Η απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία ξανά σε τζαμί έχει πολλαπλούς αποδέκτες και συναντά διαφορετικούς φορείς αντιδράσεων με την Ελλάδα να είναι πιθανόν ένας από τους παραδόξως ελάσσονες μεταξύ τους:

α) Στο εσωτερικό της Τουρκίας γίνεται λόγος για μια «νέα άλωση»: Πρόκειται και πάλι για άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως και το 1453, αλλά αυτή τη φορά το τρόπαιο είναι το κοσμικό κράτος του Κεμαλισμού, το βασιζόμενο στα δυτικότροπα άστεα, που θα αλωθεί από τους μέτοικους της Ανατολίας. Καθώς στις τελευταίες δημοτικές εκλογές ο εκλεκτός του Ερντογάν, Μπιναλί Γιλντιρίμ, είχε ηττηθεί από τον Εκρέμ Ιμάμογλου, και καθώς τα αποτελέσματα στον Δήμο Κωνσταντινούπολης θεωρείται ότι αποτελούν παραδοσιακά πρόκριμα για τις εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο, ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, που άλλωστε είχε υπάρξει Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το 1994-1998, προσπαθεί να πάρει μια σημαντική ρεβάνς στην τουρκική κοινή γνώμη.

β) Αυτή η άρση του Κεμαλισμού δίνει ένα μήνυμα στην Ευρώπη και γενικά στη Δύση ότι εμπεδώνεται η αλλαγή παραδείγματος και ότι η Τουρκία θα πορευθεί πλέον με ακόμη μεγαλύτερη συνέπεια στις ράγες του Νεο-οθωμανισμού ως μια περιφερειακή ευρασιατική δύναμη με οιονεί αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, εκτόπισμα και βεληνεκές, το οποίο θα αναφέρεται σε προστασία Μουσουλμάνων (κυρίως Σουνιτών) στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.

γ) Ως προς το τελευταίο, προκύπτουν ζητήματα και στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Καθώς η Τουρκία επιθυμεί να εμφανίζεται ως υπερασπίστρια των ισλαμικών θρησκευτικών χώρων στο Ισραήλ, αποσπώντας την εύνοια των Παλαιστινίων, που επιθυμούν μια αναστολή της διαδικασίας αλλαγής της Ιερουσαλήμ σε μια απο-ισλαμοποιημένη πόλη, η αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας θα μπορούσε να φέρει αντίστοιχες αναθεωρητικές κινήσεις από το Ισραήλ εις βάρος μουσουλμανικών τεμενών. Αυτός είναι και ένας από τους κινδύνους που επικαλέστηκε ο δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως Εκρέμ Ιμάμογλου, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τον Πρόεδρο Ερντογάν, χωρίς να φανεί ότι μειοδοτεί εθνικά έναντί του. Αν υπάρχει οποιοσδήποτε φόβος για «αντίποινα», αυτός δεν προέρχεται από τη διαλλακτικότατη Ελλάδα, η οποία δεν επιθυμεί να καταστήσει διμερές το ζήτημα της Αγίας Σοφίας, αλλά, παραδόξως, από το Ισραήλ, το οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το ζήτημα για να απαλλαγεί από μια δυσάρεστη παρουσία της Τουρκίας στην Ιερουσαλήμ.

δ) Ενδιαφέρον, ασφαλώς, παρουσιάζει και η αντίδραση ή η έλλειψή της από τη Ρωσία. Η αρχική απουσία σαφούς αντίδρασης από την πολιτική ηγεσία της Ρωσίας δημιούργησε κατ’ αρχήν μια υπόνοια ότι η απόφαση του Τούρκου Προέδρου λαμβάνει χώρα σε ένα πρωτοφανές ρωσικό κενό αντίδρασης, λόγω και της σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας τα τελευταία χρόνια στο συναμφότερον πολιτικού και θρησκευτικού πεδίου. Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, ο Ερντογάν έκανε αυτήν την κίνηση τώρα, επειδή τώρα μπόρεσε, λόγω αφενός της μη παρέμβασης του ρωσικού πολιτικού παράγοντα, και αφετέρου λόγω του αμερικανικού δόγματος απομονωτισμού του Προέδρου Trump. Αντιδράσεις πάντως από τη Ρωσία ήρθαν τελικά με μια όχι ασήμαντη καθυστέρηση. Και η μεν εκκλησιαστική ηγεσία με τον Πατριάρχη Κύριλλο επικέντρωσε στη μοναδική σημασία της Αγίας Σοφίας για τη μεταστροφή των Ρως. Με τον τρόπο αυτό εξήρε τον «ρωσικό κόσμο», ο οποίος κατά αυτό το αφήγημα περιλαμβάνει Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία, ως τον αυθεντικό κληρονόμο της βυζαντινής κληρονομιάς με μια εύγλωττη παράλειψη να αναφερθεί στον ίδιο τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Μετά την άρση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη λόγω του Ουκρανικού αυτοκεφάλου, η Ρωσική Εκκλησία φαίνεται να διεκδικεί τώρα ένα ανανεωμένο αφήγημα ενδιαφέροντος και «προστασίας» της Ορθοδοξίας με σημαντική αφορμή το ζήτημα της Αγίας Σοφίας, το οποίο, όμως, αναμένεται περισσότερο να εντείνει τις ενδο-ορθόδοξες διαιρέσεις παρά να τις επουλώσει. (Ο Πάπας Ρώμης από την άλλη περιορίστηκε να εκφράσει με καθυστέρηση ότι είναι «πονεμένος», μένοντας μάλλον πιστός σε ένα δικό του ήθος να μη διεκδικεί τον εξέχοντα πολιτικό ρόλο που έχουμε συνηθίσει να έχει ο θεσμός του και υιοθετώντας μία πιο εσωτερική στάση μαρτυρίας άνευ διεκδίκησης πολιτικής εξουσίας). Σημειωτέον ότι οι παρεμβάσεις της πολιτικής ηγεσίας της Ρωσίας είναι σε ένα πολύ διαφορετικό λεξιλογικό ιδίωμα από ό,τι της εκκλησιαστικής. Εστιάζουν στην κυριαρχία της Τουρκίας, εσωτερική υπόθεση της οποίας είναι σε τελική ανάλυση το ζήτημα. Η όποια ανησυχία αφορά στην παγκόσμια αξία του μνημείου, στην πολυπολιτισμική του δυναμική και στην προσβασιμότητά του από επισκέπτες διαφορετικών πίστεων. Η προβολή κατ’ εξοχήν κοσμικών αξιών από την πολιτική ηγεσία της Ρωσίας σε ενδιαφέρουσα συμπληρωματικότητα με το αφήγημα της εκκλησιαστικής ρωσικής ηγεσίας, δίνει ένα περίπλοκο πολλαπλό μήνυμα: Αφενός ανοχής στην απόφαση του Ερντογάν, αλλά αφετέρου υπόμνησης ότι η ανοχή αυτή βασίζεται σε αρχές εκκοσμίκευσης που ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν γενικά απειλεί. Συναφώς η διφυής ρωσική ηγεσία, πολιτική και εκκλησιαστική, πραγματοποιεί εντέλει έναν υπολογισμένο μετεωρισμό: Μπορεί να διεκδικήσει και προνομιακή συνεννόηση με τον Ερντογάν αν αυτός εμμείνει αποφασιστικά, αλλά και να δρέψει πιθανά κέρδη από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση ή και αναβολή της απόφασης εν είδει ανατολίτικου παζαριού. Πρόκειται για μια τακτική περίπλοκου «ρωσικού ευρασιατικού παζαριού», που έχουμε δει όλα τα τελευταία χρόνια στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, και που καθρεφτίζει αναπάντεχα το γνωστό τουρκικό παζάρι.

ε) Σε κάθε περίπτωση, γίνονται εμφανή τα σημάδια από την πολιτική απομονωτισμού του Προέδρου των Η.Π.Α. Donald Trump, η οποία και επιτρέπει την ανάδυση μιας νεο-οθωμανικής Τουρκίας ως ανεξέλεγκτης περιφερειακής δύναμης να γίνεται αυτή ρυθμιστής στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου από κοινού με τη Ρωσία ως έτερη ευρασιατική δύναμη. Έχει ενδιαφέρον ότι μια από τις ελάχιστες φωνές που έλαβαν σαφή και σθεναρή θέση είναι ο υποψήφιος με τους Δημοκρατικούς Joe Biden, ο οποίος προέτρεψε τον Πρόεδρο Ερντογάν να ανατρέψει την απόφασή του, ώστε να παραμείνει η Αγία Σοφία μουσείο. Το σημαντικό ερώτημα είναι πώς θα κατάφερνε σε περίπτωση εκλογής του να σηματοδοτήσει μια δυναμική επιστροφή των Η.Π.Α. στην Ανατολική Μεσόγειο, χαλιναγωγώντας τον Ερντογάν και ερχόμενος ενδεχομένως σε μία αμεσότερη σύγκρουση με τη Ρωσία, σύμφωνα με τη γεωπολιτική παρακαταθήκη των κυβερνήσεων Δημοκρατικών, καλύπτοντας το κενό που έχει αφήσει η πολιτική Trump, καθώς και τι θα σήμαινε αυτό για τα ελληνικά συμφέροντα.

Η αδυναμία του πένθους

Η ίδια απόφαση της Τουρκίας βρίσκει την Ελλάδα αποσυρμένη και άκρως αμήχανη. Αφενός η πολιτική της κυβέρνησης να είναι ένα προβλέψιμο «καλό παιδί» σε πλήρη αντίθεση με τον απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο χαρακτήρα του Ερντογάν την έχει καταστήσει ουραγό των εξελίξεων και εντέλει μάλλον απομονωμένη, όπως είδαμε σε όλες τις γεωπολιτικές εξελίξεις του τελευταίου έτους συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της Λιβύης. Αφετέρου η ίδια η ελληνική κοινωνία μοιάζει αμήχανη. Από τη μια τα αναμενόμενα αντανακλαστικά δεξιών εθνικών λεονταρισμών, τα οποία έρχονται σε γκροτέσκα αντίφαση με το γεγονός ότι μια εθνοκάπηλη κυβέρνηση που είχε στεγάσει εθνικιστικούς πόθους είναι αυτή που σήμερα κηρύττει την πλήρη απουσία «αντιποίνων» και αντίδρασης. Από την άλλη ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας παρουσιάζεται ως εντελώς αμήχανο σε σχέση με τη ρωμέικη κληρονομιά. Δεν λείπουν φωνές που κηρύττουν ευθαρσώς ότι το ζήτημα είναι εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας, παραδεχόμενες διά μιας αριστερής οδού το νεο-οθωμανικό «δίκαιο του σπαθιού». Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής Αριστεράς είναι εντελώς αδύναμο να νιώσει το παραμικρό πένθος για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ακολουθεί τα δικά της κοντόφθαλμα αντανακλαστικά για εσωτερικού ενδιαφέροντος σατιρική εναντίωση στους δεξιούς «αγυρτοπατριώτες» (για να θυμηθούμε και τον όρο με τον οποίο σατιρίζονταν οι μεγαλοϊδεάτες του 19ου αιώνα).

Η αμφιθυμία έναντι του Κεμαλισμού

Δίλημμα αποτελεί εξάλλου το αν οι Έλληνες θα υποστηρίξουμε και θα αναλάβουμε την παράδοση του Κεμαλισμού. Η τελευταία σηματοδότησε αφενός μία βίαιη άνωθεν εκκοσμίκευση με δυτικά πρότυπα της τουρκικής κοινωνίας με ύψιστο συμβολισμό τη μετατροπή του τζαμιού της Αγίας Σοφίας σε νεωτερικού τύπου μουσείο. Και αφετέρου την εθνοκάθαρση των μειονοτήτων ώστε η Τουρκία να μετατραπεί από αυτοκρατορία σε νεωτερικό έθνος-κράτος, ακολουθώντας εν προκειμένω τις γενοκτονίες που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι. Δεν πρόκειται βεβαίως για αντίφαση, καθώς και τα δύο αυτά είναι πτυχές της ίδιας νεωτερικής βίας στη μετάλλαξη της Τουρκίας, είναι, όμως, αναμενόμενο να προκαλείται μια έντονη αμφιθυμία στην ελληνική πλευρά. Το παλαιό βενιζελικό παράδοξο να προταθεί για Νόμπελ Ειρήνης ο μεγάλος αντίπαλος και δήμιος επαναλαμβάνεται στη σύγχρονη συγκυρία ως μια «ντεκαφεϊνέ» επίκληση ενός Κεμαλισμού χωρίς εθνοκαθάρσεις, αλλά και χωρίς φασίζουσα εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Παραμένει βεβαίως το γεγονός ότι από μια φιλελεύθερη σκοπιά, ο αντι-ελίτ «λαϊκισμός» στην Τουρκία είναι πολύ πιο επικίνδυνος από ό,τι στη Δύση, καθώς σημαίνει ανεξέλεγκτες ταυτοτικές συγκρούσεις που ενδέχεται να φέρουν πλήρη κατάρρευση της γείτονος ως κοσμικού κράτους.

Υπάρχουν, συναφώς, φωνές που υποστηρίζουν ότι οφείλουμε να διαχωρίσουμε το γεγονός ότι ο Κεμάλ υπήρξε ο «δήμιός» μας (ύστερα εξάλλου και από την ελληνική παρέμβαση στη Μικρά Ασία), από το γεγονός ότι η κεμαλική παράδοση ήταν εν προκειμένω ένας φορέας συγκριτικού «προοδευτισμού», καθώς με τη συνδρομή του Αμερικανού αρχαιολόγου Thomas Whittemore, ιδρυτή του Αμερικανικού Βυζαντινού Ινστιτούτου, κατέστη δυνατό να αφαιρεθούν τα καλύμματα των αριστουργηματικών ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο δεν σημαίνει απλώς μια μετάβαση σε κάποια νεωτερική εκκοσμίκευση τουρκικού τύπου· σήμανε, επίσης, την ίδια την αποκάλυψη της βυζαντινής τέχνης που θαυμάζουμε σήμερα.

Με εξαίρεση ορισμένες εθνικιστικές φωνές, φαίνεται μονόδρομος τόσο των δεξιών πολιτικών της κυβέρνησης όσο και αριστερών αντιπολιτευτών, το ότι το ζήτημα της Αγίας Σοφίας δεν πρέπει να καταστεί διμερές και ελληνοτουρκικό, αλλά να τεθεί ως ένα παγκόσμιο ζήτημα πολιτισμικής κληρονομιάς. Από μία αριστερή οδό, θα έθετε κανείς την έμφαση εδώ στο να οξυνθούν μάλλον οι εσωτερικές αντιφάσεις της Τουρκίας με τη στήριξη των εκκοσμικευτικών και αντι-νεο-οθωμανικών αντιστασιακών φωνών στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπως λ.χ. αυτής του Ορχάν Παμούκ, μια στήριξη που βεβαίως δεν μπορεί πάντα να λάβει επίσημη ελληνική κρατική μορφή. Το γεγονός παραμένει ότι μια τέτοια επιλογή του να αρνηθούμε τη διμεροποίηση του ζητήματος σημαίνει ταυτόχρονα και μια ορισμένη παραίτηση από τη «ρωμέικη» κληρονομιά της Ελλάδας.

Όταν τα «αντίποινα» σε μετατρέπουν σε αυτό που αντιμάχεσαι

Μια λογική «αντιποίνων» θα ήταν ωστόσο αδιέξοδη καθώς θα μας μετέτρεπε σε «ερντογανικότερους» του Ερντογάν. Λ.χ. το να ανασταλεί η ολοκλήρωση τζαμιών, όπως λ.χ. του Βοτανικού, θα μετέτρεπε ένα ελληνοτουρκικό ζήτημα σε ελληνομουσουλμανικό και θα αφαιρούσε τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ελληνικής δημοκρατίας. Το να «ξεσπάσει» το μένος μας στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη θα ήταν αναπάντεχο δώρο προς τον Ερντογάν, ο οποίος θέλει ακριβώς να ξεριζώσει την κεμαλική κληρονομιά.

Η πλέον σουρεαλιστική πλην ενδιαφέρουσα από πλευράς αναστοχασμού της ελληνικής νεωτερικότητας «απάντηση» θα ήταν μία συμμετρική επαναμετατροπή του Παρθενώνα σε ορθόδοξο ναό, ήτοι στην «Παναγιά την Αθηνιώτισσα» που λειτουργούσε επί πολλούς αιώνες στη μεσαιωνική περίοδο. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες θα αντέγραφαν τον Ερντογάν στη διεκδίκηση ενός δικού τους αυτοκρατορικού παρελθόντος που θα αμφισβητούσε με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο το αυτονόητο του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας που βλέπει τη νεώτερη Ελλάδα ως αποκομμένη από τη βυζαντινή κληρονομιά εγκαταλείποντας την τελευταία στον νεο-Οθωμανισμό. Βεβαίως, η πρόταση αυτή δεν είναι παρά ένα διανοητικό πείραμα, το οποίο, όμως, δείχνει ποια είναι τα έσχατα όρια του τι θα σήμαινε μια θεαματική «απάντηση» στον Ερντογάν, καταδεικνύοντας εντέλει πόσο διαφέρουμε από την Τουρκία και πόσο είμαστε εντέλει πειθηνίως υποταγμένοι στη νεωτερική μονοτροπία.

Από την άλλη, ο «ελληνοθωμανισμός» εκφράζεται σήμερα στην Ελλάδα πιο χειροπιαστά από φωνές «ανωτερίλας», που υποστηρίζουν ότι μπορεί να ανήκει και στην «πανουργία» του «Λόγου» κατά Hegel ή της ίδιας της «Αγίας Σοφίας» κατά την αρχέγονη χριστιανική παράδοση που την ταυτίζει με τον Υιό-Λόγο ως δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι που θα ασκούν λατρεία στο τζαμί στην ουσία θα προσεύχονται ανεπίγνωστα στον Χριστό, ήτοι στον Λόγο- Σοφία, ο Οποίος έφερε με την Ενσάρκωση την εικόνα και τη μορφή στη σχέση του Θεού με τους ανθρώπους ανατρέποντας την εικονοκλασία που είναι το χαρακτηριστικό της σημιτικής παράδοσης, ιουδαϊκής και ισλαμικής. Με τον τρόπο αυτό, οι μουσουλμάνοι που θα προσεύχονταν στην Αγία Σοφία θα γινόντουσαν ανεπίγνωστα εικονόφιλοι Χριστιανοί σηματοδοτώντας μια «άλωση» της δικής τους ψυχής, κατά το μοντέλο του Ορατίου για τον κατακτημένο που κατάκτησε τον κατακτητή. Το αφήγημα αυτό παρουσιάζει μια έντονη γοητεία, καθώς στρέφεται στον απρόβλεπτο χώρο της ανθρώπινης εσωτερικότητας, όντας βγαλμένο από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες «ελληνοθωμανισμού» της νεώτερης πολιτισμικής μας ιστορίας.

Είναι δυνατή μια προοδευτική εκδοχή της απο-εκκοσμίκευσης;

Κυρίως ζήτημα πάντως των ελληνικών αντιδράσεων είναι η στάση έναντι της νεωτερικής εκκοσμίκευσης. Έχει ενδιαφέρον ότι υπάρχουν κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικές φωνές που στηρίζουν τη νεωτερική διαδικασία εκκοσμίκευσης, στο τουρκικό κράτος τουλάχιστον, όπως αυτή του ίδιου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και Αρχιεπισκόπων, όπως ο Ελπιδοφόρος Αμερικής και ο Αναστάσιος Αλβανίας, ο οποίος παρατήρησε ότι «μια χώρα σαν την Τουρκία, που επιθυμεί να είναι στην πρωτοπορία, διαλέγει τον ρόλο καθυστερημένης πολιτιστικής οπισθοφυλακής». Το ζήτημα της εκκοσμίκευσης συνδέεται βεβαίως εν προκειμένω με αυτό της δημόσιας ορατότητας του χριστιανικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, καθώς και της προσβασιμότητας όλων σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένων και των Χριστιανών, αλλά και των μη πιστών εν γένει. Η έμφαση στην εκκοσμίκευση είναι βεβαίως ένα προοδευτικό αίτημα, ιδίως μάλιστα αν ακούγεται από εκκλησιαστικούς φορείς.

Ταυτοχρόνως, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξη μέσα στη συνάφεια της απο-εκκοσμίκευσης στην ύστερη νεωτερικότητα ή μετανεωτερικότητα. Στο πλαίσιο αυτό αντί να δοθεί μια ελληνική «μάχη οπισθοφυλακής» στην υποστήριξη των κεκτημένων μιας νεωτερικότητας που ήδη επί έναν αιώνα βάλλεται από τον μεταμοντερνισμό, -και δη η νεωτερική έννοια του μουσείου ως ουδέτερου χώρου απογυμνωμένης αισθητικής ενατένισης-, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε τη συνύπαρξη των διαφορετικών ιστορικών παραδόσεων που στεγάστηκαν στον μεγάλο ναό. Ήτοι και των ορθοδόξων Χριστιανών που βλέπουν στην Αγία Σοφία τη «Μεγάλη Εκκλησία» και των μουσουλμάνων, αλλά και των κοσμικών επισκεπτών, που τον τελευταίο αιώνα έχουν συνηθίσει στην πολιτισμική και αισθητική πρόσληψη του πλούτου της. Για λόγους συνέπειας θα μπορούσε να συμπεριλάβει κανείς και τους Ρωμαιοκαθολικούς, δεδομένου ότι η Αγία Σοφία είχε λειτουργήσει και ως εκκλησία δυτικού δόγματος για μερικές δεκαετίες κατά τον 13ο αιώνα της «πρώτης άλωσης». Οι διαφορετικές κοινότητες θα μπορούσαν να εναλλάσσονται σε διαφορετικές ώρες της εβδομάδας, με την προφανή λύση να θέλει τους Μουσουλμάνους να ασκούν τη λατρεία την Παρασκευή, τους Χριστιανούς την Κυριακή και τους κοσμικούς επισκέπτες να έχουν τη δική τους αισθητική προσέγγιση σε άλλες ώρες της εβδομάδας.

Είναι βεβαίως υπαρκτός ο κίνδυνος να μετατραπεί έτσι η «μεγάλη Εκκλησία» σε έναν μεταμοντέρνο «πολυχώρο» εις βάρος της καθολικότητας της χριστιανικής παράδοσης που τη συνέλαβε (ή και της μουσουλμανικής που τη διεκδίκησε και σφετερίστηκε). Αλλά διανοίγεται από την άλλη ένα πεδίο ενδεχομενικότητας για διαδράσεις και ωσμώσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, ενθέων και κοσμικών, αν θεωρηθεί η Αγία του Θεού Σοφία ως ένας ορίζοντας κοινής προς ζήτηση αλήθειας διά της ετεροτροπίας των πλουραλιστικών οδών. Και βεβαίως παρόμοιες προτάσεις μπορεί να είναι ουτοπικές, καθώς το ζήτημα είναι πρωτίστως η στάση της ίδιας της τουρκικής πολιτείας και κοινωνίας που έχουν την ισχύ. Σε αυτό το πλαίσιο η πρόταξη της εκκοσμικευμένης χρήσης του μουσείου έχει μια συγκριτικά μεγαλύτερη εργαλειακή αποτελεσματικότητα. Ταυτοχρόνως, αξίζουν όμως ορισμένες επέκεινα της εκκοσμίκευσης προτάσεις στο πλαίσιο ενός επίκαιρου ιστορικού αναστοχασμού για το αν είναι δυνατή μια προοδευτική εκδοχή της απο-εκκοσμίκευσης ως πλουραλισμού οδών για έναν συ-ζητούμενο ορίζοντα αλήθειας.