Για ολόκληρη τη δεκαετία του ’90, και με μερικές μόνο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, η σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία φαινόταν να αφορά δύο στρατόπεδα: από τη μια τους «ρεαλιστές» ευρω-εκσυγχρονιστές, από την άλλη τους «ρομαντικούς» αντιεκσυγχρονιστές – δεξιούς ή αριστερούς, πάντως πολιτικά και κοινωνικά ηττημένους.

Καθένα από τα δύο στρατόπεδα σήκωνε, την εποχή εκείνη, τη δική του γαλανόλευκη: οι μεν εκσυγχρονιστές για να πανηγυρίσουν την οικονομική μεγέθυνση, την αναβάθμιση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, την ανάληψη των Ολυμπιακών και την είσοδο στο ευρώ (που θα ωφελούσαν όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης), οι δε αντιεκσυγχρονιστές για να διαμαρτυρηθούν, άλλοτε για τη Μακεδονία και τα Ίμια, κι άλλοτε για τον Οτσαλάν και τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν τόσο διαδεδομένη αυτή η πρόσληψη της κατάστασης, που στέλεχος –τότε- του Συνασπισμού δήλωνε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος: «δύο παρατάξεις έχει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα. Η μία έχει αρχηγό το Χριστούδουλο, η άλλη το Σημίτη». Ο ίδιος, προφανώς, είχε επιλέξει τη δεύτερη.

Βοηθούντων των ΜΜΕ, αυτό που δεν ήταν δυνατό να καταδειχτεί τότε –αν και πολλοί το προσπάθησαν φιλότιμα- ήταν πως και οι δύο λογικές κινούνταν στο ίδιο πεδίο και ότι στο πεδίο αυτό ο πρώτος ήταν πρώτος, ενώ ο δεύτερος τίποτα. Λέω «στο ίδιο πεδίο», διότι σε έναν κόσμο οργανωμένο σε εθνικά κράτη, η εθνικιστική ιδεολογία είναι η κατ’εξοχήν κρατική ιδεολογία, ταυτόχρονα όμως προσφέρει (με ανταλλάγματα…) τη «γραμματική» και το «συντακτικό» της σε αντίπαλα κινήματα και πολιτικά προτάγματα, αναγόμενη σε γενική και σχεδόν απόλυτη αρχή νομιμοποίησης της πολιτικής στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτή η «απολύτότητα» ήταν και το βασικό πρόβλημα για τον «δεύτερο» της ιστορίας μας: για την «παράταξη του Σημίτη», ο ιδανικός αντίπαλος δεν ήταν το κίνημα κατά της μεταρρύθμισης Αρσένη ή –αργότερα- κατά του Ασφαλιστικού (στο βαθμό που αυτά καταδείκνυαν ότι οι στόχοι του «εθνους» των εκσυγχρονιστών άφηναν εκτός μεγάλα τμήματα της κοινωνίας προς όφελος άλλων), αλλά το κίνημα των ταυτοτήτων και η αυτό-απομονωτική αναζήτηση της «ιδιοπροσωπίας» από δεξιούς και αριστερούς. Κι αυτό, γιατί ετούτα τα τελευταία ουδόλως απειλούσαν τη στρατηγική των εκσυγχρονιστών• όταν δεν τη συγκάλυπταν, έθεταν απλώς εν αμφιβόλω ορισμένες δευτερεύουσες όψεις του εγχειρήματός τους.

Αυτά συνέβαιναν το ’90 –και κάποτε θα πρέπει να φτιαχτεί και γι’αυτά ένα Λεξικό. Σήμερα, όμως, θα περίμενε κανείς τα πράγματα να είναι πολύ διαφορετικά: η διαχείριση της οικονομικής κρίσης, ακραία μεροληπτική υπέρ των πλουσίων, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε να αμφισβητηθεί η – ιδεολογική – αναπαράσταση μιας ενιαίας εθνικής οικονομικής κοινότητας και μιας «οριζόντιας», πέρα από συμφέροντα και τάξεις αδελφότητας, ανθρώπων που κατά τα άλλα δεν έχουν συναντηθεί ποτέ στη ζωή τους. Κι όμως, αυτό δεν συμβαίνει.

Σχηματοποιώντας αναγκαστικά, σήμερα μπορεί κανείς να διακρίνει δύο είδη «πατριωτικού» λόγου: ένα που επιζητά τη νομιμοποίηση της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης στο όνομα της «χώρας», και ένα άλλο, που αρνείται την πολιτική αυτή στο όνομα του ελληνικού λαού, όπως κάθε φορά τον αντιλαμβάνονται όσοι μιλούν στο όνομά του.

Κατά τον πρώτο –και πολιτικά κυρίαρχο, ως τώρα, λόγο- η κρίση που αντιμετωπίζει η «χώρα» υπαγορεύει «αντικειμενικά» την περαιτέρω συρρίκνωση των διαθέσιμων πολιτικών επιλογών και τον στιγματισμό των «ιδιοτελών μερικοτήτων» («ευεργετημένων μειοψηφιών», «συντεχνιών» και πολιτικών κομμάτων) ως βλαπτικών για το εθνικό συμφέρον. Οι προτάσεις που έρχονται από αυτό το «στρατόπεδο», μάλιστα, φτάνουν να ενθαρρύνουν, ως τρόπο διευθέτησης της σύγκρουσης, τη συγκρότηση κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» ή/και τη δημιουργία κομμάτων «έκτακτης εθνικής ανάγκης» -την αναστολή, δηλαδή, του πολιτικού ανταγωνισμού μέχρι την (επαν)επιβεβαίωση της κρατικής στρατηγικής ως της μόνης νοητής πολιτικής. Αυτά λένε, γράφουν και εννοούν οι περίφημοι «32 διανοούμενοι», όπως ο Γιάννης Βούλγαρης («να σωθούν οι τράπεζές μας»), ο Σαββόπουλος («οι λαθρομετανάστες στα ξερονήσια») ή η Αθηνά Κακούρη («η αρίστη ηγεσία του δικτάτορα Μεταξά»).
Στον αντίποδα, ο αντιμνημονιακός πατριωτισμός κάνει λόγο για «εθνική ανεξαρτησία» ή/και αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας του εθνικού προϊόντος και της εθνικής οικονομίας εν γένει. Από τη θέση αυτή, ο ίδιος καλεί τον ελληνικό λαό να (ανα)συστήσει το εθνικο-απελευθερωτικό μέτωπο, που θα απαλλάξει την «κατεχόμενη πατρίδα» από την επιβουλή του έξωθεν νοούμενου «ιμπεριαλισμού» και το «εξαρτημένο» (μάλλον ξενόδουλο) πολιτικό σύστημα, και θα την οδηγήσει στο δρόμο της μόνης πραγματικής ανάπτυξης: της εθνικά αυτοδύναμης.

Το σημερινό σκηνικό, ωστόσο, δεν αποτελεί συνέχεια του ’90. Υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: η ακροδεξιά εκδοχή του αντιεκσυγχρονισμού εκείνης της περιόδου, σήμερα αποτελεί προέκταση του «στρατοπέδου» των εκσυγχρονιστών, που με τη σειρά τους ανακαλύπτουν ως συμβατές με τις απόψεις τους τις απόψεις των –μια φορά κι έναν καιρό- θανάσιμων «πολιτισμικών» τους αντιπάλων. Παρά τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις, λοιπόν, οι δύο πρώην αντίπαλες τάσεις συναντιούνται σήμερα σε ορισμένες βασικές παραδοχές: την ανάγνωση της μνημονιακής διαχείρισης της κρίσης ως μόνης δυνατής• την απόδοση της καπιταλιστικής κρίσης στις «παθογένειες» του πολιτικού συστήματος (ή, αδιαφοροποίητα, σε ολόκληρη την κοινωνία)• τη ρευστοποίηση της κοινωνίας σε άθροισμα ατομικών συμφερόντων• τη μετατροπή του κοινωνικού ζητήματος σε ζήτημα ηθικής, νόμου-τάξης και εθνικο-πολιτισμικό• την αντικατάσταση της κοινωνίας από την ενιαία και αδιαίρετη «Χώρα» και τη φαντασιακή κατάργηση των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων, προς όφελος των απρόσωπων, φυσικοποιημένων «αγορών» (από τη μια) και των διαβολικών «συντεχνιών» (από την άλλη).

Με τα παραπάνω να ισχύουν, είναι τουλάχιστον προκλητικό, η σημερινή εκδοχή της «παράταξης του Σημίτη» να «σκανδαλίζεται» με το λαϊκισμό του Θεοδωράκη και τις ελληνικές σημαίες που σηκώνονται εναντίον της. Και είναι αν μη τι άλλο άτοπο, οι οργανικοί της διανοούμενοι να επιχειρούν να ξαναστήσουν σήμερα την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με τους όρους του ‘90. Μολονότι οι διάφορες εθνεγερτικές «σπίθες» δεν αφήνουν κανένα απολύτως περιθώριο να τις υπερασπιστεί κανείς (ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει…), προσωπικά αδυνατώ να τους προσάψω κάτι περισσότερο απ’ό,τι στους καθ’έξιν εκπροσωπούμενους από τον αποτρόπαιο Πεταλωτή.


* Ο Δημοσθένης Παπαδάτος είναι Αρχισυντάκτης του RedNotebook