Καθώς το πρώτο παγκόσμιο κύμα lockdown (το προτιμώ από το Μπαμπινιώτικο «απαγορευτικό») πλησιάζει στο τέλος του, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη εκκινήσει τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων για το άνοιγμα κοινωνιών και οικονομιών. Εδώ θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ολόκληρο κείμενο για τη διαλεκτική σχέση οικονομίας-κοινωνίας• πάντως, ο σπουδαίος Ούγγρος φιλόσοφος Καρλ Πολάνυι διαπίστωνε ήδη από το 1944 στο magnum opus του, «Ο Μεγάλος Ανασχηματισμός», ότι «αντί η οικονομία να είναι ενσωματωμένη στις κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις είναι ενσωματωμένες στο οικονομικό σύστημα».

Καθώς το πρώτο παγκόσμιο κύμα lockdown (το προτιμώ από το Μπαμπινιώτικο «απαγορευτικό») πλησιάζει στο τέλος του, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη εκκινήσει τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων για το άνοιγμα κοινωνιών και οικονομιών. Εδώ θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ολόκληρο κείμενο για τη διαλεκτική σχέση οικονομίας-κοινωνίας· πάντως, ο σπουδαίος Ούγγρος φιλόσοφος Καρλ Πολάνυι διαπίστωνε ήδη από το 1944 στο magnum opus του, «Ο Μεγάλος Ανασχηματισμός», ότι «αντί η οικονομία να είναι ενσωματωμένη στις κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις είναι ενσωματωμένες στο οικονομικό σύστημα». Εν πάση περιπτώσει, σήμερα το θέμα μας είναι άλλο: Πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη μέρα» της περίφημης ιχνηλάτησης επαφών (contact-tracing), ώστε να προλάβουμε μία τυχόν επανάληψη της δραματικής αύξησης των μολύνσεων από τον νέο κορονοϊό; Και, είναι αυτό εφικτό;

Πολλές χώρες είναι διατεθειμένες να υιοθετήσουν τεχνολογικές λύσεις για την πρόληψη ενός τέτοιου ενδεχομένου. Οι δύο κυρίαρχες λύσεις είναι η Πανευρωπαϊκή Διατήρηση Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PEPP-PT) και η Αποκεντρωμένη Διατήρηση Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (D3-PT). Το PEPP-PT έχει επικριθεί ως υπερβολικά συγκεντρωτικό στο σχεδιασμό του, ενώ υποστηρίζεται από ισχυρά επιχειρηματικά λόμπι. Το «αποκεντρωμένο» μοντέλο D3-PT (όπου δηλ. τα δεδομένα δεν συλλέγονται σε μία κεντρική βάση) σέβεται περισσότερο τον απόρρητο χαρακτήρα των δεδομένων, ενώ υποστηρίζεται από αρκετούς ακαδημαϊκούς, αλλά και χώρες, όπως η Γερμανία. Παραδόξως, το εν λόγω μοντέλο προωθείται επίσης και από τους «τιτάνες» της τεχνολογίας, όπως η Apple και η Google, που συνεργάστηκαν για να αναδιαμορφώσουν την τεχνολογία Bluetooth των smartphone τους και που χρησιμοποιούμε λίγο-πολύ όλοι, ώστε να υποστηρίζουν τις λύσεις ιχνηλάτησης επαφών που θα προκρίνουν οι κυβερνήσεις.

Παραδόξως, η Γαλλία απαιτεί από την Apple να τροποποιήσει το λογισμικό της με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτραπεί η ανάπτυξη μιας εφαρμογής ανίχνευσης επαφών που έχει ήδη επικριθεί έντονα ως συγκεντρωτική (“StopCovid“). Γάλλοι ειδικοί υποστηρίζουν πως, μολονότι τέτοιες συγκεντρωτικές λύσεις δύνανται να αποτρέψουν τυχόν εξωτερικές επιθέσεις καλύτερα από τις αποκεντρωμένες, απαιτούν σε κάθε περίπτωση απόλυτη εμπιστοσύνη σε μία αρχή. Χώρια οι αδυναμίες που έχουν για παραβίαση του απορρήτου. Πάντως και οι δύο εταιρείες έχουν δεσμευτεί να υιοθετήσουν το μοντέλο D3-PT, το οποίο από μόνο του είναι μία τολμηρή κίνηση, δεδομένου ότι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη συγκέντρωση δεδομένων (δηλ. στη συλλογή τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων από χρήστες, ώστε να τα αναλύσουν για να βελτιώσουν τα προϊόντα τους και να προσφέρουν περισσότερο «εξατομικευμένο» περιεχόμενο). Ωστόσο, παραμένει ασαφές εάν αυτή η αναδιάρθρωση στις συσκευές μας πρόκειται να είναι μόνιμη. Η Apple δήλωσε ότι στοχεύει να εφαρμόσει την εν λόγω αλλαγή σε όλες τις συσκευές, επικαλούμενη μία τρόπον τινά αίσθηση δημοσίου καθήκοντος. Φυσικά, αυτό αφήνει άφθονο περιθώριο για σκεπτικισμό και κριτική, καθώς μία τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε ένα τρωτό σημείο περιορισμού της ελευθερίας και επιβολής μηχανισμών παρακολούθησης από απολυταρχικές κυβερνήσεις πολύ ευκολότερα και μαζικότερα.

 

 

Η βιοπολιτική της εξόδου

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, η έννοια της βιοπολιτικής του Michel Foucault ξαναέγινε εξαιρετικά επίκαιρη. Δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί. Ο Foucault έγραφε στο «Επιτήρηση και Τιμωρία» πριν από μισό αιώνα για την έννοια της καραντίνας και της πειθαρχίας: «[η καραντίνα αφορά] το κλείσιμο μιας πόλης και των απομακρυσμένων περιοχών της […] κάθε άτομο είναι σταθερό στη θέση του. Και αν κινείται, το κάνει με κίνδυνο της ζωής του, της μετάδοσης της ασθένειας ή της τιμωρίας του». Τώρα, δεν πρόκειται να εμβαθύνουμε σε μια… φουκωική ανάλυση της διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού, παρότι είναι δελεαστική. Για παράδειγμα, το ίδιο το γεγονός ότι, σε ακραίες περιόδους, το ιατρικό προσωπικό βρέθηκε στην τραγική θέση να πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην διάσωση της ζωής ενός ηλικιωμένου ανθρώπου και ενός νεαρού, ευνοώντας κατά κανόνα τον τελευταίο, είναι ένα παράδειγμα βιοεξουσίας. Μια άλλη σημαντική έννοια του Foucault και που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω, είναι αυτή των συσκευών ασφάλειας, που στοχεύουν κυρίως στην πρόβλεψη και τον έλεγχο επικείμενων απειλών.

Η ρητορική περί πολέμου ενάντια σε μια αόρατη απειλή, που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από όλες τις δυτικές χώρες, περιλαμβάνει την ανάπτυξη τέτοιων συσκευών ασφαλείας. Η περίοδος της άρσης των lockdowns, χαρακτηρίζεται ήδη από την ανάπτυξη αντίστοιχων «συσκευών ασφαλείας», δηλαδή εφαρμογών ιχνηλάτησης επαφών (δες εδώ μία λίστα ανά χώρα). Αυτή η λύση βασίζεται στην ελεύθερη κυκλοφορία του πληθυσμού, η οποία αποτελεί επίσης βασικό στοιχείο για την επιχειρησιακή ικανότητα των συσκευών ασφαλείας. Με απλά λόγια, αν δεν κινείται κανείς (lockdown) δεν δύναται εφικτή η ιχνηλάτηση (άρση). Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, θα επιστρέψουμε σε μια «νέα κανονικότητα» όπου θα έχουμε την επιλογή να κυκλοφορούμε «ελεύθερα» μέσα στις κοινωνίες μας με τη χρήση αυτών των τεχνολογικών εφαρμογών. Αυτό μπορεί σταδιακά να καταστεί υποχρεωτικό, προκειμένου να διασφαλιστεί η επικοινωνία μεταξύ των συσκευών των ατόμων. Επομένως, ίσως χρειαστεί να έχουμε το Bluetooth των συσκευών μας συνεχώς ανοιχτό, ώστε να μπορούμε να ειδοποιούμαστε όταν συναντάμε έναν επαληθευμένο φορέα του ιού**. Μάλιστα, θα έχει ενδιαφέρον το τι θέση θα κρατήσει η Ελλάδα στο νέο αυτό κεφάλαιο. Μεταξύ των δύο σίγουρα η αποκεντρωμένη λύση, που καθώς φαίνεται προκρίνεται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μοιάζει προτιμότερη.

Η προσέγγιση του «για όλα υπάρχει μία λύση»

Εδώ και χρόνια πολλές δυτικές κοινωνίες ευλογούν το «disruptive innovation» ή «solutionism», όπως την ονόμασε ο Evgeny Morozov. Αυτό θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ακόλουθο μότο: «υπάρχει μια εφαρμογή για τα πάντα». Οι προσεγγίσεις των… «solutionists», ανεξάρτητα από το πόσο καλοπροαίρετες είναι – και η ομάδα του D3-PT πρωτοκόλλου φαίνεται σίγουρα καλοπροαίρετη – πάντα έρχονται πλαισιωμένες από ένα κάπως αίσθημα ενθουσιασμού, ότι μια καλά σχεδιασμένη λύση μπορεί να χρησιμεύσει ως πανάκεια. Σίγουρα δεν θέλω να τους χαλάσω το όνειρο, αλλά… υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν με εφαρμογές ή τεχνολογικές υποσχέσεις. Ασφαλώς, θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμες τέτοιες προτάσεις, όπως το παράδειγμα μας: το D3-PT είναι μια πολύ πιο υπεύθυνη και φιλική προς τους πολίτες πρόταση. Ωστόσο, είναι επίσης χτισμένη σε υποδομές που ανήκουν σε μεγάλες ιδιωτικές πολυεθνικές. Ακόμη ένα ζήτημα που αναδύθηκε μέσα από αυτήν την κρίση: πόσο μεγάλο μέρος του ψηφιακού «δημόσιου» χώρου μας έχει καταληφθεί από ιδιωτικές εταιρείες. Χρησιμοποιούμε το Netflix για να διασκεδάσουμε, το Zoom για να διατηρήσουμε επαφή με φίλους και συγγενείς, το OneDrive για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε από το σπίτι μας, και ούτω καθεξής.

Αυτές οι εταιρείες προσφέρουν με περίσσεια χαρά τις υπηρεσίες τους σε δημόσιες Αρχές και κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες τύπου Netflix και YouTube συμφώνησαν να ελαχιστοποιήσουν την ποιότητα του περιεχομένου τους για περίπου 1 μήνα ώστε να μην «πέσει» το ίντερνετ ουσιαστικά, ενώ η Google κοινοποίησε έναν χάρτη που έδειχνε τη μείωση της κίνησης των χρηστών κατά τη διάρκεια των lockdowns. Το Facebook συνεργάστηκε με τη γαλλική κυβέρνηση για την άμεση υποστήριξη πολιτών μέσω WhatsApp και Messenger με τη χρήση bots, ενώ το ίδιο έκανε και η ελληνική. Η κρίση μπορεί να έχει εξαιρετικά πολιτικά κέρδη για αυτές τις εταιρείες, οι οποίες επεκτείνουν μεθοδικά τις υποδομές τους εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, την ίδια στιγμή δηλαδή που ελαχιστοποιούταν τάχιστα ο δημόσιος τομέας. Παραμένει αβέβαιο πώς θα ξεδιπλωθεί η περίοδος της άρσης των περιοριστικών μέτρων, αλλά ένα πράγμα παραμένει βέβαιο: εάν συνεχίσουμε να προκρίνουμε τις προσεγγίσεις που θέλουν να επιλύονται τα πάντα «με μία εφαρμογή», κινδυνεύουμε να χάσουμε ακόμα μεγαλύτερο έδαφος του δημοσίου χώρου μας.

 

** Για μεγαλύτερη κατανόηση του πώς λειτουργούν αυτές οι εφαρμογές δες την μελέτη της Homo Digitalis εδώ, αλλά και εδώ.

 

*Ο Χάρης Παπαευαγγέλου είναι υποψήφιος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, όπου μελετάει πολιτική οικονομία και, συγκεκριμένα, την εφαρμογή ρυθμιστικών πλαισίων για τις ψηφιακές πλατφόρμες.