Δημοσιεύτηκε στο Political Critique
Το καλοκαίρι του 2015, οι Έλληνες ξύπνησαν από ένα σύντομο όνειρο που σχετιζόταν με το αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, το κόμμα του Τσίπρα έκανε τους Έλληνες να αισθάνονται ότι είχαν κάποιον στον οποίο θα μπορούσαν να βασιστούν στις δύσκολες στιγμές της λιτότητας, κάποιον στην κυβέρνηση, που θα υπερασπιζόταν τα συμφέροντά τους.
Εν τω μεταξύ, οι πρόσφυγες άρχισαν να χρησιμοποιούν την Ελλάδα και τα Βαλκάνια πιο συχνά στη διαδρομή τους προς την Ευρώπη, αντί να διασχίζουν τη Λιβύη και την Ιταλία. Με κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ελληνική κυβέρνηση ήταν ο κύριος παράγοντας που έπρεπε να συντονίσει αυτό που αρκετοί ειδικοί έχουν θεωρήσει ως το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα ανθρωπιστικό εγχείρημα του 21ου αιώνα.
Σε ένα ρεπορτάζ του Guardian με τίτλο «Πώς η Ελλάδα απέτυχε στη διαχείριση του προσφυγικού», ο Ντάνιελ Χάουντεν και ο Αποστόλης Φωτιάδης αναφέρονται σε ένα ποσό 803 εκατ. δολαρίων, το οποίο, μέσα σε δύο χρόνια, υποτίθεται ότι θα βοηθούσε εκείνους που έπρεπε να παραμείνουν στα κέντρα κράτησης και στα στρατόπεδα προσφύγων της Ελλάδας. Αυτό που συνέβη με αυτά τα κεφάλαια, όμως, είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Οι πρόσφυγες ως εμπορεύματα παροχής βοήθειας
Για την Ελλάδα, η μετανάστευση δεν είναι κάτι το άγνωστο. Η χώρα υπήρξε ανέκαθεν τόπος μέσω του οποίου έχουν μετακινηθεί πολλοί άνθρωποι. Η Αθήνα, για παράδειγμα, βρισκόταν στο επίκεντρο πολλών κυμάτων: μετά το 1922 (Έλληνες από την Τουρκία), τη δεκαετία του 1950 (εγχώρια μετανάστευση από αγροτικές περιοχές) και τη δεκαετία του 1990 (κυρίως από τα Βαλκάνια). Ωστόσο, το 2015, το καθήκον της εξασφάλισης ικανοποιητικών συνθηκών διαβίωσης για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους πραγματοποιήθηκε σε περίοδο κρίσης που χαρακτηρίζεται από έντονη λιτότητα και θεσμικό χάος.
Το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας (ISF) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (AMIF), τα οποία εποπτεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ελληνική κυβέρνηση ελέγχει μόνο ένα μικρό μέρος. Τα χρήματα έπρεπε να φτάσουν σε εξήντα χιλιάδες μετανάστες. Στο ρεπορτάζ τους, ο Χάουντεν και ο Φωτιάδης παραθέτουν έναν ειδικό στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας, ο οποίος υπολογίζει ότι πήγε χαμένο πάνω από το 70% των δαπανών.
Ένας εργαζόμενος σε έναν από τους μεγαλύτερους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς στην Ελλάδα, που ζήτησε να μείνει ανώνυμος, μου το επιβεβαίωσε: «Μια ξαφνική εισροή χρημάτων δεν κάνει κατ’ ανάγκη την κατάσταση καλύτερη, μπορεί να προκαλέσει ακόμα και κακό».
Η λογική της ανθρωπιστικής βοήθειας υποστηρίζει συχνά αυτό που είναι γνωστό ως βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση. Επιπλέον, κατά τη γνώμη του, η αντίληψη για τους ανθρώπους για τους οποίους είχε αρχικά προβλεφθεί η ενίσχυση έχει αλλάξει. «Για πολλούς οργανισμούς, οι πρόσφυγες έχουν γίνει εμπορεύματα, διαφημίζουν τους εαυτούς τους χρησιμοποιώντας τους πρόσφυγες. Ξεχνάμε όλο και περισσότερο ότι ο στόχος είναι να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) σύντομα έφτασε με στόχο καταρχήν να υποστηρίξει τους εκτοπισμένους, αλλά ταυτόχρονα έγινε εξαρτώμενη της ΕΕ, η οποία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή χρηματοδότησης για το έργο της. Σε μια τέτοια κατάσταση, ένας τέτοιος οργανισμός αντιμετωπίζει ένα δίλημμα ως προς το αν μπορεί να αντέξει οικονομικά να επικρίνει τον χρηματοδότη του. Όπως υπογραμμίζουν οι Χάουντεν και Φωτιάδης, σε αυτό απέτυχε.
Ο Κώστας, εργαζόμενος στην Ύπατη Αρμοστεία, μου περιέγραψε την κατάσταση: «Απλά γίναμε ένα είδος τεχνικών βοηθών. Όπως οι άνθρωποι εποπτεύουν μια κατασκευή, ενώ κανείς δεν εργάστηκε για να λύσει το ζήτημα για το τι ήταν η κατασκευή και γιατί κατασκευάζεται».
Μετάθεση της ευθύνης
Το βασικό πρόβλημα συνίσταται στον κακό συντονισμό της ανθρωπιστικής δράσης για την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα. Ο συντονισμός στους χώρους έκτακτης ανάγκης- ειδικά στα κέντρα υποδοχής στα νησιά- είναι επίσης πολύπλοκος. «Η ατμόσφαιρα μέσα στην ομάδα δεν ήταν η καλύτερη δυνατή», δήλωσε ο Κώστας, «δεν ήταν όλοι έτοιμοι να δεχτούν το ότι οι συνάδελφοί μας από το εξωτερικό κέρδιζαν τρεις φορές περισσότερα για την ίδια δουλειά που κάναμε και εμείς». Η αποικιοκρατική φύση αυτής της ρύθμισης συνοψίζεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι συνήθως ασχολούνται με τη «γραφειοκρατία».
Σε αντίθεση με τους διεθνείς οργανισμούς, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε πρόσβαση στα περισσότερα ταμεία για την παροχή βοήθειας. Παρόλα αυτά, της ανατέθηκε ο συντονισμός και η έγκριση του σχεδίου στη χώρα της. Η ένταση που επακολούθησε ήταν καθοριστικός παράγοντας για το τι συνέβη στη συνέχεια. Ειδικά αφού την ίδια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση εμπλέκονταν σε αρνήσεις για δάνεια του ΔΝΤ, τα οποία υποτίθεται ότι θα κρατούσαν ζωντανή τη ραγδαία χρεοκοπημένη οικονομία.
Η κατάσταση απαιτούσε μια πιο επείγουσα λύση, διότι μια ανθρωπιστική καταστροφή με απρόβλεπτες συνέπειες βρισκόταν στον ορίζοντα. Όταν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ έκλεισαν στις 9 Μαρτίου 2016, με τη συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας, ήταν σαφές ότι δεκάδες χιλιάδες μετανάστες θα έμεναν εκεί αποκλεισμένοι. Θα έπρεπε να υποβάλουν αίτηση ασύλου και να περιμένουν στην Ελλάδα για μετεγκατάσταση ή απέλαση.
Οι διαθέσιμοι πόροι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή καταλυμάτων, ιδίως καταυλισμών. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εξασφάλισε τη στέγαση για το ένα τρίτο των μεταναστών, νοικιάζοντας δωμάτια ξενοδοχείων και ξενώνες σε πόλεις της ηπειρωτικής χώρας.
Τα πρώτα βήματα της επιχείρησης έκτακτης ανάγκης, όπως η κατασκευή κέντρων υποδοχής σε νησιά, στα βουνά του βορά και στα βιομηχανικά προάστια που δεν είχαν καλή σύνδεση με τα κέντρα πόλεων, λειτουργούσαν με μεγάλη καθυστέρηση και χωρίς καμία συζήτηση σχετικά με τις επόμενες διαδικασίες.
Ο λόγος για αυτό το χάος ήταν η ανύπαρκτη συνεργασία μεταξύ των φορέων: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των οργανώσεων παροχής βοήθειας και της ελληνικής κυβέρνησης. Οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν το επιχείρημα ότι δεν έχουν πρόσβαση στα κονδύλια για την παροχή βοήθειας και δεν τα ελέγχουν για να αναλάβουν την ευθύνη για την επιχείρηση.
Οι τρεις αυτοί φορείς δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε κάποια συμφωνία σχετικά με βασικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το πόσα στρατόπεδα υπάρχουν στην Ελλάδα και πόσα άτομα βρίσκονται σε αυτά. Το νέο υπουργείο Μετανάστευσης που δημιουργήθηκε λόγω έκτακτης ανάγκης έχει δημοσιεύσει έναν κατάλογο με 39 κέντρα υποδοχής: μερικά από αυτά είναι άδεια και μερικά από αυτά προετοιμάζονται για να χρησιμοποιηθούν. Εν τω μεταξύ, η Ύπατη Αρμοστεία μιλά για περισσότερα από 50 κέντρα, χωρίς να τα καθορίζει. Μια εκπρόσωπος του υπουργείου Μετανάστευσης της Ελλάδας αρνήθηκε να εκφράσει τη γνώμη της για αυτήν τη διαφορά στα δεδομένα.
Ο λανθασμένος υπολογισμός σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται στα κέντρα υποδοχής δείχνει ότι συχνά η ανθρωπιστική βοήθεια δεν έχει λειτουργήσει. Τα χαλασμένα τρόφιμα πετάχτηκαν ή- στις χειρότερες περιπτώσεις- διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να υπάρξουν προβλήματα υγείας. Από την άλλη πλευρά, λείπει η βοήθεια σε πολλούς ζωτικούς τομείς, όπως για παράδειγμα στη μόνωση των σκηνών. Τον Ιανουάριο του 2016, τρεις πρόσφυγες στο στρατόπεδο στη Μόρια της Λέσβου πέθαναν αφού είχαν δηλητηριαστεί από τις αναθυμιάσεις της φωτιάς που άναψαν για να μην παγώσουν από τις χαμηλές θερμοκρασίες.
Από την αρχή, η ανθρωπιστική επιχείρηση υπέφερε από την απουσία βασικής διαχείρισης. Δεν ήταν προφανές ποιος ήταν υπεύθυνος και γιατί, ποιος κατείχε κάποια εξουσία και ποια ήταν αυτή. Τα θεσμικά όργανα μετατόπιζαν τις ευθύνες μεταξύ τους και η κατάσταση των ίδιων των προσφύγων ήταν στο περιθώριο.
Ξεπερνώντας τις λύσεις έκτακτης ανάγκης
Μία από τις βασικές προτάσεις για την επίλυση της κατάστασης με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα είναι η ανάγκη να προχωρήσουμε από τις «πυροσβεστικές λύσεις» σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προς μια μακροπρόθεσμη λύση χωρίς αποκλεισμούς, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τόσο τις νέες αφίξεις όσο και τους ντόπιους. Το πρώτο βήμα είναι να συμπεριληφθεί ένα σχέδιο για την παροχή γεωργικής γης σε έως και 1500 πρόσφυγες, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ένταξή τους. Οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση για ένα πρόγραμμα που θα τους προστατεύει από την εργασιακή εκμετάλλευση.
Μέτρα όπως αυτά είναι απολύτως απαραίτητα. Ακόμη πιο σημαντική θα είναι η πλήρης εφαρμογή αυτών των πρωτοβουλιών χωρίς να εγκαταλειφτούν μετά τις αναπόφευκτες πρώτες δυσκολίες. Τα προγράμματα αυτά πρέπει να παρακολουθούνται και να αξιολογούνται για να χρησιμοποιηθούν πιθανόν και αλλού.
Είναι επίσης σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι, λόγω της προοδευτικής αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη και άλλων παραγόντων, θα είναι αδύνατο να περιοριστεί η μαζική μετανάστευση στην Ευρώπη. Όπως λέει ο συντάκτης Ρόμπερτ Γουίντερ: «Μπορούμε να βάζουμε μια ξαπλώστρα στην παραλία όσο συχνά θέλουμε, και να φωνάζουμε στα κύματα που έρχονται να μείνουν μακριά από την παραλία, αλλά η αυξανόμενη παλίρροια δεν θα μας υπακούσει και η θάλασσα δεν θα μετακινηθεί προς τα πίσω».