του Δημήτρη Τσίρκα

Στόχος της ΝΔ και του μηντιακού συστήματος που τη στηρίζει είναι να στεγανοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας από οποιαδήποτε κριτική στα πεπραγμένα τους. Να καθορίσουν πλήρως την πληροφορία που φτάνει στα μάτια και τα αυτιά τους.

Και το έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό αφού ελέγχουν το σύνολο σχεδόν των μεγάλων καναλιών, εφημερίδων, ραδιοφώνων και ιστοσελίδων τα οποία δεν είναι απλώς φιλοκυβερνητικά, αλλά λειτουργούν ως ο επικοινωνιακός βραχίονας της κυβέρνησης.

Έτσι κανένα από αυτά δεν έπαιξε την ποδηλατάδα και το σπάσιμο της καραντίνας από το πρωθυπουργικό ζεύγος στην Πάρνηθα, κανένα δεν έδειξε τη φωτογραφία του Μητσοτάκη με άλλους πέντε χωρίς μάσκες ή το μοτοκρός της Μαρέβας σε εθνικό δρυμό, που απαγορεύεται. Ορισμένα μάλιστα έπαιξαν εκτεταμένα τις απαντήσεις του Πέτσα και άλλων κυβερνητικών στελεχών στην κριτική της αντιπολίτευσης, δίχως να προβάλλουν αυτή την κριτική ή το ίδιο το γεγονός. Όπως κάνουν συνέχεια εδώ και ενάμιση χρόνο.

Το αποτέλεσμα είναι η όποια κριτική στην κυβέρνηση να έχει εξοβελιστεί σε κάποια περιθωριακά μέσα που τα διαβάζουν λίγοι και τα οποία ήδη στραγγαλίζονται οικονομικά, έχοντας αποκλειστεί από την κρατική διαφήμιση και σε μεγάλο βαθμό και από την ιδιωτική.

Ναι, αλλά υπάρχουν και τα social media, θα αντιτείνει κανείς. Σύμφωνοι και αυτά όμως υφίστανται ως επί το πλείστον ως κλειστές «κοινότητες» χρηστών που μοιράζονται παρόμοιες πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες και οι οποίες ελάχιστα επικοινωνούν με τον κόσμο εκτός τους. Θάλαμοι αντήχησης, εν ολίγοις, όπου όλοι συμφωνούν μεταξύ τους, τουλάχιστον στα βασικά και ανακυκλώνουν τις ίδιες απόψεις.

Αυτό φυσικά δεν είναι αποτέλεσμα κυβερνητικού δαχτύλου, αλλά επειδή έτσι είναι σχεδιασμένη η λειτουργία τους. Να φέρνει δηλαδή σε επαφή ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα και να «εξαφανίζει» τους υπόλοιπους. Σπάνια κάτι που έχει γίνει viral σε μία από αυτές τις διαδικτυακές «φούσκες» θα ξεφύγει από τα όριά της και θα συζητηθεί ευρύτερα. Και τις λίγες φορές που συνέβη είχαμε όντως πολιτικά αποτελέσματα – την απόσυρση κάποιου νομοσχεδίου, την παραίτηση κάποιου υφυπουργού κλπ.

Μέχρι στιγμής ωστόσο το σύστημα δουλεύει αρκετά καλά. Η πλειοψηφία του κόσμου, ιδίως οι μεγαλύτερες ηλικίες, που ενημερώνονται από τα παραδοσιακά μέσα, κυρίως τα κανάλια ή εφημερίδες όπως το Πρώτο Θέμα, ως ενημέρωση γνωρίζει μόνο την κυβερνητική προπαγάνδα.

Οι άνθρωποι αυτοί πολύ δύσκολα θα έρθουν σε επαφή με εναλλακτική πληροφόρηση, αφού όποιο κανάλι ή ραδιόφωνο και αν ανοίξουν, όποια, σχεδόν, εφημερίδα και αν ξεφυλλίσουν, σε όποια μεγάλη ιστοσελίδα και αν μπουν, την ίδια φιλοκυβερνητική γραμμή θα συναντήσουν, με ελάχιστες αποχρώσεις κάθε φορά. Όσοι δε από αυτούς έχουν social media, το πιο πιθανό είναι να ανήκουν σε εικονικές κοινότητες που είναι είτε απολίτικες, είτε ουδέτερες ή φιλικά προσκείμενες προς την κυβέρνηση. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να πέσουν πάνω σε κάποια κριτική φωνή.

Με δυο λόγια, η πλειοψηφία της κοινωνίας εκτίθεται συστηματικά και μέχρι αηδίας, σε μια μαγική εικόνα όπου όλα είναι καλώς καμωμένα, η χώρα βαδίζει από επιτυχία σε επιτυχία, ο Μητσοτάκης είναι αλάνθαστος και η Μαρέβα υπέρκομψη. Η δε αντιπολίτευση τις ελάχιστες φορές που της δίνεται βήμα, υφίσταται καταιγισμό επιθέσεων από «δημοσιογράφους» και φιλοκυβερνητικούς «σχολιαστές και δεν της επιτρέπεται να αρθρώσει ούτε μια ολοκληρωμένη φράση, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται από γραφική έως πλήρως αποκομμένη από την πραγματικότητα.

Κάπως έτσι η κυβέρνηση συνεχίζει να είναι απολύτως κυρίαρχη του πολιτικού παιχνιδιού, παρά τους εκατό νεκρούς την ημέρα από τον κορωνοϊό, την κατάρρευση του ΕΣΥ, τη διάλυση της οικονομίας και την κοινωνική ζωή στον γύψο. Η δυσαρέσκεια αυξάνεται μεν, αλλά παραμένει στο επίπεδο των αποκομμένων ατόμων, δίχως να μετουσιώνεται σε μαζική απονομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής και σε συλλογική αντίδραση.

Στις σύγχρονες κατακερματισμένες κοινωνίες όπου κυριαρχεί η ιδιώτευση, οι μαζικές οργανώσεις είναι πλέον παρελθόν και τα συλλογικά βιώματα έχουν υποχωρήσει, οι άνθρωποι αδυνατούν, όπως σημειώνει ο Φρέντρικ Τζέιμσον, να χαρτογραφήσουν γνωσιακά την εμπειρία τους. Να τοποθετήσουν δηλαδή τον εαυτό τους εντός μιας δομημένης ολότητας που καθοδηγεί και δίνει νόημα στις πράξεις τους.

Σε μια τέτοια συνθήκη όπου οι ατομικές εμπειρίες δεν μπορούν να συναρθρωθούν σε ένα συνεκτικό όλον, η ολοκληρωτική κυβερνητική προπαγάνδα αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Κατασκευάζει μια εικονική πραγματικότητα που αναπληρώνει φαντασιακά αυτό που αδυνατεί να παράξει η πραγματική ζωή των ανθρώπων: συνοχή και νόημα. Παράλληλα, χειραγωγεί το συναίσθημα, φοβίζει και παρηγορεί ταυτόχρονα – κινδυνεύουμε όλοι αν δεν πειθαρχήσουμε τυφλά στις εντολές του κράτους. Η σωτηρία όμως είναι προ των πυλών αφού η κυβέρνηση έχει και σχέδιο και τα κάνει όλα σωστά.

Η κυβερνητική προπαγάνδα αποδιαρθρώνει την κοινωνία σε μεμονωμένες μονάδες που η κάθε μία απειλεί όλες τις άλλες (όταν δεν επιδεικνύει την περιβόητη ατομική ευθύνη). Για να την ανασυγκροτήσει αμέσως μετά ως φαντασιακή κοινότητα που, υπό την καθοδήγηση της «φωτισμένης» ηγεσίας της, καταγράφει τη μία επιτυχία μετά την άλλη και τα πάει καλύτερα από τις άλλες χώρες σε όλα τα μέτωπα. Καταφέρνει να δημιουργήσει εκείνη τη φαντασιακή σχέση των ανθρώπων με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής τους που βολεύει την κυβέρνηση. Γίνεται με άλλα λόγια, η ιδεολογία τους. Για πόσο ακόμα, μένει να το δούμε.