του Βάιου Τριανταφύλλου

Προτού, όμως, η «ελίτ της γνώσης» αποφανθεί με υπεροψία για τη διανοητική επάρκεια του εκλογικού σώματος, οφείλει να δεχθεί ότι τα δύο τελευταία χρόνια ο ελληνικός λαός, εξουθενωμένος οικονομικά και κοινωνικά, κλήθηκε να αποφανθεί για ζητήματα, η απάντηση στα οποία είναι πολύ πιο σύνθετη από μια απλή ψήφο, ένα «ναι» ή ένα «όχι».  Και τίθεται το θέμα: τι θα έπρεπε να γνωρίζουν οι «αμαθείς», ώστε να δώσουν μια ορθολογική απάντηση, για παράδειγμα, στο «απλό» ερώτημα: «Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015 και αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους;»

Βασική προϋπόθεση για να αξιολογήσει κανείς ορθολογικά αυτό το ερώτημα είναι η βαθιά και εμπεριστατωμένη γνώση του ευρωπαϊκού, και πιθανώς παγκόσμιου, χρηματοπιστωτικού συστήματος, η γνώση των τεχνικών λεπτομερειών του διακρατικού δανεισμού και όλων των μορφών του, καθώς και η κατανόηση των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων συσχετισμών και διπλωματικών σχέσεων, γνώσεις τις οποίες δεν κατέχει ούτε η πλειοψηφία των αστών διανοούμενων, και φυσικά ούτε η κοινωνία στο σύνολό της. Η άσκηση πολιτικής από μη εκλεγμένους γραφειοκράτες, είναι μια τρομακτική οδός: οι ελίτ όχι μόνο είναι προβληματικές στην λήψη πολιτικών αποφάσεων αλλά έχουν εξ ορισμού αντικρουόμενα συμφέροντα με τον λαό Είναι, επομένως, αβάσιμες οι αιτιάσεις ότι ο λαός αποφασίζει «ενάντια στα συμφέροντα του», ως ένα από τα «αναγκαία λάθη της δημοκρατίας» για τον απλό λόγο ότι η επιλογή που παρουσιάζεται στον λαό είναι πλασματική: καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην ψήφο της τιμωρίας ή την ψήφο της παραίτησης διότι αυτό του επιτρέπει η θεσμοθετημένη πολιτική ηγεμονία των μη εκλεγμένων γραφειοκρατών της Ευρώπης.

Αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τη λειτουργία του πολύπλοκου συστήματος και άρα είναι σε θέση να ορίσουν το βέλτιστο σχέδιο δράσης. Αν άραγε αυτό γινόταν απερίφραστα αποδεκτό, θα ανακούφιζε το κομμάτι της αστικής διανόησης που καταπιέζεται από την «δικτατορία των αμαθών», αλλά και τους ίδιους τους γραφειοκράτες οι οποίοι σε συνεργασία με την επιχειρηματική τάξη θα δρούσαν πλέον ανενόχλητοι;

Η άσκηση πολιτικής από μη εκλεγμένους γραφειοκράτες, είναι μια τρομακτική οδός: οι ελίτ όχι μόνο είναι προβληματικές στην λήψη πολιτικών αποφάσεων αλλά έχουν εξ ορισμού αντικρουόμενα συμφέροντα με τον λαό και δεν πρόκειται ποτέ να ασκήσουν πολιτική υπέρ του. Ανησυχούν για τον ολοένα αυξανόμενο κοινωνικό αναβρασμό και όπως ανέφερε ακόμη και ο πρόεδρος των New York Times, Μαρκ Τόμσον, σε πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα, οι πολίτες νιώθουν «ότι οι ελίτ δεν τους ακούν», και επομένως γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να τους παραχωρήσουν το δικαίωμα ουσιαστικής λήψης αποφάσεων οικειοθελώς.

Είναι, λοιπόν, αναγκαίο, να αποτραπεί η τάση προς τη δημιουργία μιας ολιγαρχίας από «γνωρίζοντες» τεχνοκράτες, και αντ’ αυτού να δημιουργηθούν δομές πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης στα μέτρα των ψηφοφόρων, ώστε η συμμετοχή του λαού στη λήψη αποφάσεων να μεταλλαχθεί από διαδικασία τυπική σε διαδικασία ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατία. Όταν οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική δομή δεν είναι κατανοητή από το εκλογικό σώμα, παύει η ουσιαστική συμμετοχή του λαού στην λήψη αποφάσεων, όσο εκλεπτυσμένα κι αν είναι τα συστήματα που δημιούργησαν οι τεχνοκράτες, όσο κι αν αυξάνουν τα «κίνητρα», «την πρόοδο» και την «καινοτομία».

Η προστιθέμενη αξία ενός τέτοιου αποτελέσματος είναι ανεκτίμητη, καθώς θα επιτρέψει την ενεργό συμμετοχή του πολίτη και θα του δώσει κίνητρο για την ουσιαστική ενασχόληση με τα κοινά.

Φυσικά, μια τέτοια πολιτική μετάλλαξη δεν μπορεί να συντελεστεί ως δια μαγείας, αλλά μόνο μέσω συλλογικών αγώνων και διεκδικήσεων του ίδιου του λαού. Μια τέτοια μετάλλαξη προϋποθέτει ριζικές αλλαγές των οικονομικών σχέσεων, οι οποίες εν τέλει καθορίζουν τους συσχετισμούς των δυνάμεων στην κοινωνία, και διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας*. Άλλωστε, κατά τον Αριστοτέλη: «Η πραγματική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην δημοκρατία και την ολιγαρχία είναι η φτώχεια κι ο πλούτος. Κι αναγκαστικά επομένως, όπου κυβερνούν οι πλούσιοι άσχετο αν είναι λίγοι ή πολλοί, έχουμε ολιγαρχία, όπου οι άποροι, έχουμε δημοκρατία. Αλλά συμβαίνει, όπως είπαμε, οι πρώτοι να είναι λίγοι και οι δεύτεροι πολλοί.»**

Ο ελληνικός λαός, λοιπόν, δεν έκανε κάποιο λάθος ώστε να «καταλάβει και να ωριμάσει» και τα «αναγκαία λάθη της δημοκρατίας» δεν είναι, τελικά, καθόλου αναγκαία. Το λάθος βαραίνει εκείνους που σχεδιάζουν ένα δαιδαλώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα, με δυσνόητες μεθόδους, εργαλεία και ορολογίες, πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί και το επικίνδυνο άλλοθι πως η ψήφος του λαού δεν έχει πλέον νόημα.

Κατά συνέπεια η διατήρηση αυτής της πολυπλοκότητας εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς και εντέλει ευτελίζει τη δημοκρατία προκειμένου να διαιωνιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός σε υψηλό νοητικό και τεχνικό επίπεδο, με οφέλη για όσους τον κατανοούν. Το μόνο που είναι πραγματικά αναγκαίο είναι η εξουσιοδότηση του λαού να συμμετέχει ουσιαστικά στην λήψη των αποφάσεων, μέσα σε πλαίσια δομών κατανοητών, με μοναδικό σκοπό την πιστή υπηρέτηση των συμφερόντων του, σε αντίθεση με μια έμμεση, κατ’ ευφημισμό, δημοκρατική διαδικασία η οποία μεταλλάσσεται με γοργούς ρυθμούς σε μια ολιγαρχία των «σοφών».

*Σε αντίθεση με την ιδεαλιστική αντίληψη κινημάτων όπως το DiEM25, του οποίου ηγούνται ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Γιάννης Βαρουφάκης, ή ακόμη και του προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία θεωρούν πως μια πραγματική δημοκρατία μπορεί να οικοδομηθεί επάνω στους υπάρχοντες οικονομικούς συσχετισμούς: την ανισότητα και τη φτώχεια από τη μία και τις ελίτ από την άλλη.

**Πολιτικά. Ι–ΙΙ, 1280α