του Δημήτρη Τσίρκα
Ποιο είναι το νόημά της τότε; Πρώτον να δείξει ότι η κυβέρνηση παίρνει μέτρα για την ανάσχεση της πανδημίας. Και όσο πιο περιοριστικά είναι αυτά τα μέτρα, τόσο αποτελεσματικότερα φαντάζουν.
Γιατί επί έναν χρόνο τώρα, η κυβερνητική και μηντιακή προπαγάνδα επαναλαμβάνουν ότι ο ιός αντιμετωπίζεται μόνο με λοκντάουν και αυταρχικούς περιορισμούς.
Όλα τα άλλα – αποσυμφόρηση σχολείων και ΜΜΜ, μαζικά τεστ και ιχνηλάτηση, πρωτοβάθμια υγεία – μέτρα δηλαδή που προστατεύουν δίχως να αναστέλλουν πλήρως την κοινωνική ζωή, έχουν εξαφανιστεί από τη δημόσια συζήτηση. Πώς το είπε ο Σωτήρης, δεν μπορούμε τώρα να επενδύσουμε σε λεωφορεία.
Δεύτερον, η λογική της νέας απαγόρευσης βρίσκεται ακριβώς στον παραλογισμό της. Ο στόχος δεν είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας αλλά η πειθάρχηση του κόσμου στην εξουσία.
Αν τα μέτρα πρέπει να στηρίζονται στη λογική, τότε το κράτος οφείλει να τα νομιμοποιεί διαρκώς, επικαλούμενο κάτι έξω και πέρα από αυτό. Έτσι όμως η εξουσία του παύει να είναι αυθύπαρκτη και μπορεί να αμφισβητηθεί ανά πάσα στιγμή.
Για να την καταστήσει αδιαμφισβήτητη οι υπήκοοί του πρέπει να ακολουθούν τις επιταγές του αυτόματα, δίχως να περιμένουν κάποια αιτιολόγηση. Εδώ ακριβώς έγκειται η χρησιμότητα τέτοιων καταφανώς παράλογων απαγορεύσεων.
Λειτουργούν σαν τα καψόνια στον στρατό που επιβάλλουν οι αξιωματικοί στους νεοσύλλεκτους. Ανόητες, δηλαδή και αστείες απαιτήσεις τις οποίες όμως οφείλουν να εκπληρώσουν αδιαμαρτύρητα για να μάθουν να υπακούν τυφλά τους ανωτέρους τους.
Όσο περισσότερο το κράτος δυσκολεύεται να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του επικαλούμενο ένα αυτονόητο δημόσιο αγαθό, τόσο θα καταφεύγει σε καψόνια για να επιβεβαιώσει την εξουσία του.
Όσο μεγαλώνει η πολιτική αποτυχία, τόσο θα αυξάνεται η κρατική αυθαιρεσία. Εκεί που υποχωρεί η ηγεμονία, διογκώνεται η αστυνομία.