Ακορντεόν, σαντούρι, φλάουτο, τρίχορδο, γκάιντα, κοντραμπάσο, κρουστά, κλαρίνο, καβάλ… Μερικά μόνο από τα όργανα που θα ακούσει κανείς να πλημμυρίζουν τις βραδιές της «Ταινίας που έμελλε», με τους δικούς τους ήχους, μακριά από τετριμμένα και εύκολα μονοπάτια.

Η Κάτια Ανδριανάκου με τον ακορντεόν, ο Λουκάς Γιαννακίτσας με κοντραμπάσο, οι Αλέξανδρος Λέρνης και Ηλίας Παπαντωνίου με τα κρουστά, Χρήστος Ροζάκης με καβάλ, τρίχορδο, γκάιντα, η Ιωάννα Ρήγα με σαντούρι, και η Σοφία Παραρά με το τραγούδι της. Αυτή είναι η παρέα της «Ταινίας που έμελλε».

«Η Ταινία που έμελλε, παρουσιάζεται από το 2019 σε ιδιωτικούς χώρους. Η Ταινία που έμελλε, θέλει να μπει σε όλα τα σπίτια. Μπορεί να έρθει στο σαλόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα… και να γεμίσει μουσική το σπίτι σας. Καλέστε τους φίλους σας, καθίστε αναπαυτικά και απολαύστε!» λένε οι ίδιοι στο προσκλητήριο τους για τους χώρους στους οποίους εμφανίζονται, έτοιμοι να παίξουν σε κάθε χώρο που θα διασφαλίσει τη ζεστασιά και τον σεβασμό στη μουσική και το κοινό.

Όπως εξηγούν, η μουσική δωματίου είναι αρκετά διαδεδομένη σήμερα σε γαλλικά σπίτια, με τους ίδιους να την επιλέγουν για μία σειρά από λόγους. Για «πρακτικούς και οικονομικούς λόγους, αλλά και για το κλίμα, τη ζεστασιά του σπιτιού. Ότι κάποιος θα καλέσει τους φίλους του για να μαζευτούν να ακούσουν μουσική».

Η παρέα της «Ταινίας που έμελλε» έχει να πει πολλά με τις μουσικές της, με τις επιλογές της, με τον τρόπο που ορίζει τον εαυτό της μέσα στο εκάστοτε περιβάλλον, αλλά και με τον τρόπο που ορίζει το ίδιο το περιβάλλον τελικά.

Η συζήτηση μαζί τους στον ραδιοφωνικό αέρα του ΜηνΌρε του TPP έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον μαζί με τη μουσική τους, παρά αποσπασμένο, σε ένα στείρο κείμενο. Παρά ταύτα, τα λόγια του Ηλία Παπαντωνίου καταφέρνουν να εκφράσουν μία συνολικότερη αντίληψη για το στίγμα τους, αλλά και μια αποκαλυπτική περιγραφή των ίδιων προς το κοινό.

«Θα το πω αισιόδοξα. Τυγχάνει για χρόνια να ζω σε διάφορες χώρες, οπότε να έχω την ευκαιρία να δω και σε άλλες πραγματικότητες, σε άλλες νοοτροπίες τι λείπει, τι δε λείπει, και βλέπω όλη αυτή την πραγματική ομοιότητα, τον ίδιο πυρήνα. Ότι ζούμε στην παγκοσμιοποίηση, που η πληροφορία είναι τόση πολλή, υπάρχει όλη αυτή η σύγχυση με όσα λέμε, χάνουμε την ουσία ή αλληλοκουρδιζόμαστε στην ίδια άποψη, στο ίδιο ρολόι.

Συμβαίνει γιατί δεν έχουνε πιστεύω όλοι οι άνθρωποι την ίδια ανάγκη να κουρδίσουν στο ίδιο ρολόι, να κουρδίσουν στην ίδια άποψη και φιλοσοφία ζωής. Κατ’ επέκταση, θα δούμε άλλον ν’ ασχολείται με την ψυχαγωγία, άλλον ν’ ασχολείται με την διασκέδαση… Το κοινό είναι πάντα εκεί. Αν οι καλλιτέχνες μπορούν να πείσουν το κοινό, βλέπω πως το κοινό είναι πάντα εκεί. Σε όλη την πορεία, αυτή που ζούμε μέχρι σήμερα.

Καλούμαστε εμείς τώρα, αυτή είναι η εργασία μας, καλούμαστε εμείς σαν καλλιτέχνες, να βοηθήσουμε το κοινό να εκφραστεί. Γιατί πιστεύω ότι αυτό κάνει η τέχνη κυρίως. Οπότε έχοντας όλ’ αυτά, έχοντας τη διάθεση, έχοντας την υγεία -πρώτ’ απ’ όλα, έχοντας την όρεξη, έχοντας κτίσει λιθάρι-λιθάρι, βήμα-βήμα αυτό που ονομάζουμε οικογένεια, και γι’ αυτό το λόγο βρίσκομαι Ελλάδα. Γιατί είμαι μέρος αυτής της οικογένειας. Έχοντας και την τεχνολογία, δε βρίσκω να λείπει κάτι. Χρειάζεται υγεία, χρειάζεται πίστη, που είναι το πιο σημαντικό, όρεξη που υπάρχει, και υπομονή να διανυθεί ο χρόνος. Όλα τα άλλα νομίζω είναι εκεί».

Η «Ταινία που έμελλε» είναι το έργο μίας τέτοιας παρέας, σαν να τις μουσικές που περιμένουν μια ταινία για να την ντύσουν και να τη χορέψουν.
Μιας παρέας που μπορεί -κατά τα λεγόμενά τους- να μην είναι ακόμα «μπάντα», αλλά που μόλις αρχίζουν να παίζουν καταφέρνουν να κάνουν στην μπάντα κάθε δεύτερη σκέψη.

Αυτές τις μέρες (3 και 23 Νοεμβρίου) θα τους βρείτε στο σαλόνι του Underathens, στην Αβραμιώτου 11, Μοναστηράκι, ενώ στον ίδιο χώρο στις 16 Νοεμβρίου στις 21.30 το βράδυ, σας περιμένει το Πεντόβολο του Χρήστου Ροζάκη.