετικούς δρόμους, αλλά δεν έχει τότε το ίδιο νόημα και την ίδια σημασία.

Πάγια προσωπική μου θέση σε θέματα που άπτονται της υγείας και της αρρώστιας είναι ότι ούτε η προφύλαξη ούτε η καταστολή συνιστούν θεραπευτική στρατηγική, αλλά μόνον η διαφύλαξη και ενίσχυση της φυσικής ανοσίας. Είναι παρανοϊκό και βλακώδες ταυτόχρονα κοινωνίες ολόκληρες να αγωνίζονται να περιφράξουν και ν’ αποκλείσουν μια επιδημία – σαν να σωρεύεις χαρτοπετσέτες στο σπάσιμο ενός φράγματος..! Όλες οι επιδημίες που γνώρισε η ανθρωπότητα ολοκλήρωσαν τον αναπότρεπτο κύκλο τους και αποδυναμώθηκαν φυσικώ τω τρόπω με τη βαθμιαία ανοσοποίηση του πληθυσμού, με κανένα άλλο μέσον· αυτό βέβαια σημαίνει πως θα υπάρξουν θύματα, και όσο περισσότερα είναι τόσο πιο επείγουσα η ανάγκη να ξανασκεφτούμε τις τρέχουσες πρακτικές μας, στο ποσοστό τής ευθύνης που τους αναλογεί. Πρέπει ωστόσο επίσης να εξοικειωθούμε με την ιδέα τής αρρώστιας και του θανάτου, με την ίδια μας τη θνητότητα, γιατί ο επ’ άπειρον εξορκισμός της είναι το μέτρο τού αθεράπευτου ναρκισσισμού και του ψυχικού νηπιομορφισμού που μαστίζει τις κοινωνίες μας και το δυτικό υβρίδιο ανθρώπου.

Σε μια επιδημία μέτριας έντασης όπως φαίνεται ότι είναι ο  Covid-19, ένα πολύ μικρό ποσοστό των μολυσμένων θα χρειαστεί όντως ιατρικές υπηρεσίες. Εννοείται πως η πολιτεία θα πρέπει να έχει προνοήσει για την φροντίδα αυτών των ευαίσθητων ομάδων, και η παροχή καλά οργανωμένης και δωρεάν δημόσιας περίθαλψης είναι εκ των ουκ άνευ όρος για τη λειτουργία μιας ανθρώπινης —για να μην πω το τετριμμένο «δημοκρατικής»— κοινωνίας. Από αυτή την άποψη η Αριστερά έχει δίκιο να καταγγέλλει την αθλιότητα των κυβερνήσεων που έχουν ξεπουλήσει το σύστημα υγείας σε κερδοσκόπους ιδιώτες, και των οποίων τα συμφέροντα, ακόμη και τώρα εν μέσω του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, δεν έχουν τη βούληση να θίξουν· από την άλλη πλευρά όμως είναι τυφλή κατά το ότι δεν θέτει το ζήτημα του ποιας υγείας και ποιας ιατρικής, το ζήτημα των ίδιων των θεραπευτικών μας κριτηρίων και της συμβατότητάς τους ή μη με ένα ευρύτερο όραμα του πώς θέλουμε να είναι οργανωμένη η κοινωνία, του ποιες θέλουμε να είναι οι διανθρώπινες σχέσεις και οι σχέσεις τής ανθρωπότητας με τη φύση, το ζήτημα του εθισμού των ανθρώπων στις ιατρικές υπηρεσίες ως μέρος τού ίδιου τού προβλήματος και το ζήτημα της προσφυγής στη θανατηφόρα ασφάλεια της κρατικής προστασίας ως μέσον ενίσχυσης του βιοπολιτικού ελέγχου στις ζωές μας. Ποια ιατρική, ποια πρόληψη, ποια θεραπεία, ποιο μοντέλο παραγωγής, ποιο κράτος, ποιες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης, αυτά είναι τα πραγματικά ζητήματα.

  • Γνωρίζεις φυσικά τη συζήτηση που δημιουργήθηκε γύρω από τον Giorgio Agamben. Αυτή ξεκίνησε από την αρχική —προβληματική κατά τη γνώμη μου— τοποθέτηση του Agamben στις 26/2 με τίτλο «Η επινόηση μιας επιδημίας»[6]. Πέρ’ από τις σημαντικές παρανοήσεις που έχουν δημιουργηθεί γύρω από το έργο τού φιλοσόφου, τί θεωρείς ότι μπορεί να προσφέρει ο συσχετισμός της έννοιας της βιοπολιτικής με ένα διαρκές καθεστώς εξαίρεσης στην κατανόηση της παρούσας ιστορικής πραγματικότητας και ποια είναι τα όρια μιας τέτοιου είδους κατανόησης;

Ο Αγκάμπεν είπε κάτι πολύ σωστό και δεν καταλαβαίνω γιατί έχει ξεσηκωθεί τέτοια κατακραυγή εναντίον του. Στην πρώτη του δημοσίευση της 26ης Φεβρουαρίου έκανε βέβαια μια εσφαλμένη εκτίμηση, βασιζόμενος σε μία ανακοίνωση του Εθνικού Κέντρου Ερευνών, όσον αφορά τη σοβαρότητα της επιδημίας. Αλλά και αφότου τα δεδομένα διορθώθηκαν, η βασική εκτίμηση, η δυσαναλογία των μέτρων προς το μέγεθος του κινδύνου παραμένει· και παραμένει οπωσδήποτε έγκυρο το επιχείρημα: ότι σε μια περίοδο που το παγκόσμιο σύστημα χαρακτηρίζεται από τρομερή αστάθεια —οικονομική, κοινωνική, γεωπολιτική, κλπ.— τα έκτακτα μέτρα δίνουν μια πολύτιμη ευκαιρία για συγκέντρωση εξουσιών, και όταν εξαντληθεί η «τρομοκρατία» ως πρόσχημα για τέτοια έκτακτα μέτρα, η επινόηση μιας πανδημίας μπορεί να προσφέρει έναν ιδανικό λόγο για την επέκτασή τους· και ακόμα, ότι έχουμε μπει σε έναν διεστραμμένο φαύλο κύκλο όπου ο περιορισμός της ελευθερίας που επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις γίνεται αποδεκτός στο όνομα μίας επιθυμίας για ασφάλεια, η οποία έχει προκληθεί από τις ίδιες αυτές κυβερνήσεις που τώρα παρεμβαίνουν για να την ικανοποιήσουν. Αυτή είναι η διαδικασία που οδηγεί με τον πιο ασφαλή τρόπο στον ολοκληρωτισμό, και στον Αγκάμπεν χρωστάμε τον πιο πρόσφατο από τους ορισμούς του ολοκληρωτισμού, ως συγχώνευση της ιατρικής με την πολιτική (πειραματική εφαρμογή τής οποίας ήταν ακριβώς τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου). Σε πιο πρόσφατη δημοσίευσή του, άλλωστε, στις 22 Απριλίου, τόνισε με ποιον τρόπο η επιστήμη έχει γίνει η δεισιδαιμονία τής εποχής μας και πόσο επικίνδυνο είναι να αναθέτουμε σε γιατρούς και επιστήμονες τη λήψη αποφάσεων ηθικού και πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί, όση ποσότητα κοινοτοπιών και συμβατικής σοφίας κι αν επιστρατεύσει κάποιος. Σήμερα στη Γαλλία, εντυπωσιασμένοι από τα πολύ μικρά ποσοστά καπνιστών ανάμεσα σε όσους έχουν νοσήσει από τον ιό,  ερευνούν σοβαρά μήπως το κάπνισμα είναι μια μορφή προστασίας. Ο μέσος απληροφόρητος άνθρωπος τρελαίνεται πραγματικά από τις αλλοπρόσαλλες πληροφορίες που του δίνουν κατά καιρούς οι διάφορες αντικρουόμενες ιατρικές «γνωματεύσεις», γιατί δεν μπορεί να φανταστεί το αληθινό μέγεθος της άγνοιας των γιατρών. Η πολυπλοκότητα ενός ζωντανού συστήματος υπερβαίνει κατά πολύ τις ικανότητες κατανόησης ενός τεχνοκρατικά εκπαιδευμένου μυαλού – και ούτως ή άλλως, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της η «επιστημονική» ιατρική ήταν και παραμένει γραφείο δημοσίων σχέσεων των ασφαλιστικών εταιρειών και των πολυεθνικών φαρμάκων.

Η έννοια της «βιοπολιτικής» δηλώνει αυτή ακριβώς τη συγχώνευση της ιατρικής με την πολιτική που είναι η κύρια μορφή ολοκληρωτικού ελέγχου στις τεχνοκρατούμενες κοινωνίες. Προέρχεται από τον Μισέλ Φουκώ, αλλά ο Αγκάμπεν της έδωσε την πλήρη της δραστικότητα και την πέρασε στο λεξιλόγιό μας. Μου φαίνεται εξαιρετικά χρήσιμη για να συζητήσουμε κάποιες πρωτόγνωρες σημερινές εμπειρίες για τις οποίες δεν υπάρχει όρος στην κοινή γλώσσα. Μια άλλη συναφής έννοια, η οποία προέρχεται από την Χάννα Άρεντ αυτή τη φορά, αλλά είναι και πάλι ο Αγκάμπεν εκείνος ο οποίος την έκανε δραστική στο πεδίο που συζητάμε, είναι η «γυμνή ζωή». Το πρότυπο για την Άρεντ ήταν η ζωή και οι λειτουργίες τού δούλου στον αρχαίο κόσμο, που ήταν  αιχμάλωτος στην αιώνια αναπαραγωγή τού κύκλου των στοιχειωδών φυσικών λειτουργιών – σε αντίθεση με τον τεχνίτη που δημιουργεί κάτι νέο και ανθεκτικό στον χρόνο, και με τον ελεύθερο πολίτη που διάγει τον κατεξοχήν ανθρώπινο βίο, του δημόσιου διαλόγου και των πολιτικών αποφάσεων. Η ίδια η Άρεντ συσχέτισε εν συνεχεία τις σύγχρονες μορφές τής καπιταλιστικής παραγωγής με οιονεί παλινδρόμηση στο υποβιβαστικό καθεστώς της «γυμνής ζωής», πράγμα που συνέδεσε με την προοδευτική παρακμή τής δημόσιας σφαίρας. Ο Αγκάμπεν χρησιμοποίησε το μοντέλο τού ναζιστικού στρατοπέδου για να δείξει αυτή τη διαδικασία «απογύμνωσης» στην ακρότατη μορφή της κι εν συνεχεία —πράγμα που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τη συζήτησή μας— το πώς οι μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες αφομοίωσαν το ναζιστικό μάθημα: πώς δηλαδή ολόκληρη η κοινωνία μεταμορφώνεται πλέον σε ένα αόρατο στρατόπεδο συγκεντρώσεως.

Τί σημασία έχουν αυτά όλα για μας; Επιτρέπουν να καταλάβουμε όχι μόνο τις ολοκληρωτικές μεταμορφώσεις τής εξουσίας αλλά και την ίδια την ανθρωπολογική μετάλλαξη της οποίας γινόμαστε μάρτυρες, την αναγωγή τής ανθρώπινης ύπαρξης στο κατώτατο κοινό παρονομαστή, στο επίπεδο της «γυμνής ζωής». Όλες αυτές οι δακρύβρεχτες ρητορείες που ακούμε τούτες τις ημέρες για την αξία τής ανθρώπινης ζωής και τα παρόμοια, κρύβουν το γεγονός ότι οι άνθρωποι ζαρώνουν από φόβο μη χάσουν τη φτωχή ζωούλα τους ανεξαρτήτως του πόσο μίζερη και αναξιοβίωτη έχει γίνει· ότι κάθε άλλη απαίτηση από τον κόσμο έχει συρρικνωθεί στη σκέτη επιβίωση, και ότι στο όνομά της είναι έτοιμοι να εκχωρήσουν κάθε αξίωση για ελευθερία και αυτοκαθορισμό, πόσο μάλλον για ευτυχία· και αυτή είναι μια αξιοθρήνητη ανθρωπότητα. Θα επιμείνω, με κίνδυνο να ακουστώ αθεράπευτα παρωχημένος (όσο δηλαδή παρωχημένος μπορεί ν’ ακούγεται και ο Νίτσε ή ο Χέγκελ στις ημέρες μας), ότι μόνον όποιος αποτιμά την ελευθερία πάνω από την επιβίωσή του δικαιούται κάτι περισσότερο στη ζωή από την κατάσταση του δούλου.

 

  • Στον αντίποδα της όποιας κριτικής στον Agamben, έγινε φανερή, νομίζω, η αδυναμία μιας ριζοσπαστικής κριτικής των πρωτοφανών μέτρων περιορισμού κυκλοφορίας και της εκχώρησης σημαντικών πολιτικών ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας, η οποία ρητά ή άρρητα οδήγησε σε μια γενικευμένη αποδοχή τους. Στην Ουγγαρία, μάλιστα, είχαμε την πρώτη τυπική κατάργηση αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ευρώπη μετά τον Μεσοπόλεμο, ενώ τα ψηφιακά μοντέλα επιτήρησης τύπου Κίνας ή Νότιας Κορέας ετοιμάζονται να εφαρμοστούν και στις δυτικές κοινωνίες. Πρόκειται κατά τη γνώμη σου απλά για ορισμένα παροδικά μέτρα ανάγκης ή υπάρχουν κάποιοι εγγενείς λόγοι που οδηγούν σε μια ολοκληρωτική μετάλλαξη των τυπικά δημοκρατικών πολιτευμάτων;

 

Όχι, δυστυχώς δεν νομίζω ότι πρόκειται για παροδικά μέτρα ανάγκης, αλλά για prova generale του μόνου μοντέλου υπό το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί πλέον ο καπιταλισμός στο σημερινό στάδιο της ανάπτυξής του. Άλλωστε, όπως είπα, η λογική των μέτρων αυτών έχει προηγηθεί και συνεχίζει να αναπτύσσεται σε ένα σωρό παράλληλες λειτουργίες που δεν σχετίζονται άμεσα με την καραντίνα: η ηλεκτρονική παρακολούθηση, τα βιομετρικά δεδομένα, ο έλεγχος των συναλλαγών μέσω της χρήσεως πλαστικού χρήματος και κάρτας, η διαδικτυοποίηση των εργασιακών αλλά όλο και περισσότερο επίσης των διαπροσωπικών σχέσεων, είναι πραγματικότητες που δεν περίμεναν μια επιδημία για να εφαρμοστούν, και οι οποίες θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται ακόμη και όταν τα πιο ακραία από τα έκτακτα μέτρα θα έχουν αρθεί (παρότι βέβαια οι τεχνικές που δοκιμάστηκαν στη διάρκειά τους θα τις επιταχύνουν και θα τις ενισχύσουν). Εκείνο που πρέπει κυρίως να καταλάβουμε —θα έπρεπε ήδη να το έχουμε καταλάβει από την τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα— είναι ότι ο ολοκληρωτισμός δεν ήταν ένα «ιστορικό ατύχημα», ούτε το σχέδιο που συνέλαβαν κάποια διεστραμμένα μυαλά, αλλά η αναγκαία και αναπότρεπτη συνέπεια του ίδιου τού καπιταλισμού, το ανώτατο στάδιο ανάπτυξής του – και, για να επαναλάβω ακόμα μία φορά τη χιλιοειπωμένη φράση του Μαξ Χορκχάιμερ, όποιος δεν θέλει να μιλήσει για καπιταλισμό, καλά θα έκανε να σωπαίνει και για τον ολοκληρωτισμό.

 

  • Με αφορμή την κατάρρευση των δημόσιων συστημάτων υγείας σε παγκόσμια κλίμακα, έγινε ξανά στις ημέρες μας της μόδας μια κριτική στον νεοφιλελευθερισμό, ακόμη και από ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους (!), και οι φωνές για την αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης αυξάνονται καθημερινά. Ποια είναι τα αδιέξοδα μιας τέτοιας κριτικής και τί ενδεχομένως συγκαλύπτει;

 

Από ποια σκοπιά γίνεται η κριτική στον νεοφιλελευθερισμό;  Σήμερα υπάρχουν μόνο δύο πολιτικές γραμμές στον κόσμο: της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και της εθνικιστικής ακροδεξιάς· σε τέτοιο σημείο πολιτικής εξαχρείωσης έχουμε φτάσει. Η πρώην «Αριστερά» είναι πλέον μοιρασμένη ανάμεσα στις δύο αυτές κυρίαρχες γραμμές: ένα της κομμάτι γίνεται ουρά τής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (δηλαδή, των προτεραιοτήτων του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού) με έναν φτηνό δικαιωματισμό σαν ρητορική σημαία, και το άλλο συνδαυλίζει τη συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνίας πρωτοστατώντας σε αρχαϊκές εθνοπατριωτικές ιαχές. Εν τω μεταξύ, η ευκολία με την οποία τα δύο στρατόπεδα εναλλάσσουν τις στρατηγικές τους δείχνει πόσο πλαστό είναι το δίλημμα. Ο καπιταλισμός είναι ένας ιός με τρομακτικές δυνατότητες επιβίωσης και αναπαραγωγής, και κάνει κάθε φορά ό,τι είναι προσφορότερο για τη διαιώνισή του: πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι η κρατική ρύθμιση και η «απελευθέρωση» των αγορών, η παγκοσμιοποίηση των ροών του κεφαλαίου και ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ισχυρών εθνοκρατικών δυνάμεων δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα πράγματα, είναι εναλλακτικά όπλα στη φαρέτρα τού ίδιου αντιπάλου. Ό,τι έχει απομείνει από την Αριστερά σήμερα, έχει χάσει την παραμικρή αίσθηση προσανατολισμού στον υπάρχοντα κόσμο. Παίζει εδώ και τρεις-τέσσερις δεκαετίες όλα της τα χαρτιά στη νοσταλγία τού «κράτους προνοίας», λες και δεν είναι αυτό που έσωσε την καπιταλιστική μηχανή από τη μεγάλη μεσοπολεμική κρίση, λες και το κράτος στη μορφή που υφίσταται σήμερα παντού στον κόσμο δεν είναι ο εκτελεστικός βραχίονας των εταιρικών και χρηματοοικονομικών συμφερόντων, λες και υπάρχει περίπτωση το κράτος αυτό να παράσχει την παραμικρή «προστασία» —και να επενδύσει χρήματα γι’ αυτό— χωρίς να τα αποσβέσει με δυσθεώρητο τίμημα για τους αποδέκτες, όλους εμάς: να μας χρεώσει τουλάχιστον για τρεις γενιές και να πάρει στον έλεγχό του την κυκλοφορία τού αίματος και την αναπνοή μας ακόμα…

 

  • Όσο σημαντική και αν πρόκειται να είναι η υλική και ιδεολογική ισχυροποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού, άλλο τόσο αναδείχθηκε και σχηματοποιήθηκε κατά την παρούσα κρίση, με παράδοξο συγχρονισμό και σε εκτεταμένη κλίμακα, η αυτοκτονική πορεία ενός τρόπου παραγωγής, ο οποίος το μόνο που φαίνεται να προοιωνίζεται για την ανθρωπότητα είναι ο θάνατος. Από την άλλη, όσο μαζική κι αν προμηνύεται να είναι για άλλη μια φορά η προλεταριοποίηση του πληθυσμού, πουθενά στον άμεσο ορίζοντα δεν διαφαίνεται εκείνο το ιστορικό υποκείμενο που θα σταματήσει αυτή τη φρενήρη πορεία. Ο Walter Benjamin, ερχόμενος ήδη από το 1940 σε αντίθεση με την αντίληψη του Μαρξ για τις επαναστάσεις ως την ατμομηχανή τής ιστορίας, έγραφε ότι «ίσως οι επαναστάσεις είναι η κίνηση του ανθρώπινου γένους που, ταξιδεύοντας σ’ αυτό το τρένο, τραβάει το φρένο κινδύνου»[7]. Ποιοι θα ήταν κατά τη γνώμη σου ορισμένοι άξονες προς μια τέτοια κατεύθυνση;

 

Φτάνουμε λοιπόν στο μοιραίο ερώτημα: τί μπορεί και τί πρέπει να γίνει; Μακάρι να είχα απάντηση… Η αυτοκτονική πορεία τού παγκόσμιου καπιταλισμού είναι δεδομένη, όπως δεδομένο είναι το ότι θα γίνεται αισθητή με όλο και πιο τρομακτικές κρίσεις σε όλες τις σφαίρες τής ζωής – και ο ίδιος εσύ ανέφερες μερικά από τα παγκόσμια γεγονότα αυτής της χρονιάς που δεν προοιωνίζουν τίποτα το αισιόδοξο… Δεν συμμερίζομαι πάντως την ελπίδα ορισμένων πως η κρίση τής τρέχουσας επιδημίας και το απρόσμενο «σταμάτημα του κόσμου» που προκάλεσε μπορεί να γίνουν αφορμή για έναν ριζικό παγκόσμιο αναπροσανατολισμό. Είδαμε κιόλας, εν μέσω του κυκεώνα που όλοι αντιλαμβάνονται σαν μια παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση, τις Ηνωμένες Πολιτείες να εντείνουν τις οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν, μια πληττόμενη χώρα – τεκμήριο απερίγραπτης ωμότητας που δείχνει σε τί είδους δυνάμεων τα χέρια βρίσκεται αυτή τη στιγμή το μέλλον του πλανήτη. Ούτε είναι αλήθεια ότι αυτή η παγκόσμια παύση βλάπτει τα ίδια τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα· για το πολύ μεγάλο κεφάλαιο έχει μάλλον τα ευεργετικά αποτελέσματα που έχει κι ένας πόλεμος: καταστρέφει αδιάθετες παραγωγικές δυνάμεις, αντιπαραγωγικούς  πληθυσμούς και λιμνάζοντα κεφάλαια, καθαρίζει την αγορά από μικρούς ανταγωνιστές κι επιταχύνει τη διαδικασία συσσώρευσης σε μονοπωλιακά κέντρα. Η διαδικασία αυτή βέβαια είναι αυτοκτονική, αναλώνει τον ίδιο τον ξενιστή τού κεφαλαίου, το ανθρώπινο και γήινο βιοσύστημα, όμως ο αυτοματισμός τού συστήματος είναι τέτοιος που είναι αδύνατον να σταματήσει από μόνο του, τη δύναμη αυτή δεν έχουν ούτε οι ίδιοι οι διαχειριστές του, οι οποίοι θα συνεχίσουν να ιδρώνουν για τους ισολογισμούς τής χρονιάς μέχρι την ώρα που θα καταποντίζονται στην άβυσσο…

Εκτός εάν κάποιος το τσακίσει απ’ έξω. Ποιος όμως; Η γεωμετρικά αυξανόμενη προλεταριοποίηση δεν έχει καθόλου διαψευσθεί, όπως μερικοί βιάστηκαν να προφητεύσουν, αλλά εάν μάθαμε κάτι από τον τρομερό αιώνα που πέρασε, είναι ότι η εξαθλίωση από μόνη της δεν είναι επαναστατική δύναμη – μπορεί μάλιστα να οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση· και η ανθρωπολογική μεταμόρφωση που διαπιστώνουμε τούτη τη στιγμή γύρω μας έρχεται σαν επιβεβαιωτική μαρτυρία. Ποιος θα τραβήξει λοιπόν το φρένο κινδύνου τής ιστορίας; Λυπάμαι, αγαπητέ μου Φώτη, που κλείνω τη συζήτησή μας με μια ερώτηση, αλλά εάν το προβλέψιμο διαγράφεται ζοφερό, εναποθέτω ακόμα όλες μου τις ελπίδες στο απρόβλεπτο· ίσως η ζωή έχει ακόμα τρόπους να αμυνθεί, και καθήκον μας είναι να τους αποκρυπτογραφήσουμε εγκαίρως. Δεν έχω να προσφέρω τίποτα που να μοιάζει με οδηγία σε όποιον δεν θέλει να δει – μόνο μια υπόσχεση: ότι εγώ τουλάχιστον, όσο ζω, δεν πρόκειται να εκχωρήσω ούτε χιλιοστό στον αντίπαλο, δεν θα συνθηκολογήσω ποτέ με το τετελεσμένο.

 

 

 

 

 

[1] https://www.journal-psychoanalysis.eu/coronavirus-and-philosophers/

[2] http://thephilosophicalsalon.com/monitor-and-punish-yes-please/

[3] https://monthlyreview.org/2020/05/01/covid-19-and-circuits-of-capital/

[4] Εδώ θα μπορούσα να παραπέμψω σε μελέτες του ΟΟΣΑ (https://www.oecd.org/newsroom/oecd-updates-g20-summit-on-outlook-for-global-economy.htm) και του ΠΟΕ ή ακόμη και σε πρόσφατη ανάλυση του Υπουργείου Οικονομικών για την εγχώρια οικονομία (https://thepressproject.gr/to-ypourgio-ikonomikon-vlepi-yfesi-47-ke-anergia-sto-20-gia-to-2020/). Για μια πιο περιεκτική ανάλυση από κριτική σκοπιά, βλ. https://thenextrecession.wordpress.com/2020/03/30/a-war-economy/

[5] Για μερικά στοιχεία σε σχέση με τη ναζιστική αντικαπνιστική πολιτική, βλ. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%83%CF%84%CE%B7_%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%93%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1

[6] https://www.babylonia.gr/2020/03/06/i-epinoisi-mias-epidimias/

[7] Walter Benjamin, Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή τού καπιταλισμού, μετ. Γιώργος Γκουζούλης, επιμ. Κ. Λιβιεράτος & Λ. Αναγνώστου (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 1994), σελ. 289.