Η είσοδος του Χριστού στις Βρυξέλλες (L’Entrée du Christ à Bruxelles), ο πίνακας - σταθμός του Τζέημς Ένσορ, σήμερα επανανοηματοδοτείται από την πολιτική της ΕΕ, δείχνοντας το νέο πρόσωπο της απολυταρχίας και των ανύπαρκτων “αξιών” της.
Ίσως αν το ζωγράφιζε σήμερα, εκείνοι πιο κοντά στον μικρό, χαμένο στο πλήθος Χριστό να υπήρχαν κάποιοι λίγοι, κοντά του, που θα έβγαζαν σέλφι: ήταν κι αυτοί εκεί. Μες στη θάλασσα ενός αναγνωρίσιμου όχλου, με προεξάρχοντα τα πρόσωπα των γνωστών, των εχόντων εξουσία, των “ηγετών” που δεν ψήφισε κανείς αλλά πολλοί τυφλά ακολούθησαν. Μες στον ωκεανό ενός αφιονισμένου πλήθους που ακολουθεί τις εξουσίες και φράξιες της εποχής, κρυμμένες πίσω από τις μάσκες, σε ένα διαρκές καρναβάλι που δεν το νοηματοδοτεί κανείς και τίποτε. Πολύχρωμο ναι, άσχημο όμως πλήθος, χωρίς δική του ταυτότητα, χωρίς πρόσωπο. Κι Εκείνος που, λέει η ιστορία και οι “αξίες”, πως ήταν η φωνή των κολασμένων, των καταπιεσμένων, των μη εχόντων, των πεινώντων και διψώντων κυριολεκτικά μα και των πεινώντων και διψώντων Δικαιοσύνη, έχει χαθεί, μικρός, σχεδόν γελοίος, αδιάφορος και ανύπαρκτος για τους περισσότερους, που όμως σε αυτό το καρναβάλι αποτελεί το κυρίαρχο αφήγημα: ο τίτλος του έργου δεν αφήνει περιθώρια. Για τον άθεο Ένσορ, αυτός ο θεός, αυτές οι αξίες που έφερε και που οι εξουσίες επικαλούνται, παραείναι ταπεινός για την αλαζονική ηγεσία στρατού, εκκλησίας και ελίτ, όλους αυτούς που τον χρησιμοποιούν αλλά την ίδια ώρα φροντίζουν και να τον μικραίνουν μέχρι εξαφάνισης.
Όταν ζωγράφιζε αυτό το μνημειώδες, τεραστίων διαστάσεων έργο, 252 επί 430 εκατοστά, όταν έβαζε μέσα ένα ένα, ντυμένα τις στολές της πιο άδικης εξουσίας, τα κυρίαρχα πρόσωπα των ειδήσεων της εποχής, και άφηνε τον Χριστό ως υποσημείωση, να μπαίνει στις Βρυξέλλες αντί της Ιερουσαλήμ, ο Ένσορ επέλεγε να κρίνει και κατακρίνει την εξουσία και την επιφάνεια της πολιτικής ζωής της εποχής του με το χιούμορ και την αυστηρότητα που διακρίνει όλο του το έργο. Και μαζί επέλεγε μιαν εικαστική γλώσσα χωρίς ψέμματα, χωρίς σκιάσεις, χωρίς “αυθεντικό χρώμα” και “αυθεντικό φως”, πιστός στην πιο ακέραια φλαμανδική εικαστική παράδοση, αυτή της αλήθειας.
Είναι η εποχή – τέλη του 19ου αιώνα- που στο Βέλγιο, την πατρίδα του, ο βασιλιάς έχει προσωπική περιουσία το Κογκό. Η βαρβαρότητα και η καταλήστευση δεν έχουν προηγούμενο ακόμη και στις άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις της ίδιας εποχής. Οι όποιες σοσιαλιστικές ιδέες κυριαρχούνται από λαμόγια που συναλλάσσονται με την χυδαιότερη εξουσία, αγνοώντας την αλήθεια μιας πολύ ευρύτερης και πολύ χειρότερης εκμετάλλευσης, η οποία δεν αφορά κανέναν, όμως, στις Βρυξέλλες: οι Βρυξέλλες γιορτάζουν τον αιώνιο καρνάβαλο, το ψεύδος τους και τις μάσκες που απανθρωπίζουν, αυτόν τον “κήπο” του Μπορέλ, με σημερινά λόγια. Κι αυτός που ήρθε από τη “ζούγκλα” του Μπορέλ, ο Χριστός, είναι χρήσιμος μόνο σαν αφορμή των δήθεν “αξιών” για έναν ακόμη καρνάβαλο, που όμως είναι και αφορμή για γιορτή όσων υπάκουα ακολουθούν την εξουσία.
Ναι, ο Χριστός, ως σύμβολο συγκεκριμένων αξιών και αρχών, ούτε και τότε ούτε και τώρα έχει καμμιά δουλειά στις Βρυξέλλες. Ούτε είχε ούτε έχει καμμιά θέση στις πορείες ενός κατευθυνόμενου όχλου, γεμάτου μιαν ανέκφραστη αλλά ορατή βία κατά οποιουδήποτε θα ήθελε να χαλάσει το γλέντι. Ο δήθεν πολιτισμένος κόσμος των ελίτ αποκαλύπτει όλη τη βαρβαρότητά του, χωρίς αιματοχυσίες, μες σε μια γιορτή του ψεύδους, που με τόσην αλήθεια καταγράφει ο, παρίας του εικαστικού κόσμου της εποχής, αυτός που μίσησε τον ακαδημαϊσμό και έγινε προπάτορας των σουρεαλιστών, ο Τζέημς Ενσορ.
Η «Είσοδος» είναι ένα έργο που δεν υπακούει στους νόμους του «ωραίου», έργο αναρχικό, μακριά από τα σκουπίδια που στολίζουν τα μουχλιασμένα σπίτια των αστών. Ένα έργο που καταγράφει τον αιώνα που έφευγε και τον αιώνα που ερχόταν, και τον αιώνα μετά τον αιώνα που ερχόταν, με τρόπο προφητικό. Ένα έργο που ακόμη και οι πιο “προοδευτικοί” εικαστικοί της εποχής δεν τόλμησαν να επιτρέψουν τη δημόσια έκθεσή του. Δεν τόλμησαν να δεχθούν την αλήθεια ενός Χριστού, των περίφημων “αξιών”, προϊόντος εμπορικής και πολιτικής εκμετάλλευσης. Οι μασκοφόροι καλοντυμένοι πολίτες που υποδέχονται τον τύπο στο γαϊδουράκι, προσμένουν κέρδη από το γεγονός. Ω, βεβαίως, όπως όλοι, ακόμη κι αυτοί βγαίνουν στο δρόμο να τον υποδεχθούν, μα περιμένουν από Εκείνον να υπακούσει απολύτως στις αξιώσεις τους – ποιες αξίες τώρα; Ο δήμαρχος, που Του έχει ετοιμάσει την υποδοχή, είναι βέβαιος ότι με αυτό το γεγονός έχει εξασφαλίσει την επόμενη εκλογική του νίκη. Οι εταιρείες έχουν γεμίσει τον τόπο διαφημίσεις — πού θα βρουν αλλού τόσο κοινό; «Μουστάρδα Κόλμανς» διαβάζεις τα μεγάλα γράμματα, κι η διαφήμιση είναι πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο το Χριστό…
Για την Ιστορία, λίγες δεκαετίες αργότερα το έργο, κι όλα αυτά που κάποτε προκαλούσαν την κατακραυγή των ελίτ, είχαν γίνει αντικείμενο θαυμασμού των αστών. Όταν η «Είσοδος του Χριστού» εκτίθεται στις Βρυξέλλες για πρώτη φορά, το 1929, ο βασιλιάς Αλβέρτος – διάδοχος του κτήνους Λεοπόλδου- ενθουσιάζεται και χαρίζει στον Τζέιμς τον τίτλο του Βαρώνου. Νόμιζε πως ο κίνδυνος είχε πια περάσει. Μόνο που ο Ένσορ είχε προφητέψει και το μέλλον των Βρυξελλών, αυτό που κανείς άλλος δεν έβλεπε.