Το ThePressProject θα δημοσιεύει σποραδικά κείμενα μελών της πλατφόρμας. Σήμερα δημοσιεύεται κείμενο του Γιώργου Βακαλόπουλου για το θρησκευτικό φαινόμενο και θα ακολουθήσουν και άλλα.

* Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ, εκδ. Θεμέλιο, μτφρ. Πέτρος Μάρκαρης

Από την αρχή της Ιστορίας, τρία είναι τα βασικά υπαρξιακά ερωτήματα της ανθρωπότητας.

1. Πώς δημιουργήθηκε ο φυσικός κόσμος;

2. Πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος;

3. Τι συμβαίνει μετά το θάνατο;

Η αρχαιοελληνική μυθολογία συνιστά μία ιδιαίτερα ευρηματική και ενίοτε συγκινητική προσπάθεια ερμηνείας του φυσικού κόσμου και απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα. Η απώλεια της Περσεφόνης και η συνεπακόλουθη θλίψη της Δήμητρας εξηγούσε τον κύκλο των εποχών, ο θυμός του Δία ή του Ποσειδώνα εξηγούσαν τις καταιγίδες και τις τρικυμίες αντίστοιχα, ο Άδης και ο Αχέροντας σχηματοποιούσαν τη μετά θάνατον ζωή. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Προμηθέα, ο οποίος χαρίζει τη φωτιά στον Άνθρωπο και τιμωρείται για αυτό από τους θεούς σε αιώνιο μαρτύριο.

Η πρόοδος της επιστήμης έδωσε σταδιακά απαντήσεις και μαθηματικούς τύπους που εξηγούσαν το σύνολο σχεδόν των φυσικών φαινομένων που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, ενώ προσέγγισαν σε μεγάλο βαθμό και το μυστήριο της Δημιουργίας (Big Bang, Θεωρία της Εξέλιξης κ.ά.). Η επιστήμη δεν έχει μπορέσει ακόμα –και ίσως δεν μπορέσει ποτέ– να απαντήσει στο ποιος προκάλεσε τη Δημιουργία, κάτι που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιας ανώτερης δύναμης (θεού) που, έστω μέσω όσων περιγράφονται στις παραπάνω θεωρίες, δημιούργησε το φυσικό κόσμο και τους νόμους του. Αυτό όμως που παραμένει εξ ολοκλήρου ανοικτό –και αδύνατον να απαντηθεί με επιστημονικό τρόπο– είναι το ερώτημα της μετά θάνατον ζωής, συνιστώντας έτσι προνομιακό πεδίο των θρησκειών.

Οι θρησκείες λοιπόν αναπτύχθηκαν ως μια προσπάθεια απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά βασίστηκαν κυρίως στο δικαιολογημένο φόβο και δέος του Ανθρώπου απέναντι στο μυστήριο του θανάτου. Είναι εντυπωσιακό ότι θρησκείες που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. την πτώση των πρωτόπλαστων, ενώ είναι γνωστό ότι κάθε νέα θρησκεία αφομοίωσε στοιχεία των προϋπάρχουσων θρησκειών και τρέχουσες συνήθειες της εποχής. Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ένας εξωτερικός παρατηρητής θα δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τα αρχαια ειδωλολατρικά έθιμα από τη σημερινή παράδοση του Χριστιανισμού που περιλαμβάνει ιδιαίτερα προσοδοφόρες υποδοχές εικόνων & φλογών και προσκύνημα υποδημάτων ενίοτε δε και καστάνων.

Η πλειοψηφία των σημερινών επικρατουσών θρησκειών υπόσχεται είτε κάποια μορφή μετά θάνατον ζωής –συνήθως σχηματοποιημένη στο δίπολο κόλασης-παραδείσου– είτε την επιστροφή στη ζωή υπό νέα μορφή και οντότητα (μετεμψύχωση), που κουβαλάει όμως το κάρμα των πράξεων της προηγούμενης ζωής. Η υπόσχεση της μετά θάνατον ζωής έρχεται όμως υπό προϋποθέσεις: οι «καλοί» επιβραβεύονται, ενώ οι «κακοί» τιμωρούνται, και μάλιστα αιώνια. Σε αυτήν ακριβώς την απειλή έγκειται η τεράστια δύναμη των θρησκειών που τους επέτρεψε να γιγαντωθούν, να καταδυναστεύσουν τον άνθρωπο και οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους να αποκτήσουν μεγάλη κοσμική εξουσία, θέτοντας τη θρησκεία στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης.

Απαραίτητη διευκρίνιση: κάθε άνθρωπος μπορεί να βρίσκει παρηγοριά και καταφύγιο σε όποιο αξιακό, ιδεολογικό ή θρησκευτικό πλαίσιο επιθυμεί, και αυτό είναι απολύτως σεβαστό, ενώ και η θρησκευτική λατρεία θα πρέπει να μην βρίσκει εμπόδια. Το παρόν σημείωμα δεν ασχολείται με την πίστη ή το αν υπάρχει θεός και ποια θρησκεία «λέει την αλήθεια», αλλά με το πώς οι διάφορες θρησκείες εκμεταλλεύτηκαν αυτήν ακριβώς την ανάγκη του Ανθρώπου για να τον υποτάξουν.

Οι θρησκείες λοιπόν έθεσαν κώδικες συμπεριφοράς με βάση τους οποίους οι «καλοί» θα επιβραβευθούν με την παραδείσια μετά θάνατον ζωή ή κάποια καλύτερη μετεμψύχωση. Αντί, όμως, να ξεκινήσουν με κανόνες που θα βασίζονταν σε πανανθρώπινες αξίες και θα αφορούσαν το κοινώς αποδεκτό καλό, ασχολήθηκαν με το να επιβάλουν περιορισμούς στις πρωτόγονες ενστικτώδεις (ζωώδεις) ανάγκες του Ανθρώπου: τι θα φάει, πότε θα κοιμηθεί, πώς, πότε και με ποιον θα ζευγαρώσει. Τι κι αν στα Ευαγγέλια, παραδείγματος χάριν, είναι σαφές ότι το κριτήριο για τη «σωτηρία» είναι η Αγάπη με την πανανθρώπινη έννοιά της; Οι χριστιανικές εκκλησίες κάνουν σημαία τους τη νηστεία της Τετάρτης και τις αμαρτωλές προγαμιαίες σχέσεις. Διαφεύγει της αντίληψης του γράφοντος κάποια ευρέως διαδεδομένη θρησκεία που να μην έχει κάποιου τύπου νηστεία, αγρυπνία ή σεξουαλικούς περιορισμούς τόσο σε ετεροφυλικές όσο και σε ομοφυλικές σχέσεις. Ισχυρισμός του γράφοντος είναι ότι, ο έλεγχος αυτών των ενστίκτων του Ανθρώπου είναι ο πλέον άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος για να ελέγξει κανείς μια κοινωνία, καθότι περιορίζει τη στοιχειώδη ελευθερία του Ανθρώπου να ελέγξει το σώμα του.

Αυτοί οι κώδικες συμπεριφοράς περνάνε στη συνείδηση των θρησκευόμενων ανθρώπων σαν «θεϊκές επιταγές» που πρέπει να τηρούνται πάση θυσία και αναπτύσσεται έτσι μια ηθική ξένη στον Άνθρωπο και τις πραγματικές του ανάγκες. Οι φορείς αυτής της τυπολατρικής ηθικής  –πέραν της εσωτερικής σκλαβιάς που βιώνουν ασυνείδητα και των πιθανών αντιφάσεων στη δική τους συμπεριφορά– κρίνουν τους πάντες με βάση αυτήν και προσπαθούν να την επιβάλλουν, έχοντας την ακλόνητη πεποίθηση ότι οτιδήποτε άλλο είναι λάθος και δεν θα έπρεπε καν να υφίσταται. Θεωρούν την καταφυγή στη θρησκεία ως λύση, ενώ για πολλά ζητήματα είναι μέρος του προβλήματος. Καταστρατηγούν κάθε έννοια ελευθερίας του ατόμου και επιδιώκουν μια ομοιομορφία που μόνο υγιής δεν μπορεί να είναι σε κοινωνικό επίπεδο. Όταν αυτό γίνεται σε μεγάλη κλίμακα μιλάμε για ολοκληρωτισμό.

Παράλληλα, οι θεσμικοί εκπρόσωποι των θρησκειών παρείχαν θεολογικά δογματικές απαντήσεις σε επιστημονικά ερωτήματα (πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος), εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των ανθρώπων και τους εκάστοτε περιορισμούς της επιστημονικής προόδου, ζητώντας έτσι να μονοπωλήσουν την Αλήθεια σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Πόσο σημαντικό ήταν όντως θεολογικά το αν η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο ή αντιστρόφως; Πόσο σημαντικό είναι αν αυτό που η χριστιανική θεολογική παράδοση αποκαλεί Γέννεση υλοποιήθηκε μέσω του μηχανισμού της Εξέλιξης και του Big Bang; Γιατρεύτηκε άραγε κανένας επιληπτικός με εξορκισμούς; Επειδή, όμως, η κάθε θρησκεία είχε διαμορφώσει μια συνολική κοσμοθεωρία που την επιβάλλει στο όνομα της «σωτηρίας», ήταν κρίσιμο να υποστηρίξει τέτοιες επιλογές κόντρα στην επιστημονική πρόοδο, παράγοντας σκοταδισμό και προκαταλήψεις που φτάνουν ως τις μέρες μας.

Ο συνδυασμός του περιορισμού των ενστίκτων με τις δογματικές απαντήσεις κατέστησαν τις θρησκείες ένα παντοδύναμο εργαλείο επιβολής εξουσίας, περιορισμού της ελευθερίας και υποταγής συνειδήσεων. Οι θρησκείες χρησιμοποιήθηκαν για να τεκμηριωθεί η βασιλική / αυτοκρατορική εξουσία («ελέω Θεού Βασιλεύς» στο ελληνικό σύνταγμα του 1844, αυτοκράτορας – θεός στην Ιαπωνία κλπ.), για να θεμελιωθεί εθνική ταυτότητα και να τεθούν διαχωριστικές γραμμές, ενώ αμέτρητοι πόλεμοι (Ειδωλολατρών – Πρώτων Χριστιανών, Καθολικών – Προτεσταντών, Σιιτών – Σουνιτών, Χριστιανών – Μουσουλμάνων κλπ.) έγιναν στο όνομα της επιβολής της θρησκείας, μια επιβολή που δεν τεκμηριώνεται καν με βάση τα αντίστοιχα «ιερά» κείμενα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην εβραϊκή θρησκεία, η οποία ήταν η πρώτη που θεμελίωσε τη θεωρία της ανώτερης φυλής μέσω της επίκλησης σε «περιούσιο λαό», για να γευθεί η ίδια διαχρονικά την περιφρόνηση και τον κατατρεγμό από τους Χριστιανούς Ευρωπαίους με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα.

Σε αυτή τους την εξέλιξη, οι θρησκείες απέκτησαν δομή, ιεραρχία και διεκδίκησαν θεσμικό ρόλο στην πολιτική εξουσία, επιβάλλοντας συχνά τις ηθικές προσταγές τους σαν νόμους του εκάστοτε κράτους, ενώ η θορυβώδης παρουσία τους στο δημόσιο χώρο διαιωνίζεται ως στοιχείο παράδοσης. Ακόμη και σήμερα, είναι οι θρησκείες και οι θεσμικοί τους εκπρόσωποι που πρωτοστατούν στην ποινικοποίηση των αμβλώσεων, τη μη αναγνώριση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στα ομόφυλα ζευγάρια, την απαγόρευση εναλλακτικών τρόπων ταφής (π.χ. καύση), την απαγόρευση της πώλησης μη αποδεκτών τροφών ή ποτών (π.χ. αλκοόλ σε μουσουλμανικές χώρες), τον αποκλεισμό επιστημονικών θεωριών από τα σχολικά βιβλία, την υποχρεωτική παρουσία θρησκευτικών συμβόλων σε πολιτειακούς χώρους (σχολεία, δικαστήρια, κλπ.) ή την επιβολή κανόνων ενδυμασίας (π.χ. κάλυμμα στο κεφάλι για εβραίους άνδρες και γυναίκες ή την μπούρκα στον μουσουλμανικό κόσμο).

Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι σε κάποιες κοινωνίες είναι πλειοψηφικό το ρεύμα που επιθυμεί τέτοιους κανόνες, το πρόβλημα έγκειται στην καθολική επιβολή τους και την ποινικοποίηση των παραβιάσεων. Η Δημοκρατία, άλλωστε, δεν περιορίζεται στην επιβολή της θέλησης της πλειοψηφίας, αλλά περιλαμβάνει το σεβασμό στη διαφορετική άποψη και την προσωπική ελευθερία του ατόμου –αρκεί να μην παραβιάζει την ελευθερία του άλλου. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η κατανάλωση αλκοόλ ή χοιρινού κρέατος παραβιάζει την ελευθερία των θρησκευόμενων μουσουλμάνων και ποιος δικαιούται να αποκλείσει τη Θεωρία της Εξέλιξης από τα σχολικά βιβλία επειδή διαφωνεί η θεολογική άποψη για τη Δημιουργία; Και γιατί πρέπει μια νέα γυναίκα ή ένας νέος άνδρας να νιώθουν ενοχές για το σώμα τους;

Παρότι η θρησκεία «ευλόγησε» τόσο επεκτατικούς όσο και εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους –ειδικά στις περιπτώσεις που το αυτοπροσδιοριζόμενο έθνος είχε διαφορετική θρησκεία από την επίσημη του κράτους που ανήκε, αρνήθηκε να συνταχθεί με τις κοινωνικές διεκδικήσεις της πλειοψηφίας του λαού της, αλλά στάθηκε πάντα στο πλευρό των ελίτ, μεταθέτοντας για τη μετά θάνατον ζωή την αποκατάσταση της αδικίας. Η στάση αυτή είναι ιδιαίτερα υποκριτική για όλα τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, καθότι τα Ευαγγέλια βρίθουν αναφορών ενάντια στον πλούτο (Ματθ. 6,24, Ματθ. 19,23, Λουκ. 6,24, Λουκ. 12,15 κ.α.) και υπέρ των εργατών, κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε μια μαρξιστική θεώρηση της κοινωνίας και της οικονομίας, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τα παραδείγματα κοινοκτημοσύνης των πρώτων εκκλησιών και των μοναστηριών έως και στις μέρες μας. Αντιθέτως, η θρησκεία πολέμησε τα κομμουνιστικά κινήματα, χαρακτηρίστηκε δικαίως το «όπιο του λαού» και εισέπραξε την πολεμική από τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού που έκαναν το λάθος να απαγορεύσουν γενικώς τη θρησκευτική λατρεία, αντί να εξαλείψουν την πολιτική εξουσία των θρησκειών και τα προκλητικά τους προνόμια.

Προς αντιστάθμισμα αυτού, οι θρησκείες προβάλλουν συχνά την ελεημοσύνη ως θεάρεστη αρετή, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργεί μόνο καθησυχαστικά προς την όποια ταραγμένη συνείδηση. Η ελεημοσύνη γίνεται από θέση ισχύος, εμπεριέχει συχνά την ανακουφιστική διαπίστωση ότι ο ελεήμων δεν είναι στην ίδια κατάσταση με τον αποδέκτη και, φυσικά, προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης δεν μπορεί να απειλήσει τη θέση του ελεήμονος, αλλά απλώς θα επιβιώσει. Αντιθέτως, η αλληλεγγύη γίνεται με όρους ισότιμους, γίνεται με την συνειδητοποίηση ότι ο αλληλέγγυος θα μπορούσε να βρεθεί ανά πάσα στιγμή στην απέναντι πλευρά, ενώ στοχεύει άμεσα στη βελτίωση της θέσης του αποδέκτη, ώστε να μπορέσει να επανέλθει στη φυσιολογική κοινωνική και οικονομική ζωή. Τέλος, η ελεημοσύνη είναι αποκλειστικά υλική, ενώ η αλληλεγγύη εκφράζεται με πολλούς τρόπους, π.χ. με την υπεράσπιση κάποιου αδύναμου που δέχεται λεκτική, σωματική ή θεσμική επίθεση. Το ηθικό πλεονέκτημα της αλληλεγγύης, ίδιον μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, είναι προφανές απέναντι στη βιτρίνα της ελεημοσύνης που προωθούν οι θρησκείες και χωρίς μάλιστα την προσδοκία για επουράνια ανταπόδοση. Για να είμαστε ακριβείς, να σημειωθεί ότι αυτή η οπτική υπάρχει στα Ευαγγέλια του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον οι θρησκείες έχασαν τις σχετικές σελίδες (Μαρκ. 12,42).

Η εθνικιστική ρητορική συχνά συμβαδίζει με την επίκληση στο θρησκευτικό συναίσθημα και την υποτιθέμενη υποβόσκουσα απειλή από τους Άλλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Ειδικά στις μέρες μας, με την προσφυγική κρίση, είναι αξιοσημείωτη η ρητορική αυτή από χώρες με πολύ έντονο θρησκευτικό συναίσθημα (Πολωνία, Ουγγαρία, Αυστρία), αλλά και από μέλη της Ορθόδοξης εκκλησίας με θεσμικό ρόλο (μητροπολίτες). Στο δε επιχείρημα, ότι πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις, η απάντηση είναι ότι τα επίσημα όργανα της Εκκλησίας δεν έχουν καταδικάσει τη ρητορική αυτή ούτε φυσικά έχουν απομακρύνει τα μέλη αυτά από τις θεσμικές τους θέσεις. Μεμονωμένες περιπτώσεις είναι οι λαμπρές εκείνες εξαιρέσεις ανθρώπων που, αν μη τι άλλο, είναι συνεπείς στις θεμελιώδεις ιδέες της θρησκείας τους και του Ανθρωπισμού.

Όσο γεννιούνται άνθρωποι στη γη, τόσο θα προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο. Ενίοτε θα στρέφουν το κεφάλι προς το ουρανό αναζητώντας απαντήσεις σε ανώτερες δυνάμεις. Κι όσο αυτοί οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι, τόσο οι θρησκείες θα προσπαθούν να τους υποτάξουν, υποσχόμενες “αιώνια ζωή” και ζητώντας σαν ανταλλάγμα τη μόνη ζωή που σίγουρα έχει ο Άνθρωπος. Κι οσο οι άνθρωποι θα ζουν και θα πεθαίνουν ελεύθεροι, τόσο θα υπάρχει ελπίδα.