Δεν προκαλεί καμμία εντύπωση το γεγονός ότι ο ηγέτης της Ιταλικής Αντιπολίτευσης, Ματτέο Σαλβίνι, ορκίστηκε πως, όταν γίνει πρωθυπουργός της Ιταλίας, θα αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.

Ο Σαλβίνι ηγείται του κόμματος της Λέγκας, γνωστότερου παλαιότερα ως Λέγκα του Βορρά, κόμμα που εξ αρχής χαρακτηρίζεται ως η σύγχρονη έκδοση της επί μακρόν αποκοιμισμένης φασιστικής ιδεολογίας της Ιταλίας.

Οι φιλοϊσραηλινές τοποθετήσεις του Σαλβίνι και η τυφλή του υποταγή στο Τελ Αβίβ είναι τόσο παλιές όσο κι η πολιτική του καριέρα. Ακόμη και το γεγονός ότι ο Σαλβίνι ξεκίνησε το πολιτικό του ντεμπούτο σε εθνικό επίπεδο με μια ανακοίνωση που δεν έγινε από τη Ρώμη αλλά από το Τελ Αβίβ, αρκεί για να καταδείξει τον κεντρικό ρόλο του Ισραήλ στην πολιτική του διαδρομή. Και, εκτός αυτού, ο Σαλβίνι είναι το αγαπημένο παιδί όλης της Ιταλικής ακροδεξιάς. Αν αναλογιστούμε πως τα πήγε η Λέγκα στις Ευρωεκλογές του Μαϊου 2019, μπορούμε να πούμε ότι ο Σαλβίνι είναι αυτή τη στιγμή ο πιο σημαντικός ακροδεξιός ηγέτης σε όλη την Ευρώπη.

Δεν αποτελεί μυστικό ότι το Ισραήλ συντάσσεται ανοικτά πολιτικά με τα ανερχόμενα ακροδεξιά κινήματα παντού, και ειδικά στη Δύση. Αυτό είναι εμφανές και στη συμμαχία Ισραήλ- Ινδίας, και στις ενοχλητικές σχέσεις με την κυβέρνηση Τραμπ, και με την προεδρία Μπολσονάρου στη Βραζιλία και με την κυβέρνηση των Συντηρητικών στη Βρετανία.

Oι σχέσεις του Ισραήλ με την Ιταλία, ωστόσο, αξίζουν περισσότερης διερεύνησης, και δεν πρέπει να θεωρούνται ταυτόσημες με την σύγχρονη αυξανόμενη άνεση του Τελ Αβίβ με την διεθνή ακροδεξιά. Κι ο λόγος είναι πως, η Ιταλία υπήρξε η μητέρα των σύγχρονων φασιστικών ιδεολογιών, οι οποίες συνδέονται απευθείας με τη Σιωνιστική ιδεολογία του Ισραήλ.

Στην εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Β’ ΠΠ), η Ιταλία κατόρθωσε επιτυχώς να καταστείλει εσωτερικά τον φασιστικό πολιτικό κλάδο, ξεκινώντας αό τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου, όταν η Ρώμη ενίσχυσε την παγκόσμια πίεση κατά της ναζιστικής-φασιστικής συμμαχίας. Το μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ιταλίας προσπάθησε με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσει κάθε είδοε φασισμού που υποκρύπτονταν στην Ιταλική κοινωνία.

Ήταν λοιπόν, φυσικό, ακολούθως, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, οι επαναστατικές δυνάμεις που είχαν τεράστιο αντίκτυπο στη διαμόρφωση του Ιταλικού πολιτικού διαλόγου μετά τον πόλεμο, να βρουν κοινό έδαφος με την Παλαιστινιακή αναζήτηση Ελευθερίας και τον συνεχιζόμενο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού κατά του Σιωνισμού και των αντιδραστικών του συμμάχων όπου γης.

Δυστυχώς, αυτό δε συμβαίνει πια. Ενώ η αληθινά ριζοσπστική αριστερά της Ιταλίας επιμένει να βρίσκεται σε χειμερία νάρκη – διαδικασία που ξεκίνησε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 – οι ακροδεξιές δυνάμεις έκαναν τεράστια βήματα, επιτρέποντας, τα τελευταία χρόνια, σε υποκείμενα σαν το Σαλβίνι και τις ρατσιστικές του ορδές, να επιστρέψουν στην πολιτική αρένα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η άνοδος του Σαλβίνι άρχισε να στρώνει το δρόμο για την αποκατάσταση της από παλιά κοιμισμένης συμμαχίας (νεο-)Σιωνιστο-φασιστών.

Ταυτόχρονα, η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ιταλία υποχρεώνει όλα τα πολιτικά, κοινοβουλευτικά κόμματα της χώρας να ξαναδούν τις πολιτικές τους ατζέντες, φέρνοντάς τες προς τα δεξιά, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ελκύσουν τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους που ξεθάρρεψαν για τα καλά.

Σιωνιστικές ομάδες που στηρίζουν το Ισραήλ, τόσο στην Ιταλία όσο και αλλού, τώρα εκμεταλλεύονται την διασπασμένη πολιτική σκηνή της χώρας, για να προωθήσουν τη διεθνή ατζέντα του Τελ Αβίβ.

Στις 17 Ιανουαρίου η Ιταλική κυβέρνηση υιοθέτησε ομόφωνα τον λανθασμένο και αυτο-εξυπηρετικό (selfserving) ορισμό του αντισημιτισμού, όπως τον θέλει η φιλοϊσραηλινή Διεθνής Συμμαχία Μνήμης του Ολοκαυτώματος (International Holocaust Remembrance Alliance), η οποία εξισώνει τον αντισημιτισμό με τον αντισιωνισμό .

Η προβληματική αυτή «ερμηνεία εργασίας» δεν έχει σε τίποτε να κάνει με το ρατσισμό, κι έχει σε πολλά να κάνει με την πολιτική, καθώς ο Σιωνισμός είναι μια σύγχρονη πολιτική ιδεολογία, και δεν είναι ούτε φυλή ούτε θρησκεία. Το αντίστοιχο παράδοξο στα της Ιταλίας θα ήταν να εξισωθεί ο αντιφασισμός με τα αντι-Ιταλικά ή αντι-Καθολικά αισθήματα. Αν αυτό μοιάζει παράξενο στο ιταλικό πλαίσιο, θα πρέπει να μοιάζει ομοίως παράξενο και στο Σιωνιστικό- Ισραηλινό πλαίσιο.

Όμως, αυτό το προφανές παράδοξο γίνεται απολύτως κατανοητό όταν αναλυθεί μέσα στα ιστοριογραφικά συμφραζόμενα. Όσοι κρίνουν αρνητικά τον σιωνισμό συχνά περιγράφουν το σιωνιστικό κίνημα ως φασιστικό. Αυτή η φαινομενικά άστοχη αναλογία είναι πλήρως δικαιολογημένη ιστορικά.

Διότι όντως, αυτό που πολλοί δεν ξέρουν είναι ότι, κατά τη διάρκεια του χρόνου σχηματισμού τους, τόσο η σιωνιστική όσο και η φασιστική ιδεολογία, είχαν αντίστοιχες πνευματικές ρίζες και πολλές επικαλύψεις όσον αφορά στις φιλοσοφικές και πολιτικές τους δομές. Μερικοί από τους ιδρυτές του Σιωνισμού, ειδικά οι αναθεωρητές Σιωνιστές, αυτοχαρακτηρίζονταν φασίστες ως προς την ιδεολογία, και ήταν λογική η πορεία τους από το φασισμό προς τον σιωνισμό, υπαγορευμένη από πολιτικές σκοπιμότητες.

Πριν από την οπορτουνιστική συμμαχία μεταξύ του ηγέτη της Ναζιστικής Γερμανίας,  Αδόλφου Χίτλερ, και του δικτάτορα της Φασιστικής Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι, το 1936, που οδήγησε στους διαβόητους ρατσιστικούς νόμους της Ιταλίας, υπήρχε στη Ρώμη βαθμός συγγένειας μεταξύ Σιωνιστών και Φασιστών.

Ο Βλαντιμίρ Τζαμποτίνσκυ, ιδρυτής του Αναθεωρητικού Σιωνισμού, τέκνα του οποίου, στο Ισραήλ, είναι το σημερινό κόμμα Λικούντ και άλλες δεξιές και ακροδεξιές ομάδες, έβλεπε την Ιταλία ως την «πνευματική πατρίδα» του.

«Όλες μου οι απόψεις για τον εθνικισμό, το κράτος και την κοινωνία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των χρόνων που βρισκόμουν υπό την ιταλική επιρροή», γράφει στην αυτοβιογραφία του, αναφερόμενος στα χρόνια της ιδεολογικής του διαμόρφωσης στην Ιταλία.

Αντιστοίχως, ο Μουσολίνι είχε εκφράσει ρητά τη στήριξή του στο σιωνισμό γενικά και στον Τζαμποτίνσκυ ειδικά: «Για να επιτύχει ο Σιωνισμός, πρέπει να αποκτήσετε ένα εβραϊκό κράτος με εβραϊκή σημαία και εβραϊκή γλώσσα. Το πρόσωπο που τα καταλαβαίνει όλα αυτά είναι ο φασίστας σας, ο Τζαμποτίνσκυ» είχε πει ο Μουσολίνι το Νοέμβριο του 1934, σε ιδιωτική συνομιλία του με τον Ναούμ Γκολντμαν, ιδρυτή του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου, το Νοέμβριο του 1934 (όπως καταγράφεται από το Λένι Μπρένερ στο βιβλίο του «Ο Σιωνισμός στην Εποχή των Δικτατόρων».).

Ο Ντούτσε είχε ήδη συμμαχήσει με το κίνημα νεολαίας που είχε ιδρύσει ο Τζαμποτίνσκυ,  το Μπετάρ, το οποίο στηρίχθηκε και διαμορφώθηκε από φασιστικές ιδέες και σύμβολα.

«Ως το 1934, ο Τζαμποτίνσκυ και το νεανικό κίνημα του, Μπετάρ, είχαν συμμαχήσει με τον Ντούτσε, και το Μπετάρ απόκτησε ναυτική βάση εκπαίδευσης βόρεια της Ρώμης», αναφέρει ο Στήβεν Μέγιερ,  στο άρθρο του «Θα επιβιώσει πέραν των φασιστών του το Ισραήλ;» [Will Israel outlive its fascists?, δημοσιεύθηκε στο Executive Intelligence Review του 2002].

Ο Μέγιερ εξηγεί: «Το ιταλόφωνο περιοδικό της Μπετάρ, το L’Idea Sionistica, περιέγραφε τις εναρκτήριες τελετές της ακαδημίας: «Η διαταγή -‘Προσοχή!’, το σύνθημα που διέταξε ο διοικητής της ομάδας -«Viva l’Italia, Viva Il Re! Viva Il Duce!» [Ζήτω η Ιταλία, Ζήτω ο Βασιληάς, Ζήτω ο Ντούτσε], να ακούγεται ξανά και ξανά, και μετά να ακολουθεί ευχή από το ραββίνο Άλντο Λάττες, στα ιταλικά και τα εβραϊκά, προς το Θεό, για τον βασιλιά και το Ντούτσε […] και ο ύμνος του φασιστικού κόμματος, η Τζιοβινέζα, τραγουδήθηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από τη νεολαία της Μπετάρ».

Η διήγηση αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, μεταξύ των οποίων και από τον Ιταλό ιστορικό Φούριο Μπιαγκίνι, στο βιβλίο του «Ο Μουσολίνι και ο Σιωνισμός». Ο Μπιαγκίνι θεωρεί ότι «κατ’ αρχήν, ο Μουσολίνι δεν ήταν αντίθετος στην επιθυμία των Εβραίων να δημιουργήσουν εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη». Επίσης, ο Μπιαγκίνι εξηγεί ότι η τότε ανθούσα φασιστική-σιωνιστική συμμαχία στηριζόταν σε γεωστρατηγική αναγκαιότητα.

«Τα επεκτατικά σχέδια της Φασιστικής Ιταλίας, σε όλη τη Μεσόγειο, έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με τη Βρετανική παρουσία. Ο Βρετανικός στόλος κυριαρχούσε στην περιοχή της Μεσογείου, από το Γιβραλτάρ ως την Κύπρο και την Παλαιστίνη. Προσφέροντας στήριξη στο σιωνιστικό κίνημα εναντίον της Βρετανίας, η Ιταλία ήθελε να αποδυναμώσει την Βρετανική αυτοκρατορία στην Ανατολική Μεσόγειο, αυξάνοντας παράλληλα το ιταλικό κύρος σε διεθνές επίπεδο».

Ο Τζαμποτίνσκυ δεν ήταν ο μοναδικός σύνδεσμος του Μουσολίνι με τον σιωνισμό, αλλά ήταν ένας από μια σειρά πολλών συμμαχιών, που είχαν συνέπειες σε βάθος χρόνου. Ο Γκόλντμαν έγραψε στην αυτοβιογραφία του [Η αυτοβιογραφία του Ναούμ Γκόλντμαν: εξήντα χρόνια εβραϊκής ζωής] ότι ο Μουσολίνι ήταν μέγας θαυμαστής του Σιωνισμού.

«Πρέπει να δημιουργήσετε ένα εβραϊκό κράτος. Είμαι σιωνιστής, όπως είπα και στο Δόκτορα Βάισμαν. Πρέπει να αποκτήσετε αληθινό κράτος, όχι αυτό το γελοίο Εθνικό Σπίτι που σας προσέφεραν οι Βρετανοί. Θα σας βοηθήσω να δημιουργήσετε εβραϊκό κράτος», μεταφέρει το μήνυμα του Μουσολίνι στη σιωνιστική ηγεσία της εποχής ο Γκόλντμαν.

Ο ενθουσιασμός του Μουσολίνι να δημιουργήσει ένα «εβραϊκό κράτος» έβρισκε αντίστοιχο στη Βρετανική συνομωσία, ώστε να αλλοιωθεί η Διακήρυξη του Μπαλφούρ του 1917, η οποία δέσμευε το Βρετανικό στέμμα στην δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη.

Τον Οκτώβριο του 1933, ο επικεφαλής της Εβραϊκής Υπηρεσίας στη Γενεύη, Βίκτωρ Γιάκομπσον, έγραψε στον Βάισμαν, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού και αργότερα υπηρέτησε ως πρώτος Πρόεδρος του Ισραήλ, ότι «ο Μουσολίνι είναι πρόθυμος να ανοίξει ακόμη πιο διάπλατα τις πόρτες της Παλαιστίνης στην εβραϊκή μετανάστευση, ιδιαίτερα δε σε όσους πρόσφυγες έρχονται από τη Γερμανία».

Στο επιμύθιο του βιβλίο του Κράτος και Ελευθερία (Stato e Libertà)- ο Ιταλός διπλωμάτης Σέρτζιο Μινέρμπι γράφει: «Ο Μουσολίνι πίστευε ότι ήταν αδύνατο να συμφιλιωθούν Εβραίοι και Άραβες και ότι έπρεπε να είναι πολιτικά χωρισμένοι, έτσι  έριξε και την ιδέα για πλήρη διαχωρισμό της Παλαιστίνης».

Όλα αυτά άλλαξαν το 1936 όταν ο γαμπρός του Μουσολίνι, ο Τσιάνο, τοποθετήθηκε ως υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας. Τότε «η Ιταλία του Μουσολίνι συνέπλευσε πλήρως κι άνευ ενστάσεων με τον Χίτλερ», όπως έγραψε η Σούζαν Ζουκόττι στο βιβλίο της «Οι Ιταλοί και το Ολοκαύτωμα». Τότε ήταν που το φασιστικό κόμμα της Ιταλίας αναγκάστηκε να πάρει άλλο δρόμο από την ηγεσία των Σιωνιστών, κάνοντας το Μουσολίνι να αρνηθεί, από κει και πέρα, οποιαδήποτε συνάντηση με το Ζαμποτίνσκυ.

Μετά τον θρίαμβο του σιωνιστικού κινήματος, που ολοκληρώθηκε με την ίδρυση του Ισραήλ πάνω στα ερείπια της ιστορικής Παλαιστίνης το Μάη του 1948, και πάλι οι σιωνιστές κατόρθωσαν να ανανήψουν, παρουσιαζόμενοι ως προοδευτική δύναμη, αν και ποτέ δεν εγκατέλειψαν πραγματικά τη φασιστική ιδεολογία.

Ο νόμος Έθνους-Κράτους του Ιουλίου 2018, ο οποίος ορίζει το Ισραήλ ως εθνο-φυλετικό κράτος, είναι μία μόνο, από σωρεία αποδείξεων, πως το Ισραήλ παραμένει, μέχρι σήμερα, πλήρως αφοσιωμένο στο Φασισμό.

Όταν υποστηρίζουμε ότι ο Σιωνισμός είναι μια μορφή Φασισμού, ούτε υπερβάλλουμε ούτε λέμε κάτι άσχετο.  Πράγματι, οι κοινές ρίζες των δύο ιδεολογιών οφείλουν να είναι προφανείς σε κάθε προσεκτικό αναγνώστη της ιστορίας.

Το γεγονός ότι τόσο ο Σαλβίνι όσο και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, ξαναζωντανεύουν, ή, κατ’ ελάχιστον, αποδέχονται με ανοικτές αγκάλες, τους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ αυτών των δύο καταστροφικών ιδεολογιών, αντικατοπτρίζει δύο ανησυχητικές πραγματικότητες – αφενός, καταδεικνύει την αποτυχία της Ιταλίας να ξεριζώσει τον φασισμό ως πολιτικό μοντέλο μετά τον Β΄ ΠΠ και, αφετέρου, αποκαλύπτει την αληθινή ιδεολογική βάση του Σιωνισμού, ως αυτό καθ’ αυτό το Κράτος του Ισραήλ.

 

 

*Το άρθρο του Ράμζυ Μπαρούντ και της Ρομάνα Ρουμπέο μετέφρασε/απέδωσε από τα αγγλικά η Λαμπρινή Θωμά. Το πρωτότυπο θα το βρείτε εδώ.