Το 1944, μετά τον πόλεμο, ο ιρλανδός ελληνιστής Eric Robertson Dodds, μαθητής τού Gilbert Murray και καθηγητής κλασικής φιλολογίας στην Οξφόρδη, παρουσιάζει μια εκτενώς σχολιασμένη έκδοση των Βακχών τού Ευριπίδη. Εκτός από τον εξαντλητικό υπομνηματισμό, η έκδοση συνοδεύεται από μια βαρυσήμαντη Εισαγωγή1 τού ιδίου που επρόκειτο να αλλάξει οριστικά την προοπτική υπό την οποία διαβάζουμε αυτό το αινιγματικό δράμα· επρόκειτο να αλλάξει ουσιαστικά την κατανόησή μας για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μέσ’ από τη ριζική επαναξιολόγηση της διονυσιακής λατρείας. Το έργο γνώρισε δικαιολογημένη δημοτικότητα και πολλές επανεκδόσεις, και έγινε το πρόπλασμα για το μεταγενέστερο μεγάλο θεωρητικό έργο τού Dodds, Οι Έλληνες και το ανορθολογικό [στοιχείο]2 (1951), όπου επανευρίσκονται ανεπτυγμένες οι ίδιες μερικές φορές διατυπώσεις της παραπάνω Εισαγωγής.
Για τους λόγους αυτούς είναι προφανής η αξία τής μετάφρασης του εν λόγω κειμένου στα ελληνικά, και οφείλεται έπαινος σε όλους τους συντελεστές τής έκδοσης για την άψογη κι ενήμερη παρουσίασή του. Ο σκοπός αυτού του σημειώματος ωστόσο δεν είναι φιλολογικός· θα ήθελα μάλλον να αποτιμήσω από θρησκειοανθρωπολογική άποψη την εισφορά τού E.R. Dodds, και να προχωρήσω σε ορισμένες περαιτέρω, φιλοσοφικοϊστορικές σκέψεις τις οποίες επιτρέπει το ερμηνευτικό του εγχείρημα.
Το εγχείρημα έχει βεβαίως προγόνους. Ανέφερα ήδη παραπάνω τον Gilbert Murray, ο οποίος έχει επικρατήσει να συγκαταλέγεται, με την Jane Ellen Harrison και τον Francis Macdonald Cornford, στους λεγόμενους «τελετουργιστές τού Καίμπριτζ»: είναι αυτοί που ανανέωσαν κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία τού εικοστού αιώνα τις ελληνικές σπουδές εισάγοντας μεθόδους από την κοινωνική ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία τής θρησκείας. Ειδικότερα έδειξαν την προτεραιότητα του τελετουργικού, που είναι το «άγριο» και αρχαϊκό στοιχείο τής θρησκείας, έναντι του μύθου ο οποίος υπόκειται ευκολότερα σε ορθολογικές αναπροσαρμογές και αναδρομικές ερμηνείες – κάτι που έχει τεράστιες συνέπειες για την κατανόηση ενός πολιτισμού και για να μελετηθεί δεν αρκούν οι κειμενικές μέθοδοι των κλασικών φιλολόγων. Ουσιαστικά απέσπασαν τη μελέτη τής ελληνικής αρχαιότητας από την αρπάγη των κλασικιστών που ήθελαν να βλέπουν σε αυτήν έναν ευπρεπή πρόγονο της δικής τους «διαφωτιστικής» ιστορίας και παιδείας, και άνοιξαν ρωγμές για ν’ αρχίσουμε να αντικρίζουμε τον ελληνικό κόσμο από τη σκοπιά τής μη αναγώγιμης ετερότητάς του, σαν έναν κόσμο ξένο στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πνεύμα.
Από εδώ ουσιαστικά ξεκινάει και η ανακατασκευή τού E.R. Dodds. Εξοπλισμένος με εργαλεία πιο σύγχρονα από τις αβασάνιστες γενικεύσεις των βικτωριανών ανθρωπολόγων (του Tylor, του Robertson Smith ή του Frazer), όπως η αναπτυσσόμενη εθνοψυχιατρική, η πολιτισμική ανθρωπολογία των μαθητριών τού Boas στην Αμερική, αλλά προπαντός η ψυχανάλυση και οι νέες της έννοιες, θα αντικρίσει τη διονυσιακή λατρεία σε ένα πολύ ευρύτερο ανθρωπολογικό πλαίσιο επισημαίνοντας δομικές θρησκειοϊστορικές αντιστοιχίες: στο πρώτο μέρος τής Εισαγωγής του, αφιερωμένο στη διευκρίνηση του χαρακτήρα τής διονυσιακής λατρείας, θα διαλύσει τον ύστερο αθηναϊκό στερεότυπο του Διονύσου ως θεού τής αμπέλου και θα δείξει ότι στην πραγματικότητα αφορά μια πολύ πρώιμη λατρεία των στοιχειακών φυσικών δυνάμεων, των παλιρροϊκών ρευμάτων της ζωής σε όλες τους τις εκδηλώσεις και της οργιαστικής παραφοράς που διακόπτει τη ρυθμισμένη κοινωνική ζωή για να επανεπικυρώσει τον ανθρώπινο δεσμό με το δημιουργικό χάος τής φύσης. Επισημαίνει συγγένειες με εκστατικά-καταληπτικά φαινόμενα σε ορισμένα δερβίσικα τάγματα της Εγγύς Ανατολής, στους εβραίους Χασιδίμ τής Ανατολικής Ευρώπης, σε ποικίλες μορφές σαμανισμού, στη νοτιοϊταλική ταραντέλα και στις συλλογικές χορευτικές μανίες τής Αναγέννησης σε πολλές ευρωπαϊκές περιοχές, για να υποδείξει τον ιαματικό χαρακτήρα τέτοιων εκδηλώσεων ιερής τρέλας: ο Διόνυσος είναι βάκχος και λύσιος, που σημαίνει, έχει τη δυνατότητα να προκαλεί τη φρενιτιώδη παράκρουση αλλά και να την θεραπεύει με ομοιοπαθητικό τρόπο.
Να αντιστέκεσαι στον Διόνυσο σημαίνει να αντιστέκεσαι στις στοιχειακές δυνάμεις τής ίδιας σου της φύσης, θα πει επανειλημμένα ο Dodds· σήμερα αυτό το κατανοούμε μέσ’ από την ψυχαναλυτική έννοια της απώθησης, πράγμα που μας επιτρέπει να επανεστιάσουμε τόσο στην εγγενή παθογένεια του πολιτισμού όσο και στην εξαιρετικά πολύπλοκη θεραπευτική λογική που ελάνθανε σε τέτοιες αρχαϊκές πρακτικές. Το βέβαιο είναι πως οι Έλληνες γνώριζαν καλά αυτή την τεράστια —και οπωσδήποτε όχι ιδιαζόντως ελληνική— λατρευτική παράδοση πολύ πριν από τον καιρό τού Ευριπίδη, και ο Dodds αναζητεί μαρτυρίες αυτού του «άγριου» διονυσιασμού σε ένα πλήθος από μείζονες και ελάσσονες πηγές· προσάγει επίσης τεκμήρια για τη χρήση διονυσιακών θεμάτων στην προγενέστερη δραματουργική παράδοση, χαμένη για μας σήμερα· εξετάζει τέλος τις εικονογραφικές μαρτυρίες τής αγγειογραφίας, όπου διαπιστώνεται μια σταδιακή «εξημέρωση» των μαιναδικών αναπαραστάσεων από τις αρχές τού 5ου έως τα μέσα τού 4ου αιώνα π.Χ. Και αυτή η «εξημέρωση» συμφωνεί με όσα ήδη γνωρίζουμε για την καθιέρωση της διονυσιακής λατρείας στην Αττική: διαδικασία που ξεκινάει από την εποχή τού Πεισίστρατου, περικόπτει τα αγριότερα στοιχεία αυτής της θρησκείας και την προσαρμόζει στα όρια ενός αγροτικού πανηγυριού απολύτως συμβατού με το θεσμικό ύφος των γιορτών τού άστεως. Εξ ου και η κάπως ευνουχισμένη εικόνα τού Διονύσου που παρέλαβε ο ελληνιστικός κόσμος, και μέσω αυτού αργότερα η Αναγέννηση.
Συμφωνεί κανείς με την προγραμματική δήλωση του Dodds ότι το να καταλάβουμε τις Βάκχες τού Ευριπίδη απαιτεί να συλλάβουμε την αληθινή φύση τής διονυσιακής θρησκείας· ενόψει αυτού όμως, και στο φως τής παραπάνω ανασυγκότησης, τίθεται εντέλει το ερώτημα: γιατί ο Ευριπίδης επέλεξε τη συγκεκριμένη στιγμή να επεξεργαστεί αυτό ακριβώς το θέμα; Οι Βάκχαι είναι η μία από τις τρεις τραγωδίες που βρέθηκαν στα κατάλοιπα του ποιητή όταν αυτός πέθανε στις αρχές τού 406· δεν είχαν κλείσει καν δύο χρόνια αφότου κατέφυγε στην αυλή τού Αρχέλαου της Μακεδονίας, πικραμένος όπως φαίνεται από τα αθηναϊκά πράγματα – η πόλη βρίσκεται στην πιο άσχημη καμπή τού Πελοποννησιακού Πολέμου, η κοινωνική αποσύνθεση προχωρεί και η πολιτική διαφθορά είναι πλήρης· ταυτόχρονα, ο Ευριπίδης γνωρίζουμε ότι δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής δραματουργός για τους συμπολίτες του στη διάρκεια της ζωής του. Στη νέα του διαμονή πρέπει να συνάντησε ένα περιβάλλον σχετικώς άθικτο από την κουρασμένη διανοητικοποίηση του άστεως και το διάχυτο κλίμα τής παρακμής, και να ένιωσε την αναζωογονητική επίδραση μιας παρθένας φύσης – τις κοιλάδες τής Πιερίας που τόσο υμνεί στο ίδιο το δράμα… Μια ανανεωμένη πίστη στη ζωή κάνει τον γέροντα ποιητή να καταδυθεί βαθύτερα στην παράδοση και στους λαϊκούς θρύλους, να ανασύρει εικόνες αρχαϊκές τις οποίες επεξεργάζεται σε μια τελετουργική, ιεροπρεπή γλώσσα —μάλλον ασυνήθιστη στο προηγούμενο έργο του, αλλά και στη δραματουργία του καιρού του εν γένει— για να δώσει διέξοδο σε συναισθήματα που επί χρόνια ασκούσαν πίεση στη συνείδησή του χωρίς να μπορούν να βρουν πλήρη έκφραση, σαν ένα είδος αγαλλιαστικής μεταρσίωσης που συνοδεύει μια νέα ανακάλυψη ή ένα νέο φωτισμό…
Θα μπορούσε να είναι έτσι. Υπάρχει ωστόσο και μία άλλη, πολύ πιο πρόσφατη αθηναϊκή υπόμνηση του αρχαϊκού υποστρώματος που ο Ευριπίδης ξαναφέρνει στο φως στις Βάκχες. Ο ίδιος ο Dodds μας θυμίζει το ρεύμα των ανατολικών οργιαστικών λατρειών που κατακλύζουν την Αθήνα τα χρόνια τού Πελοποννησιακού Πολέμου —της Κυβέλης, του Άττιος, του Σαβάζιου— σαν αποτέλεσμα πιθανότατα των εντάσεων που ο ίδιος ο πόλεμος προκάλεσε, οι οποίες ξυπνούν στη μνήμη τού αθηναϊκού κοινού ένα οικείο είδος τελετουργικής θεραπευτικής… Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει όμως η παρατήρηση του Dodds ότι οι Βάκχαι μοιάζουν να έχουν γραφτεί ειδικά για αθηναϊκά αυτιά. Αν είναι έτσι, δεν θα ήταν άστοχο να υποθέσουμε ότι ο Ευριπίδης όντως κάτι ήθελε να διδάξει – και, όπως ορθά επισημαίνεται, δεν μπορεί να είναι αυτό ούτε ένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα επιστροφής στην πατροπαράδοτη θρησκεία ούτε, αντιστρόφως, μια «διαφωτιστική» επισήμανση των κινδύνων τού θρησκευτικού φανατισμού. Τί θα μπορούσε να είναι τότε;
Πιστεύω ότι χρειάζεται να πάρουμε κατά γράμμα εδώ τον χαρακτηρισμό που η γραμματολογική παράδοση επιφύλαξε στον Ευριπίδη ως τον «από σκηνής φιλόσοφο». Η πιο κρίσιμη ίσως φιλοσοφική συζήτηση σε όλο τον πέμπτο αιώνα και αργότερα, στα πλαίσια του αττικού διαφωτισμού, είναι η αντιπαράθεση φύσεως και νόμου, με την έννοια του αληθούς και του κατά σύμβασιν. Στα χέρια σοφιστών όπως ο Αντιφών έγινε δραστικό όργανο κριτικής των υπαρχουσών μορφών πολιτείας στο όνομα «φυσικών» οικουμενικών αρχών τής ανθρώπινης ζωής. Αξίζει κάποιος να ερευνήσει προσεκτικά τη χρήση αυτών των ιδεών σε όλο το προηγούμενο έργο τού Ευριπίδη· εδώ, εν πάση περιπτώσει, με την ορμή τής νέας του ανακάλυψης μέσ’ από εμπειρίες όπως εκείνες που ανιχνεύθηκαν παραπάνω, φαίνεται ότι ο ποιητής βρίσκει μια καινούργια και πολύ πιο υποβλητική εικόνα για να ενσαρκώσει αυτές τις έννοιες και την τραγική τους αντιμαχία στα πρόσωπα, ακριβώς, του Διονύσου και του Πενθέα. Ταυτόχρονα με τις επικλήσεις στη ζωογόνα δύναμη του μαγικού και του θαύματος, η αναπόδραστη συντριβή τής πολιτικής εξουσίας που στην αλαζονεία της παραβιάζει τις ενύπαρκτες φυσικές αρχές τού κοινωνικού δεσμού μοιάζει να είναι η δραματική κριτική τού Ευριπίδη προς την αθηναϊκή ύβριν – η έσχατη πολιτική του διαθήκη.