Στη σύγκρουση μεταξύ Η.Π.Α. και Ιράν υπάρχει το παράδοξο ότι κανείς από τους δύο εμπλεκόμενους δεν θέλει πραγματικά έναν ολοκληρωτικό πόλεμο καθώς και δεν έχει συμφέρον από αυτόν. Και οι δύο πλευρές, όμως, είναι τρόπον τινά παγιδευμένες στην ιδεολογική εικόνα που η καθεμία προβάλλει για τον εαυτό της με όλες τις συγκεκριμένες γεωπολιτικές συνέπειες που έχει αυτό το φαντασιακό.
Αντίσταση στην αλαζονεία: Η Διεθνής του μαρτυρίου
Το καθεστώς του Ιράν βασίζεται σε μια εκδοχή του σιιτισμού όπου το μαρτύριο είναι οιονεί αυτοσκοπός, μια ατέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή χωρίς Κυριακή του Πάσχα. Πλέον ταυτίζεται με την ηγεσία της αντίστασης ενάντια στις δυνάμεις της «αλαζονείας», όπως ονομάζουν οι Ιρανοί τις Η.Π.Α. Από το 1979 και μετά, το Ιράν βλέπει τον εαυτό του ως μια διεθνική ισλαμική δύναμη που έχει ως σκοπό της την εξαγωγή της επανάστασης. Αποτελεί, όμως, μία σιιτική περσική μειονοτική δύναμη σε έναν μουσουλμανικό κόσμο που κυριαρχείται από σουνίτες Άραβες (και Τούρκους) και για αυτό έχει πάντα το στίγμα ενός ξένου που έρχεται να αναλάβει τα ισλαμικά αιτήματα. Ωστόσο, το ίδιο θεωρεί τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου ως καθεστώτα που αλλοτριώνουν το Ισλάμ εξίσου με τις εκκοσμικευμένες δικτατορίες που καταρρέουν μετά την Αραβική Άνοιξη, οπότε το δικό του πείραμα «Ισλαμικής Δημοκρατίας», αν και είναι ένα υβρίδιο Μεσαίωνα και νεωτερικότητας, αυτοπροβάλλεται ως η κύρια δύναμη ισλαμικής «καθαρότητας» με κρατικό φορέα ως υποστηρικτή. Αποτελεί πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του μεταμοντέρνου κόσμου μας η απο-αραβοποίηση της ισλαμικής πρωτοπορίας, την οποία αυτή τη στιγμή διεκδικούν το Ιράν, η Τουρκία και ενδεχομένως άλλες μη αραβικές αναδυόμενες μουσουλμανικές χώρες.
Ο δολοφονηθείς Στρατηγός Κασέμ Σολεϊμανί έχει αποφασιστικό ρόλο στη «Διεθνή του μαρτυρίου». Ήταν ο άνθρωπος που κατόρθωσε να εμπλέξει αποφασιστικά τη Ρωσία στη Συρία και να πλήξει δραστικά το Ισλαμικό Κράτος. Το τελευταίο είναι η ακραία Σουνιτική και βάρβαρη εκδοχή ενός διεθνικού ισλαμικού οράματος, το οποίο, πάντως, ενίοτε εργαλειοποιείται από τη Δύση για να πετύχει τους σκοπούς της, όπως γενικά εργαλειοποιείται ο σουνιτικός τζιχαντισμός. Το γεγονός ότι ο Κασέμ Σολεϊμανί ήταν η αιχμή του δόρατος ενάντια στην πιο βάρβαρη μορφή σουνιτικού τζιχαντισμού είναι σημαντικότατο για την προώθηση από το Ιράν ενός ισλαμικού πολιτικού πολιτισμού ή «πολιτικής πνευματικότητας» για να θυμηθούμε τον Michel Foucault, με την έμφαση ασφαλώς στο «ισλαμικού». Πρόκειται, λοιπόν, για μια διπλή εναντίωση και ενάντια στα ήθη του δυτικού δικαιωματισμού της παγκοσμιοποίησης αλλά και ενάντια στις κατασκευές ψευδο-σουνιτικών «χαλιφάτων» που βασίζονται στην τρομοκρατία. Δεν πρέπει από την άλλη να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος που σκότωσαν οι Αμερικανοί είχε συνεργαστεί με τις Η.Π.Α. το 2001-2002 στον πόλεμο του Αφγανιστάν, ενώ σε διαφορετικό βαθμό και με άλλο τρόπο και στη μάχη εναντίον του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ. Ο παλαιός οικοδόμος είχε οικοδομήσει ένα ευρύ δίκτυο που περιλάμβανε πιθανόν και τη συνεργασία με τους Χούθι της Υεμένης, αλλά και τη Χεζμπολά του Λιβάνου.
Το Ιράν διαλέγει εμβληματικά σημαίνοντα τα οποία υπερασπίζεται, όπως η «αντίσταση» και η μάχη ενάντια στην «αλαζονεία». Τα γενικά αυτά σημαίνοντα απευθύνονται στο ευρύτερο θυμικό των Μουσουλμάνων, ώστε να επισκιάζεται εν μέρει η σιιτική και περσική ιδιότητα του Ιράν που διαφέρει από τους Άραβες και άλλους Σουνίτες. Ωστόσο, η συστημική επίκληση αυτών των σημαινόντων έχει ως αποτέλεσμα ότι το Ιράν οφείλει, για να διατηρεί την εικόνα του, να συντηρεί την αντίσταση και να μην ανέχεται τη δυτική αλαζονεία, όταν αυτή υπερβαίνει κάποια όρια. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το Ιράν είναι ένας διεθνής «αντάρτης» που δεν έχει συμφέρον από έναν ολικό πόλεμο. Τα μεγάλα κέρδη που έχει αποκομίσει τις τελευταίες δεκαετίες στο γεωπολιτικό επίπεδο οφείλονται κατά πρώτον στο ότι λόγω της ορεινής μορφολογίας του, του όγκου και του αποφασισμένου χαρακτήρα του πληθυσμού του καθώς και ευρύτερων πολιτισμικών λόγων, έχει καταστεί ένας πολύ δυσκολότερος στόχο για τις Η.Π.Α. από ό,τι ήταν λ.χ. το Ιράκ ή η Συρία. Μετά την κατά το μάλλον ή ήττον πρόσκαιρη κατοχή των χωρών αυτών από τον αμερικανικό στρατό, το Ιράν μπορούσε να τις διαβρώσει βασιζόμενο στο σιιτικό στοιχείο, αλλά και στην επίκληση της πανισλαμικής «αντίστασης στην αλαζονεία». Με τον τρόπο αυτό, το Ιράν, που ούτως ή άλλως είναι τσακισμένο οικονομικά από δεκαετίες κυρώσεων, έχει συμφέρον να διεισδύει ως «αντάρτης» σε χώρες άλλων που έχουν ήδη καταστρέψει οι Η.Π.Α., παρά να επιζητήσει μια απευθείας σύγκρουση με την υπερδύναμη.
Η μεγάλη του επιτυχία τα τελευταία χρόνια είναι ότι έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μία άτυπη πλην ισχύουσα σύμπραξη μεταξύ πολλών φορέων της «αντίστασης», όπως είναι οι Χούθι στην Υεμένη, η Χεζμπολά στον Λίβανο και οι Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης στο Ιράκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν και ανδρώθηκαν μετά τους αντίστοιχους εμφυλίους στην Υεμένη, τις εισβολές του Ισραήλ στον Λίβανο από το 1982 και μετά και την αμερικανική κατοχή στο Ιράκ. Το Ιράν ήλθε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να εμπεδώσει την επιρροή του σε ένα μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής. Ταυτοχρόνως, μέθοδοι όπως τα drones που έπληξαν την Aramco στη Σαουδική Αραβία αποτελούν μια μορφή μεταμοντέρνου «κλεφτοπόλεμου» όπου ο θύτης δεν είναι εμφανής, όπως στον τακτικό πόλεμο της νεωτερικότητας. Ωστόσο, για λόγους αυτοπροβολής της εικόνας του σε ένα πανισλαμικό ακροατήριο είναι αδύνατο για το Ιράν να μην απαντά, όταν θίγονται κομβικά στοιχεία του φαντασιακού του, με αποτέλεσμα να συρθεί ενδεχομένως σε αναμετρήσεις που είναι ενάντια στο μακροπρόθεσμο συμφέρον του, για λόγους συμβολικής επιβίωσης του καθεστώτος του.
Η τουιπλωματία του Donald Trump
Από την άλλη, οι κινήσεις του Donald Trump παρουσιάζουν έναν προβλέψιμα απρόβλεπτο χαρακτήρα. Ήδη από την πρώτη προεκλογική του περίοδο ο Trump είχε προβάλει για τον εαυτό του ένα εμπορικό πνεύμα «τσιγκουνιάς» για αχρείαστους πολέμους που ωφελούν κυρίως τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και ένα πνεύμα «νοικοκυρέματος» με στροφή προς το εσωτερικό των Η.Π.Α. Το προνομιακό κοινό του Trump είναι μέσα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί από την παγκοσμιοποίηση, η οποία ωφελεί τις οικονομικές ελίτ των Η.Π.Α. και τους εργαζόμενους σε ορισμένες μόνο πολυεθνικές λ.χ. τεχνολογιών αιχμής, αλλά όχι άλλους τομείς. Το ύφος του Trump είναι μια αψήφηση της πολιτικής ορθότητας που είχε ταυτιστεί με τον πολιτικό πολιτισμό (ή υποκρισία) της παγκοσμιοποίησης, ώστε να απευθυνθεί στο κοινό των ψηφοφόρων του. Στο πλαίσιο αυτό το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. βασικά αποσύρονται από τα περισσότερα μέτωπα του πλανήτη καλύπτεται από μια θεαματική υπεραναπλήρωση βάσει της οποίας ο Trump προβάλλει την εικόνα του ισχυρού ηγέτη με αυτοπεποίθηση και ισχύ που έχει προνομιακή σχέση με τον λαό του. Από όλα τα διεθνή ερείσματα, ο Trump έχει επιλέξει να επιμείνει στην ιδιαίτερη σχέση με το Ισραήλ, με το οποίο νιώθει την ανάγκη να ευθυγραμμίζεται σε μια σειρά από σημαντικά θέματα.
Η αγαπημένη μέθοδος του Trump είναι ένας συνδυασμός οικονομικών κυρώσεων και μεμονωμένων θεαματικών ενεργειών, οι οποίες, όμως, κατά κανόνα δεν συνοδεύονται από ένα οργανωμένο σχέδιο για πλήρη πολεμική αναμέτρηση. Η τακτική των οικονομικών κυρώσεων είναι σύμφωνη με την εμπορική νοοτροπία του. Οι θεαματικές ενέργειες είναι αναγκαίες ως συνοδευτικό, αφενός για να υπάρχει υπενθύμιση της δυνατής ισχύος των Η.Π.Α., που υποβαστάζει τη μαλακή, και αφετέρου για να διατηρεί στο κοινό του την εικόνα του αποφασιστικού ηγέτη, χωρίς να προβαίνει σε κοστοβόρο πόλεμο. Κατ’ ανάγκη, ο συνδυασμός των δύο οδηγεί σε παλινωδίες, όπως σε προβολή εικόνας επιθετικότητας και υποχώρησης κατά ένα γεωπολιτικό tease and denial που έχει καταστεί ο ιδιάζων τρόπος του Αμερικανού Προέδρου. Στις συστημικές παλινωδίες μπορούμε να προσθέσουμε μια νοοτροπία τζόγου που δεν είναι ξένο προς μια ορισμένη μεταφορά του επιχειρηματικού πνεύματος στον κόσμο της γεωπολιτικής.
Υπάρχουν πάντως όρια στη χαλαρότητα με την οποία η ομάδα του Trump μπορεί να χειρίζεται τα ζητήματα γεωπολιτικής. Το ένα είναι η ανάγκη οι Η.Π.Α. να παραμείνουν η ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ηγεσία διεθνών θεσμών, όπως το Ν.Α.Τ.Ο., τη δύναμη του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος κ.ο.κ. Το άλλο είναι η συμπόρευση των Η.Π.Α. με το Ισραήλ, την οποία έχει επιλέξει ως βασικό άξονα ο νυν Πρόεδρος περισσότερο και από άλλους προκατόχους του. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν επιθυμεί την απόσυρση από μέτωπα, ο αμερικανικός παράγοντας αισθάνεται υποχρεωμένος να απαντά άμεσα σε έμπρακτες αμφισβητήσεις της ηγεμονίας του στην περιφέρεια, καθώς και να πραγματοποιεί ευχές του Ισραήλ και δη του σημερινού Προέδρου του Μπενιαμίν Νετανιάχου, προκειμένου να διαιωνίζεται η προνομιακή σχέση. Υπάρχει εδώ μία αντίφαση που τροφοδοτεί τις παλινωδίες και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο τελευταίος μεγεθύνεται εξάλλου επικοινωνιακά από τη μεγαλόστομη και αλλοπρόσαλλη διαχείριση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης του Αμερικανού Προέδρου, τη διαβόητη «τουιπλωματία», ήτοι διπλωματία μέσω Twitter (twiplomacy), με αποδέκτη μάλλον τον λαό παρά τους θεσμούς.
Πόλεμος διά αντιπροσώπων;
Και οι δύο δυνάμεις έχουν συμφέρον να μην αναμετρηθούν άμεσα με εμπλοκή των ιδίων, αλλά μόνο μέσω αντιπροσώπων. Το Ιράν γιατί επέχοντας τη θέση του «αντάρτη», όπως τον ορίζει ο Carl Schmitt, διεξάγει πόλεμο φθοράς του ισχυρού, μην μπορώντας να κάνει ολοκληρωτικό πόλεμο. Οι Η.Π.Α. γιατί τους είναι πολύ δύσκολο να κάνουν έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με χερσαίες δυνάμεις στο έδαφος όπου στη δεκαετία του 1980 είχε υποστεί πανωλεθρία ο τότε ιρακινός σύμμαχός τους. Καθώς βρίσκονται πολύ μακριά από το φλεγόμενο πεδίο της Μέσης Ανατολής, οι Η.Π.Α. επιθυμούν να φθείρουν τους ισχυρούς περιφερειακούς αντιπάλους τους μέσω της διατήρησης ενός πολεμικού αναβρασμού, χωρίς οι ίδιες να εμπλέκονται άμεσα σε ολικό πόλεμο.
Κατά μία μεταμοντέρνα αντιστροφή, οι Η.Π.Α. είναι ο ισχυρός που διεξάγει μακροχρόνιο αγώνα φθοράς των αδύναμων αντιπάλων του, κάνοντας συχνά «αντάρτικο» στους «αντάρτες». Αλλά και το Ιράν από την άλλη προτιμά να δώσει τη μάχη της επιβίωσής του εκτός των συνόρων του. Είναι ενδιαφέρον ότι στην ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών του Ιράν Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ μετά από την επίθεση με πυραύλους σε βάση των Η.Π.Α. στο Ιράκ αναφέρεται: «To Iράν έλαβε και ολοκλήρωσε τα αναλογούντα μέσα αυτοάμυνας σύμφωνα με το άρθρο 51 της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών, πλήττοντας βάση αυτών που εξαπέλυσαν επίθεση κατά πολιτών και υψηλόβαθμων αξιωματικών μας. Δεν επιζητούμε κλιμάκωση του πολέμου, αλλά θα υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας απέναντι σε κάθε επιθετικότητα». Η δήλωση αυτή έρχεται ως κατοπτρική σε αντίστοιχες των Αμερικανών ότι ο φόνος του Κάσεμ Σολεϊμανί έχει ως σκοπό την προώθηση της ειρήνης και όχι τον πόλεμο. Φαίνεται ότι και οι δύο δυνάμεις κάνουν την επιθετική κίνηση που θα τις εμπεδώσει στο κοινό τους, σπεύδοντας να αξιώσουν ότι αυτή είναι η τελευταία κίνηση μετά την οποία θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μοιάζουν με συμμετέχοντες σε διαδικτυακό μπιφ όπου ο καθένας αξιώνει ότι είχε την τελευταία κουβέντα πριν την ύφεση. Το παίγνιο αυτό είναι βεβαίως στην πραγματικότητα πολύ πιο επικίνδυνο και απρόβλεπτο από μια τελετουργία ιρανικού θρήνου ή από μια διαδικτυακή τελετουργία μανούρας που όλες οι περσόνες θέλουν κάποτε να τελειώσει.
Πρόσθετη μέριμνα των Ιρανών είναι βεβαίως να ξεκαθαρίζουν απόλυτα ποια χτυπήματα προέρχονται από τους ίδιους και δη από το έδαφός τους, ώστε να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις με προβοκάτσιες καλοθελητών τρίτων. Το μάλλον καινοφανές είναι ότι η κάθε πλευρά επιδιώκει μάλλον να μεγιστοποιήσει συμβολικά το πλήγμα του αντιπάλου, καθώς ενδιαφέρεται όχι για το (ακυρωμένο από τις Η.Π.Α.) διεθνές δίκαιο και την αόριστη παγκόσμια κοινή γνώμη, αλλά για το κύρος στο δικό της κοινό. Τον αρρενωπό θρήνο για το μαρτύριο που καλεί σε εκδίκηση διαδέχεται η καθησυχαστική τουιπλωματία του Trump για το πόσο η ξανά μεγάλη χώρα του έχει τα πάντα υπό έλεγχο, ακόμη κι αν αφήνει αναπάντητα τα χτυπήματα όσων προηγουμένως είχε χαρακτηρίσει ως «τρομοκράτες».
Για τους λόγους αυτούς είναι έως τώρα πιο πρόσφορο για τις δύο δυνάμεις να αναμετρώνται στα γειτονικά κράτη του Ιράκ, της Συρίας και του Λιβάνου. Αυτό, όμως, ενδέχεται να αλλάξει από… «ατύχημα», αν καταστεί επιβεβλημένο για μία ή και για τις δύο δυνάμεις να υπερασπιστούν την εικόνα τους στο διεθνές κοινό τους. Έχουμε μια μεταμοντέρνα τραγωδία όπου οι ήρωες οδηγούνται στην καταστροφή όχι από τη συνέπεια του ήθους τους, όπως στον Σοφοκλή, αλλά από την αντίφαση ανάμεσα στην επιθυμία τους και την ανάγκη του εξουσιαστικού συμβολικού τους. Και βέβαια πίσω από αυτήν την τραγωδία κρύβονται αμέτρητες προσωπικές τραγωδίες ανθρώπων που χάνονται τόσο στο Ιράν όσο και στις άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Συγκεκριμένων ανθρώπων που συχνά θέλουν ένα καλύτερο αύριο, όπως φαίνεται στον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ ή και το ίδιο το Ιράν, αλλά τα όνειρά τους είναι φυλακισμένα στη σύγκρουση των θεμελιακών φαντασιακών της ύστερης νεωτερικότητας και τις γεωπολιτικές εμπλοκές της.