Η υποχώρηση της αναπτυξιακής δυναμικής να αποδίδεται στη «μεγάλη καθυστέρηση» της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης αλλά και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία οδήγησε σε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Σχετικά με τις τράπεζες, εκτιμάται πως πλέον σταθεροποιούνται.

Αναφέρεται ότι  η κεντρική τράπεζα, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η δέσμευση των εταίρων για τη διατύπωση μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη μεσο-μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Υπογραμμίζεται πάντως ότι παράταση της εκκρεμότητας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι.

Η Τράπεζα υπογραμμίζει πως η οικονομική πολιτική της χώρας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην «ανάπτυξη» μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της τήρησης των μεταρρυθμίσεων.  Παράλληλα, ζητά μείωση των φορολογικών συντελεστών μέσω της υιοθέτησης μέτρων που θα βελτιώνουν την εισπραξιμότητα των φόρων και των εισφορών, καθώς και με την περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.