Σαν μανιτάρια ξεφυτρώνουν στο κέντρο της πόλης τα καταστήματα μεταναστών με «δικά τους» προϊόντα και υπηρεσίες
Του Κωστα Ονισενκο

Ομόνοια, Μεταξουργείο, Αγιος Παντελεήμονας, Πλατεία Βικτωρίας, Κολωνός, είναι μερικές από τις περιοχές του κέντρου της πρωτεύουσας με πληθώρα καταστημάτων τα οποία ανήκουν σε αλλοδαπούς που πωλούν συνήθως σε συμπατριώτες τους «δικά τους» προϊόντα ή υπηρεσίες… Στα δρομάκια γύρω από την Ομόνοια, μια γειτονιά με την υψηλότερη συγκέντρωση μεταναστών από δεκάδες γωνιές του πλανήτη, πολυάριθμα είναι τα καταστήματα αλλοδαπών – κινέζικα ρούχα, ρωσικά παντοπωλεία, αφρικανικά, ινδικά και πακιστανικά μικρομάγαζα, βιντεοκλάμπ ινδικού κινηματογράφου, εστιατόρια, call-centers, φωτογραφεία, κουρεία, μπακάλικα, τυροπιτάδικα… Σταματάμε σε ένα μαγαζί με ινδικά παραδοσιακά φαρδιά ρούχα από ελαφριά υφάσματα. «Τα αγοράζουν κυρίως Ελληνίδες, συνήθως παίρνουν πάνω από πέντε, τους αρέσει, ταιριάζει στο ελληνικό γούστο και κλίμα», μας λέει η Ιρίνα, μια Ουκρανή που εργάζεται σε κατάστημα Ινδού. «Το αφεντικό έχει ξεμείνει στην Ινδία και δεν μπορεί να έρθει στην Ελλάδα γιατί έχει κάποιο πρόβλημα με τα χαρτιά του», λέει, προσθέτοντας πως, αν δεν πάρει σύντομα το μηνιάτικό της, θα παραιτηθεί. Οπως προκύπτει από τα μητρώα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), οι περισσότεροι αλλοδαποί επιχειρηματίες στην Ελλάδα ασχολούνται με το εμπόριο και τις κατασκευές. Από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα οι περισσότερες (763) ανήκουν σε Αλβανούς. Ακολουθούν οι Τούρκοι και οι Κινέζοι με 462 και 247 επιχειρήσεις αντίστοιχα. Σε Σύρους ανήκουν 195 και 160 σε Αιγύπτιους. Στην πρωτεύουσα λειτουργούν 115 πολωνικές και 103 πακιστανικές επιχειρήσεις. Ακολουθούν οι επιχειρηματίες από: Βουλγαρία (94), Ρουμανία (85), Νιγηρία, (67), Μπανγκλαντές (62), Ουκρανία (60), Ρωσία (57), Λίβανο (55).

Πολλοί Ελληνες μαγαζάτορες των περιοχών του κέντρου δηλώνουν ότι έχουν ζημιωθεί από τα μαγαζιά των ξένων. «Οι περισσότεροι Ελληνες που είχαν μαγαζιά έχουν αποτραβηχτεί», δηλώνει ένας καταστηματάρχης που τοποθετεί δορυφορικές κεραίες, είδος με μεγάλη πέραση στους μετανάστες, «έχουν τους δικούς τους ανθρώπους, τους συμπατριώτες τους. Εχουν και τη στήριξη των πρεσβειών τους», προσθέτει. Ακόμα και καταστήματα που πωλούν ρούχα φθηνότερα από τα κινέζικα δηλώνουν ότι δύσκολα μπορούν να τους ανταγωνιστούν. «Εχουν ρούχα σε πολύ χαμηλές τιμές, χαμηλής ποιότητας», αναφέρει μια γυναίκα που διατηρεί κατάστημα στον Κολωνό.

Στον αντίποδα, ορισμένοι ντόπιοι, αντιλαμβανόμενοι την συνεχώς αυξανόμενη αγοραστική δύναμη των μεταναστών, ανοίγουν καταστήματα με ξένα προϊόντα και αλλοδαπούς πωλητές. «Βάλαμε λίγα πράγματα στην αρχή, και σιγά – σιγά, όταν είδαμε ότι έχουν μεγάλη πέραση φτάσαμε να πουλάμε αποκλειστικά για τους ξένους. Προσλάβαμε και πωλητές από χώρες καταγωγής των πελατών μας», αναφέρει καταστηματάρχης της περιοχής Αγίου Παντελεήμονα που πουλάει ποτά και τρόφιμα από Ρουμανία, Μολδαβία κ.α. (Φωτογραφίες Ι. Μπαρδόπουλος)

5 ευρώ το αντρικό κούρεμα

Ο Αμπντούλ Γκοφούρ κατάγεται από την Αίγυπτο και διατηρεί κουρείο επί της οδού Βούλγαρη, κάτω από την Ομόνοια, στην Πειραιώς. «Ηρθα στην Ελλάδα το 1996. Δούλευα υπάλληλος αρκετά χρόνια, σε μια εταιρεία στον Ασπρόπυργο, και μάζεψα κάποια χρήματα. Με τη βοήθεια των τριών αδερφών μου μαζέψαμε περίπου 10.000 ευρώ και ανοίξαμε το κουρείο, πριν από ενάμιση χρόνο», λέει ο ίδιος. Πρόσφατα, μάλιστα, παντρεύτηκε μια κοπέλα ρωσικής καταγωγής. Χρεώνει πέντε ευρώ το αντρικό κούρεμα. «Οι πελάτες μου είναι κυρίως ξένοι, συμπατριώτες μου. Επίσης έρχονται καμιά φορά Αλβανοί αλλά και Ελληνες που μένουν ή δουλεύουν εδώ κοντά. Σιγά σιγά μας μαθαίνει ο κόσμος», αναφέρει.

Το Σάββατο, το κουρείο γεμίζει από κόσμο. Περιμένουν ουρά. Τις καθημερινές το μαγαζί γίνεται… στέκι (μπορεί δηλαδή να έρθει ένας για κούρεμα και άλλοι τέσσερις για «συμπαράσταση») και η κουβεντούλα ανάβει…

Με προϊόντα από τη Ρωσία

Στο «ρωσικό» παντοπωλείο του Νίκου και της Ζωής Μιχαηλίδη, επί της οδού Δεριγνύ μπορεί κανείς να βρει από γνήσια ρώσικη βότκα μέχρι χαβιάρι. «Δούλεψα μαζί με τον γιο μου τέσσερα χρόνια στη Γερμανία για να μαζέψω χρήματα και να ανοίξω αυτό το παντοπωλείο για ρωσόφωνους», αναφέρει ο κ. Νίκος και προσθέτει: «Είμαι Πόντιος αλλά έζησα τα περισσότερα χρόνια στη Γεωργία και ξέρω τη γλώσσα, τα ήθη και τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων». Τα πρωινά το μαγαζί του γεμίζει με γυναίκες από Μολδαβία, Γεωργία, Ουκρανία, Ρωσία… Αρκετά από τα προϊόντα έρχονται κατευθείαν από τη Ρωσία «όπως για παράδειγμα η γνωστή βότκα με το όνομα του απερχόμενου Ρώσου προέδρου. Τώρα φέραμε και παραδοσιακές πασχαλιάτικες κουλούρες και έγιναν ανάρπαστες», αναφέρει η γυναίκα του. «Αν και θεωρητικά εγώ είμαι το αφεντικό, η γυναίκα μου κάνει κουμάντο», λέει γελώντας ο κ. Νίκος, πριν απορροφηθεί ξανά στη λύση ενός σταυρόλεξου στα ρωσικά.

Το μαγαζί γεμίζει

«Αγοράζουν από μας γιατί πουλάμε φθηνά, μπορείτε να βρείτε κάτι από 3 μέχρι 15 ευρώ», λέει η Ζι Γου Ζου, ιδιοκτήτρια του κινέζικου μαγαζιού με ρούχα, στην οδό Αριστοτέλους. Καμία δεκαριά πελάτες, όλοι τους ξένοι, ψάχνουν ανάμεσα στους φορτωμένους με ρούχα διαδρόμους. «Στην περιοχή μας δεν υπάρχουν πολλοί Ελληνες, οπότε και οι περισσότεροι πελάτες μας είναι ξένοι. Συνήθως έρχονται γυναίκες από την Πολωνία, την Αλβανία, τη Ρωσία, όχι τόσο πολύ από τις ασιατικές χώρες, γιατί έχουν δικά τους καταστήματα», μας λέει η Ζι Γου Ζου. «Ηρθα από την Κίνα πριν από επτά χρόνια. Μαζί με τον σύζυγό μου ανοίξαμε το μαγαζί τον Σεπτέμβριο του 2005. Πάμε καλά, το μαγαζί ιδίως στις γιορτές, γεμίζει. Αν και τελευταία βλέπουμε ότι ο κόσμος δεν αγοράζει, όπως άλλοτε. Πολλές γυναίκες μπαίνουν, κοιτάζουν, αλλά παίρνουν κάτι μικρό και φθηνό ή και τίποτα. Εχω δύο παιδιά στην Κίνα, ελπίζω κάποτε να μπορέσω να τα έχω κοντά μου», μας λέει.

Καφετέρια για Γεωργιανούς

«Στην περιοχή δεν ζουν πολλοί Γεωργιανοί όμως υπάρχουν πολλά τουριστικά γραφεία που οργανώνουν ταξίδια για τη Γεωργία και ο κόσμος που μαζεύεται περιμένοντας να φύγει για την πατρίδα, περνάει καμιά φορά και από εδώ», περιγράφει η Καίτη Γκογκιτσαϊσβίλι, από τη Γεωργία, που έχει δικό της καφέ επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Ανοιξε το κατάστημα για να έχει σταθερό εισόδημα αλλά και για να μπορέσει να σπουδάσει την κόρη της. «Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω γλυκίσματα, να δέχομαι κόσμο στο σπίτι, να κερνάω. Αυτό έπαιξε ρόλο στο να αποφασίσω να ανοίξω το μαγαζί. Είχαμε μερικά λεφτά στην άκρη, μαζέψαμε και μερικά ακόμα από δανεικά συγγενών και φίλων και πριν από λίγους μήνες ανοίξαμε αυτή την καφετέρια. Ελληνες δεν έρχονται σχεδόν καθόλου στο μαγαζί, αλλά αυτό, πιστεύω, έχει να κάνει με το γεγονός ότι έχουμε λίγους μήνες λειτουργίας και δεν μας ξέρουν ακόμα», καταλήγει.

Τηλεφωνείο – φωτογραφείο

Στη Βούλγαρη, το δρόμο με τα περισσότερα καταστήματα Πακιστανών, ο Μοχάμεντ Ιμτιάς άνοιξε ένα φωτογραφείο, που λειτουργεί επίσης και ως κατάστημα τηλεφωνίας. Ανοιξε το μαγαζί τον περασμένο Νοέμβριο («δούλευα 10 χρόνια σε εργοστάσιο για να μαζέψω τα χρήματα»), και το δουλεύει τώρα με τα τέσσερα αδέλφια του. «Ηταν μια επαγγελματική λύση για όλους μας», περιγράφει ο Μοχάμεντ. «Κυκλοφορούν πολλοί ξένοι στην περιοχή που θέλουν να βγάλουν φωτογραφίες για άδειες παραμονής ή άλλα έγγραφα. Μετά σκέφτονται ότι είναι ευκαιρία να βγάλουν και μια φωτογραφία με τα καλά τους, να τη στείλουν στην πατρίδα». Η βιτρίνα του μαγαζιού, στολισμένη ολόκληρη με χρωματιστές φωτογραφίες, θυμίζει ινδικό σινεμά: «Μπορεί να σας φαίνεται αστείο, αλλά για τους συγγενείς, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, αυτή η φωτογραφία στο πορτοφόλι τους, από τον άνθρωπό τους στα ξένα, έχει μεγάλη αξία», λέει.

Μπακάλικο για όλους

Τις νύχτες πηγαίνει στην κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη για να προμηθευτεί τα φρούτα και λαχανικά για το μίνι μάρκετ που διατηρεί μαζί με τον ξάδερφό του, στον Αγιο Παντελεήμονα, σε μια περιοχή μωσαϊκό εθνοτήτων. Ο Σαχαντάντ Μπουγιέν κατάγεται από το Μπανγκλαντές και άνοιξε το κατάστημα πριν από πέντε χρόνια. «Οι περισσότεροι πελάτες μας είναι ξένοι αλλά δεν γνωρίζω την καταγωγή τους, δεν μπορώ να τους ξεχωρίζω από το πρόσωπο, όπως άλλοι με ξεχωρίζουν από το χρώμα. Εχουμε και σταθερούς Ελληνες πελάτες», περιγράφει ο Σαχαντάντ. «Στην αρχή, η δουλειά ανέβαινε, τώρα όμως έχει αρχίσει και πέφτει. Πιστεύω ότι ο κόσμος δεν έχει χρήματα. Πολλοί κάνουν οικονομία ακόμη και στο φαγητό, για να πάνε στις πατρίδες τους να δούνε τους συγγενείς ή να πληρώσουν τα έξοξα και να τους φέρουν εδώ», αναφέρει ο ίδιος, συμπληρώνοντας με παράπονο: «Χρόνια προσπαθώ να φέρω τη γυναίκα μου· δεν τα κατάφερα».

Ιντερνετ με 1 ευρώ την ώρα

Τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τους δικούς τους στην άλλη άκρη του κόσμου, μέσω Ιντερνετ, και με ένα μόλις ευρώ την ώρα παρέχει το κατάστημα όπου εργάζεται ο Ανις Χουσεΐν, στην πλατεία Βικτωρίας. «Το μαγαζί ανήκει σε ξάδερφό μου, εγώ είμαι απλός υπάλληλος. Παίρνω περίπου 700 ευρώ μισθό το μήνα», λέει με χαμόγελο. «Η βιτρίνα είναι γεμάτη ρολόγια και διάφορες μικροσυσκευές, αλλά από αυτά δεν πουλάμε παρά ένα-δύο το μήνα. Το κατάστημα στηρίζεται στο Ιντερνετ. Εχουμε μια σειρά από υπολογιστές, μέσω τον οποίων οι αλλοδαποί μπορούν να μιλάνε, με τη βοήθεια μικροφώνου και κάμερας, με τους δικούς τους. Ακόμη, επειδή είμαστε απέναντι από τα ΚΕΠ, την ημέρα βγάζουμε και κάποια χρήματα από τις φωτοτυπίες». Πάντως, σύμφωνα με τον Ανίς, οι δουλειές δεν πάνε και τόσο καλά, και τα έξοδα βγαίνουν ίσα ίσα.

Πιροσκί από την Ουκρανία

Με μια παλιά συνταγή της γιαγιάς της, μέσα σε λίγους μήνες, η Λαρίσα Κουνίτσκα απέκτησε φανατικούς λάτρεις των πιροσκί που φτιάχνει και πουλάει στο μικρό κατάστημα που διατηρεί επί της οδού Αχαρνών. «Κατάγομαι από την “πόλη των λιονταριών”, το Λβοφ της Ουκρανίας και βρίσκομαι στην Ελλάδα τα τελευταία 13 χρόνια. Για αρκετό καιρό δούλευα σε καφετέριες και καφενεία, τα καλοκαίρια στα νησιά, αργότερα άνοιξα ένα μικρό καφενείο έξω από την Αθήνα, το πούλησα και με τα λεφτά αυτά έφτιαξα το πιροσκάδικο που βλέπετε», περιγράφει. «Χρησιμοποιώ μια παλιά οικογενειακή συνταγή, με την οποία έφτιαχνα πιροσκί για τα παιδιά μου. Φαίνεται ότι αρέσει στον κόσμο… Τώρα έχω μόνιμους πελάτες, πολλούς ξένους, λόγω περιοχής, αλλά και Ελληνες. Τα ξημερώματα έρχονται πολλοί οδηγοί ταξί, κάθονται έξω και τρώνε τα πιροσκί μου», περιγράφει.

Γνήσια ινδικά φαγητά

«Παλιά ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα στην Ελλάδα απ’ ό,τι σήμερα», λέει ο Φαζάν Χας, ο οποίος ήρθε από την Ινδία πριν από 39 ολόκληρα χρόνια. «Δούλευα σε εταιρεία και για πολλά χρόνια ήμουν μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας. Παντρεύτηκα με Ελληνίδα και έμεινα εδώ. Σήμερα έχω το “Γκάντι”, όπου προσφέρω γνήσια ινδικά φαγητά, κυρίως για Ελληνες αλλά και για τουρίστες. Για να πω την αλήθεια, όταν μαγειρεύω για Ελληνες κάνω πιο “μαλακά” τα φαγητά, αφού πολλοί δεν αντέχουν το πικάντικο». Ο Φαζάν ισχυρίζεται πως είναι ο μόνος στο κέντρο της πόλης που μαγειρεύει με βάση γνήσιες ινδικές συνταγές. «Είχα παλιά μαγαζί στην Θεσσαλονίκη που ήταν γνωστό ως “Το σπίτι του Ινδού”, όπου επίσης έφτιαχνα παραδοσιακά φαγητά της Ινδίας και ο κόσμος το αγαπούσε πολύ. Εζησα καλή ζωή στην Ελλάδα και την αγαπώ. Πιστεύω πως και αυτή με αγαπά επίσης».

Καθημερινή, 5 Απριλίου 2008