της Λαμπρινής Θωμά

«Δεν είμαι Εγγλέζος. Δεν υπήρξα ποτέ Εγγλέζος και δε θέλω να καταντήσω Εγγλέζος. Είμαι Σκωτσέζος, ήμουν πάντα Σκωτσέζος και Σκωτσέζος θα παραμείνω για πάντα» Σων Κόννερυ

Μπορεί ο ίδιος να «βαρέθηκε το Μποντ» και «να μην τον άντεχε άλλο», όμως για τους περισσότερους από μας είναι ο μονος Μποντ. Οι ερμηνείες του αυτές παραμένουν αξεπέραστες, διαχρονικές και κλασσικές, παρά τα εμφανέστατα σημάδια μιας άλλης εποχής και νοοτροπίας. Είναι ο τρόπος που εκστόμιζε τις ατάκες του, από τους Μποντ, τους Αδιάφθορους, το Βράχο, αυτές τις ατάκες που θα είναι πάντα εδώ, μαζί μας και όταν τις λέμε στο νου μας θα τραγουδάει εκείνο το υπέροχο, τραχύ σίγμα του, το σίγμα του αγοριού που ανδρώθηκε στην πιο σκληρή πραγματικότητα της εργατικής τάξης.

Ένας μεγάλος πατριώτης της Σκωτίας, που είχε χτυπήσει τατουάζ το όνομά της όταν υπηρέτησε στο ναυτικό. Που πήρε εκείνον τον ρόλο στο Χάιλάντερ γιατί επιθυμούσε να καταγραφεί, και εκεί, ως ο αθάνατος Σκώτος. Χρηματοδότης, ανοικτά, του αυτονομιστικού κινήματος, ιδρυτής και βασικός χορηγός ενός ιδρύματος που προσέφερε χιλιάδες υποτροφίες σπουδών σε νεαρά παιδιά της πατρίδας του, για να μην έχουν να περάσουν τις δικές του αγωνίες- αυτού, του γιού μιας καθαρίστριας κι ενός βιομηχανικού εργάτη, που δούλευε γαλατάς και μπέιμπυ σίττερ για να επιβιώσει, και μπήκε στο θέατρο κατά τύχην, κάνοντας θελήματα, για να βγάλει καμμιά πεντάρα παραπάνω. Με μπόι 1,90 και όλη αυτή την  αντρίκια ομορφιά, πως να μην τον προσέξουν, πως να μην τον απαιτήσει η σκηνή, όμως;

Υποστηρικτής των τρόπων της γης που τον γέννησε και μαζί όχι απλά πολίτης του κόσμου, αλλά σύμβολο του κοσμοπολιτισμού, ως Τζέημς Μποντ αλλά και ως «ο τελευταίος αληθινός σταρ του Χόλλυγουντ». Και μαζί έντιμος, καθαρός, γενναίος, το λαϊκό παιδί που άκουγε με προσοχή τις οδηγίες του πρώτου του σκηνοθέτη, ως Μποντ, για να μάθει τα τερτίπια μιας τάξης που δεν ήταν η δική του. Και, ναι, μορφωμένος, γιατί το ήθελε, και όταν το μπόρεσε… με ένα βιβλίο στο χέρι, «παθιασμένος αναγνώστης», που έφτασε μέχρι τον Καβάφη, και τον απήγγειλε μοναδικά. Που, αν και αγγλικά, δε μπορεί να μη σε συγκινήσει.

«Ως Σκωτσέζος, επιμένω πως η ευκαιρία της ανεξαρτησίας δεν πρέπει να χαθεί. Τίποτε δεν είναι πιο δημιουργικό απο τη δημιουργία μιας νέας χώρας» Σων Κόννερυ, 2014

Ο «Άνθρωπος Που θα Γινόταν Βασιληάς» της καρδιάς εκατομμυρίων, που θα μας χάριζε έναν αξέχαστο μπαμπά Τζόουνς στις περιπέτειες του Ιντιάνα και θα μας ξεκαθάριζε και από κει, και από τους Αδιάφθορους, και από το Βράχο, και και και…, πως, σε ρόλο υποστηρικτικό ή μη, όταν αυτός γέμιζε την οθόνη όλοι οι άλλοι γίνονταν αυτόματα υποστηρικτικοί, support, του αληθινού σταρ. Και, μαζί, ενός ανθρώπου που δεν ξέχασε πως η ζωή δεν είναι οθόνη και καριέρα. Όταν του ζήτησαν, μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής του από το θέαμα, το 2006, να επιστρέψει, έναντι αδρότατης αμοιβής, απάντησε «περνάω πολύ ωραία ως συνταξιούχος, δεν το χαλάω!».

Ένα τεράστιο ταλέντο, υποστηριγμένο από δουλειά, δουλειά, δουλειά, μελέτη, μελέτη, μελέτη. Που μάζεψε ότι βραβείο μπορούσες να μαζέψεις, για να σαρκάσει πως «καλό είναι το Οσκαρ για τους Αδιάφθορους, αλλά θα προτιμούσα να κερδίζω στο τένις». Χιουμορίστας, με εκείνο τον υπόγειο τρόπο που επέδειξε όταν τον τίμησε με εκείνο το καθυστερημένο Οσκαρ το Χόλλυγουντ, το χιούμορ που υπόσκαπτε την ίδια την τιμή του Οσκαρ, τις ίδιες τις τιμές και τα βραβεία που δεν αρνήθηκε, αλλά και δεν ταπεινώθηκε γα χάρη τους. O άνθρωπος που ψηφίστηκε ξανά και ξανά ως ο πιο σέξυ άνδρας του κόσμου και, το 1999, ως Ο Πιο Σέξυ Άνδρας του 20ου Αιώνα, που έπαιξε ρόλους στα όρια της γελοιότητας και ρόλους ύψιστης ηθοποιίας, που έζησε όπως ήθελε, δηλαδή μιαν κανονική ζωή, κύριος των δικών του αξιών, τις οποίες δεν διατάραξε η διασημότητα. Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο παράσημο στο αδιάφθορο, περήφανο σκωτσέζικο στήθος του.

O Σων Κόννερυ. Πλήρης Ημερών. Στα ενενήντα του. Ήρεμα. Στον ύπνο του. Κι όμως, λες πως δεν του άξιζε ο θάνατος. Γιατί έζησε όπως ήθελε να ζήσει, γιατί όρισε τον ανδρισμό φορώντας την υπέροχη σκωτσέζική του φορεσιά… Γιατί είναι ο Χάιλαντερ. Αθάνατος.