της Μυρτώς Ράις
Είναι όλοι τους γύρω στα τριάντα, με λιγότερες ή πολλές δουλειές στο ενεργητικό τους και με διαμορφωμένη αντίληψη για το θέατρο που υπερασπίζονται. Ο Ηλίας Αδάμ, ο Γιάννης Παναγόπουλος, ο Δημήτρης Μπαμπίλης, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη και οι συνεργάτες τους (ας μας συγχωρεθεί που για λόγους συντομίας δεν τους αναφέρουμε…), σε δύσκολες συνθήκες υλοποίησης και ταχείς χρόνους, κατάφεραν να ξεπεράσουν σε ζωντάνια και αέρα ανανέωσης την ασθμαίνουσα Κεντρική σκηνή του Εθνικού. Η παρακάτω σειρά δεν είναι αξιολογική: αντανακλά έναν πιθανό εσωτερικό διάλογο μεταξύ των παραστάσεων.
Παρεκκλίνοντας από την αθηναϊκή θεματική, ο Ηλίας Αδάμ μεταφέρει για πρώτη φορά στη σκηνή την αυτομυθοπλασία του Γάλλου συγγραφέα Εντουάρ Λουί, «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Ο Εντύ ανακαλύπτει την προτίμησή του στα αγόρια μέσα από τα γιουχαΐσματα και τις ταπεινώσεις. Η βαρβαρότητα της γαλλικής επαρχίας καταγράφεται ωμά, όπως ωμά καταγράφονται τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και η βαθειά μοναξιά του νεαρού Εντύ. Αφαιρώντας το όποιο γκέι κλισέ, η απόδοση του Ηλία Αδάμ βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στο βίωμα της διαφορετικότητας, την κατακραυγή της και το πολιτικό τους σκέλος: το μίσος του άλλου ως συνακόλουθο του οργανωμένου κοινωνικού θανάτου της εργατικής τάξης, αλλά και ως ξεφώνημα του όποιου ξεστρατίζει από μια όλο και πιο ασφυκτική κανονικότητα. Εικόνες από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αναδύονται στις μνήμες. Παρότι δεν αναφέρεται ποτέ στην παράσταση, το γεγονός που στοιχειώνει πλέον την ιστορία της Αθήνας συνδιαλέγεται, υπόγεια και σιωπηλά, με την πραγματικότητα της σκηνής.
Στους αντίποδες των τραυμάτων της διαφορετικότητας είναι η queer γιορτή που έστησε ο Γιάννης Παναγόπουλος, με αφετηρία τα διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου. Συρραφή ανθρώπινων ιστοριών με φόντο την Αθήνα, το «Μπλε υγρό ή Ο ουρανός δε φαίνεται καλά από τη Σόλωνος» είναι ένας καρναβαλικός μεγεθυντικός φακός στις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα. Είναι ένα ντεφιλέ πολύχρωμων και αεικίνητων καθημερινών ηρώων που παλεύουν χοροπηδώντας μες στη σκόνη της ευθείας γραμμής, που γελούν στα μούτρα της ραγισμένης επιθυμίας. Ο Γιάννης Παναγόπουλος και η εκρηκτική του παρέα μας δείχνουν πώς η ζωή μπορεί να είναι γιορτή και το θέατρο ο χώρος που αντηχεί την υπέρβαση των ορίων: όχι μόνο επειδή η παράσταση ξεκινά από τον δρόμο και καταλήγει στη σκηνή, όχι μόνο επειδή το φύλο των ηθοποιών είναι αδιάφορο για τον ρόλο που υποδύονται, αλλά και επειδή είχαν την τόλμη να φτάσουν στα άκρα τους περιορισμούς της όποιας παραγωγής και να εισβάλλουν κατά δέκα στη σκηνή, γεμίζοντάς την με την ασυγκράτητη ενεργητικότητά τους.
Στην πρόταση του Δημήτρη Μπαμπίλη, «ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αθήνα», η συρραφή δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο των ιστοριών αλλά επεκτείνεται και στις θεατρικές τους μορφές. Σε ένα υβριδικό σύνολο, ηθοποιοί, μουσικοί, κάτοικοι της πόλης, ειδικοί και μη, στοιχειοθετούν έναν προβληματισμό γύρω από τις μεταλλάξεις της πόλης, από την καταστροφή της ιστορικής Αθήνας και την οικοπεδοποίηση μέχρι τον εξευγενισμό και την τουριστικοποίηση. Βίντεο, μαρτυρίες και αναλύσεις, ποιήματα και αυτοσχεδιαστικές σκηνές είναι τα κομμάτια ενός ανομοιόμορφου παζλ που, μπαίνοντας δίπλα δίπλα, υποχρεώνουν σε μια καλειδοσκοπική ανάγνωση. Ο Δημήτρης Μπαμπίλης βρίσκει τη δική του γλώσσα ενός πολιτικού θεάτρου που ξεβολεύει: οι συμβάσεις είναι πρόσκαιρες ακόμα και στο εσωτερικό της παράστασης, η θέση του θεατή ανατρέπεται συστηματικά, η θεατρικότητα αυτοακυρώνεται με το που ξεπροβάλλει. Ξεφεύγοντας από το, ίσως ανώδυνο πια, θέατρο με πολιτικό περιεχόμενο, αντλώντας στοιχεία από όλες τις δυνατότητες της περφόρμανς, αναζητά ένα θέατρο που αντανακλά την πολιτική του θέαση μέχρι και στο σώμα του κάθε θεατή.
Κάνοντας άλμα από τον απτό ιστό της πόλης στην αισθαντικότητά της, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, σαν να υπακούει στις επιταγές του ίδιου της του ονόματος, αφουγκράζεται τους απόηχους της γενιάς του 30 και συνεχίζει την αναζήτηση της σύζευξης μνήμης, αρχετύπων και ελληνικότητας. Βουτηγμένη στην αχλύ ενός παρελθόντος που ερήμην μας ακολουθεί, το «Καλλιόπη: ο δρόμος των τεράτων» στηρίζει στην πλαστικότητα των σωμάτων τη θραυσματική μνήμη της οδού Αθηνάς. Βρισκόμαστε εδώ και αλλού, τότε και τώρα. Τότε που η Ομόνοια ήταν στρογγυλή και το άγαλμα της Καλλιόπης περίσσευε, τώρα που η Αθηνάς μυρίζει ανάκατα σφαχτά και σκόνη, τότε που οι γιαγιάδες ήταν νέες και ήδη γερασμένες, τώρα που τα αντικείμενα στοιβάζονται χωρίς νόημα αλλά όλα τους κάτι διηγούνται. Ένας μικρός-μεγάλος κόσμος, φτιαγμένος με τις χοντρές πινελιές των πουαντιγιστών και ξαναδουλεμένος με τη σκοτεινή όψη του ονείρου, ένας κόσμος που πάλλεται στην πλάτη της καρδιάς, στον χώρο της νοσταλγίας.
Τέσσερις διαφορετικές και εξίσου ολοκληρωμένες αισθητικές προσεγγίσεις τόσο της Αθήνας όσο και του θεάτρου συνθέτουν τις γενναιόδωρες προτάσεις των νέων, αλλά ήδη έμπειρων, σκηνοθετών. Όμως το θέατρο δεν είναι μόνο αισθητική. Είναι και πολιτική. Κι ένα κριτικό κείμενο είναι ημιτελές, ίσως και ανειλικρινές, εάν αγνοήσει τους όρους παραγωγής. Ενώ αυτοί είναι γνωστοί. Όχι μόνο συζητιούνται στον θεατρικό χώρο, αλλά ακούγονται και σε μια από τις παραστάσεις. Η τελευταία πρόταση στο «Μπλε υγρό» είναι: «Και πήραμε μόνο τέσσερα ένσημα από το Εθνικό». Τέσσερα ένσημα, για την ακρίβεια εισφορές ενσήμων, για όσους συντελεστές βρίσκονται επί σκηνής στις τέσσερις παραστάσεις που προβλέπονται για την κάθε δημιουργία. Μόνο για τους ηθοποιούς λοιπόν. Η δουλειά των υπόλοιπων συντελεστών είναι αυτό που, με εύσχημο τρόπο, ονομάζεται «αφανής». Τόσα επενδύει η διεύθυνση του Εθνικού θεάτρου στη νέα γενιά του σήμερα. Προσφέροντας βέβαια την υλικοτεχνική υποστήριξη που έχει στη διάθεσή του. Προσφέροντας κυρίως την αίγλη του να παίζει κανείς στο Εθνικό, και παγιδεύοντας σε αυτήν τους νέους δημιουργούς, αφού η ανάγκη ύπαρξης εκ των πραγμάτων δεν τους επιτρέπει να αρνηθούν. Η ζωτικότητα της «πειραματικής» αυτής γενιάς, της γενιάς που ξεκίνησε εν μέσω κρίσης και ελπίζει να μην κληθεί εσαεί να αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει θέατρο αμισθί, φωνάζει ότι αξίζει κάτι αντάξιό της εκ μέρους του κρατικών οργανισμών.