του Glenn Greenwald για το The Intercept_
Αναδημοσίευση με την άδεια του συγγραφέα

Προτείνοντας κάτι τέτοιο η Washington Post κατάφερε ένα επαίσχυντο κατόρθωμα στην ιστορία του Τύπου: Είναι η πρώτη φορά που μια εφημερίδα ζητά τη δίωξη του πληροφοριοδότη σε δημοσίευμα για το οποίο τιμήθηκε με βραβείο Πούλιτζερ. Αλλά το πιο εντυπωσιακό αυτής της δημοσιογραφικής προδοσίας, είναι οι ισχυρισμοί που χρησιμοποιεί για να στηρίξει την πρόταση της για καταδίκη του Σνόουντεν.

Οι συντάκτες της εφημερίδας υποστηρίζουν πως ένα -και μόνο ένα- από τα στοιχεία που τους έδωσε ο Σνόουντεν δικαιολογούσε τη δημοσίευση βάσει του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και αυτό ήταν το πρόγραμμα εσωτερικής διαχείρισης των μεταδεδομένων (metadata – σ.μ. Η NSA έκανε επεξεργασία των δεδομένων των αμερικάνων πολιτών) και αυτό γιατί «υπήρξε ξεχείλωμα, αν όχι ευθεία παραβίαση του ομοσπονδιακού νόμου περί παρακολούθησης όσον αφορά τους κινδύνους για απώλεια προστασίας των προσωπικών δεδομένων». Σχετικά μάλιστα με την «διορθωτική νομοθεσία» που ακολούθησε τη δημοσίευση οι συντάκτες της Post αναγνωρίζουν «οφείλουμε αυτή την απαραίτητη μεταρρύθμιση στον κύριο Σνόουντεν» αλλά ξεχνάνε μια μικρή λεπτομέρεια: Την αποκάλυψη αυτή δεν την έκανε η WP αλλά η Guardian.

Πέραν αυτής της πρώτης αποκάλυψης η Post υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε δημόσιο συμφέρον για την δημοσίευση οποιουδήποτε άλλου προγράμματος. Για την ακρίβεια, οι συντάκτες λένε, η πραγματική ζημιά προκλήθηκε από τις αποκαλύψεις. Ανάμεσα σε αυτές είναι και το PRISM, για το οποίο γράφουν:

Το πρόβλημα είναι ότι ο κύριος Σνόουντεν έκανε κάτι παραπάνω (σ.μ. από τη δημοσίευση). Υπέκλεψε και διέρρευσε πληροφορίες για αρκετά προγράμματα της NSA  σχετικά με την παρακολούθηση του διαδικτύου πέραν των συνόρων των ΗΠΑ που ήταν ξεκάθαρα νόμιμα και ταυτόχρονα δεν απειλούσαν τα προσωπικά δεδομένα (ήταν επιπλέον προσωρινά και η άδεια λειτουργίας τους εξέπνευσε πέρυσι).

Όμως οι συντάκτες την ίδια ώρα που επιχειρηματολογούν περί της μη υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος από την αποκάλυψη του PRISM ξεχνάνε να αναφέρουν ότι η εφημερίδα που, σε συνεργασία με τη Guardian, επέλεξε να αποκαλύψει το PRISM δημοσιεύοντας τις επιχειρησιακές του λεπτομέρειες και τα άκρως απόρρητα εγχειρίδια στο πρωτοσέλιδό ακούει στο όνομα… Washington Post.  Και μετά, αφού προχώρησαν στη δημοσίευση του PRISM (μαζί και με άλλες αποκαλύψεις) διαφήμιζαν τα ρεπορτάζ τους όταν έμαθαν ότι θα τους απονεμηθεί το βραβείο Πούλιτζερ.

Αν οι αρχισυντάκτες της Post στα αλήθεια πιστεύουν ότι το PRISM ήταν απόλυτα νόμιμο και δεν υπήρχε κανένα δημόσιο συμφέρον από την αποκάλυψή του δεν θα έπρεπε να επιτεθούν στους ίδιους τους συντάκτες τους που αποφάσισαν να προχωρήσουν στην δημοσίευση, να ζητήσουν συγνώμη από τους πολίτες επειδή προκάλεσαν ζημιά στο επίπεδο ασφαλείας τους και να επιστρέψουν το Πούλιτζερ; Αν οι αρχισυντάκτες της Post είχαν έστω και λίγα ψήγματα ειλικρίνειας αυτό θα έπρεπε να έχουν κάνει. Να δεχτούν την θεσμική τους ευθύνη για αυτό που προφανώς θεωρούν τώρα ως τρομερό λάθος και να σταματήσουν να παριστάνουν ότι για όλα φταίει η πηγή τους που μάχεται για να αποφύγει την ποινική του δίωξη.

Χειρότερη όμως ακόμα και από την ανεντιμότητα είναι η δειλία τους. Αφού πρώτα αποκήρυξαν τη δική τους αποκάλυψη σχετικά με το PRISM, οι συντάκτες σημειώνουν ότι «το χειρότερο – κατά πολύ χειρότερο- είναι ότι διέρρευσαν λεπτομέρειες μιας στην πραγματικότητα αμυντικής διεθνούς δραστηριότητας των μυστικών υπηρεσιών». Αλλά αυτό που αδικαιολόγητα παραλείπουν είναι πως δεν ήταν ο Σνόουντεν αυτός που έκανε την αποκάλυψη, αλλά η κορυφαία συντακτική ομάδα της εφημερίδας.  Για μια ακόμα φορά δείτε τη λίστα με τα θέματα που προέβαλε η Post όταν έλαβε το βραβείο Πούλιτζερ.

Σχεδόν κάθε ένα από αυτά τα ρεπορτάζ βασίζονται σε αποκαλύψεις που σήμερα οι συντάκτες της Post χαρακτηρίζουν «λεπτομέρειες της διεθνούς δραστηριότητας των μυστικών υπηρεσιών». Προσωπικά πιστεύω ότι υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος που η Post προχώρησε στη δημοσίευσή τους. Όπως εξήγησε και ο Σνόουντεν στην πρώτη του διαδικτυακή συνέντευξη τον Ιούλιο του 2013 δεν ανησυχούσε μόνο για τα προσωπικά δεδομένα των αμερικάνων αλλά όλων των ανθρώπων, επειδή «η άκριτη επιτήρηση δεν καθίσταται αποδεκτή απλά επειδή θυματοποιεί το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού αντί του 100%. Αυτοί που έκαναν την διακήρυξη της ανεξαρτησίας δεν έγραφαν κάτι τέτοιο. Έλεγαν “όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ είναι ίσοι».

Έτσι, υποστηρίζω την απόφαση δημοσίευσης των εγγράφων και αυτό διότι συμφωνώ με αυτά που είπε ο αρχισυντάκτης της Washington Post, Marty Baron, όπως φαίνεται σε ένα εορταστικό άρθρο που γράφτηκε μετά την αποδοχή του Πούλιτζερ:

Ο αρχισυντάκτης της Post, Martin Baron, είπε τη Δευτέρα ότι τα δημοσιεύματα αποκάλυψαν μια εθνική πολιτική «με προφανείς επιπλοκές για τα συνταγματικά δικαιώματα των αμερικάνων πολιτών αλλά και τα δικαιώματα των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο […] Η αποκάλυψη της τρομακτικής επέκτασης του δικτύου παρακολούθησης της NSA αποτελεί ξεκάθαρα δημόσια υπηρεσία», είπε ο Baron. «Κατασκευάζοντας ένα πρόγραμμα  παρακολούθησης, που σου κόβει την ανάσα εξαιτίας του μεγέθους και της παρεμβατικότητας του, η κυβέρνησή εισέβαλε στην ιδιωτική ζωή κάθε ανθρώπου. Και όλα αυτά έγιναν κρυφά, χωρίς δημόσια διαβούλευση και με ξεκάθαρα ελαττώματα στο πεδίο της επιτήρησης».  

Η σελίδα του editorial στην Post γράφεται από ξεχωριστή ομάδα της εφημερίδας και δεν μιλάει εξ ονόματος του δημοσιογραφικού οργανισμού. Αμφιβάλλω σοβαρά αν η δημοσιογραφική ομάδα που δούλεψε για την αποκάλυψη θα συμφωνούσε με το editorial. Αλλά και πάλι, αν το editorial της εφημερίδας θέλει να καταγγείλει αυτές τις αποκαλύψεις, ακόμα κι αν θέλει τη φυλάκιση της πηγής τους (σ.σ. του Σνόουντεν) τότε θα πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσει πως η εφημερίδα ήταν αυτή που έκανε την αποκάλυψη και όχι ο Έντουαρντ Σνόουντεν . Μπορεί να θέλουν να αποκηρύξουν το μέσο για την αποκάλυψη ενός άκρως απορρήτου προγράμματος και τώρα περιέργως ισχυρίζονται πως δεν θα έπρεπε να κάνουν αυτή την αποκάλυψη εξ αρχής.

Αλλά αυτό υπογραμμίζει τη χρόνια δειλία η οποία συνήθως επιδεικνύεται όταν έρχεται η ώρα των καθιερωμένων οργανισμών να αποκηρύξουν τον Σνόουντεν. Όπως έχει ήδη επαρκώς καταγραφεί, και όπως οι εφημερίδες που συμμετείχαν στην αποκάλυψη (συμπεριλαμβανομένης της Post) έχουν ξεκαθαρίσει ο Σνόουντεν δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην απόφαση για το ποια προγράμματα θα αποκαλυφθούν (πέραν του ότι τους παρείχε το υλικό από την πρώτη στιγμή). Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του να προβεί σε δημοσιογραφικές κινήσεις και για αυτό άφησε τις εφημερίδες να επιλέξουν ποιες αποκαλύψεις υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Εφόσον τα προγράμματα αυτά αποκαλύφθηκαν φυσικά ο Σνόουντεν φέρει μέρος της ευθύνης αφού αυτός παρείχε τις πληροφορίες αλλά η ύψιστη ευθύνη βρίσκεται στους εκδότες της εφημερίδας που πήρε την απόφασή της δημοσίευσης, προφανώς έχοντας υπόψη τους το δημόσιο συμφέρον.

Ξανά και ξανά οι κριτικοί του Σνόουντεν, όπως ο Fred Kaplan, που σήμερα είναι συντάκτης της Post, παραλείπουν αυτό το κρίσιμο γεγονός και παραπλανούν τον κόσμο με πρωτοφανή τρόπο. Σε μια επίθεση, για παράδειγμα,  που εξαπέλυσε ο Kaplan αυτή την εβδομάδα στον Σνόουντεν γράφει επανειλημμένως ότι οι αποκαλύψεις του αναλυτή της NSA ξεπέρασαν τα όρια τις παραβάσεις των προσωπικών δεδομένων των αμερικάνων.

Aς αφήσουμε στην άκρη την ναρκισσιστική και σωβινιστική άποψη ότι οι πληροφοριοδότες και τα ΜΜΕ θα πρέπει να νοιάζονται μόνο για την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των αμερικανών πολιτών, αλλά όχι για το 95% του υπόλοιπου πλανήτη που δεν ανήκουν στην κατηγορία των «αμερικανών πολιτών». Και ας αφήσουμε, επίσης, στην άκρη το γεγονός πως πολλές από τις «διάσημες ιστορίες» που δημοσιεύτηκαν από διάφορα μέσα των ΗΠΑ, ήταν αφιερωμένες στην αποκάλυψη της δράσης μυστικών υπηρεσιών και δεν είχαν να κάνουν καθόλου με την πράξη παραβίασης των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των αμερικανών πολιτών (για παράδειγμα, τα Έγγραφα του Πενταγώνου, η ιστορία Άμπου Γκράιμπ, και η αποκάλυψη για τις μαύρες σελίδες της CIA).

Αυτό που είναι κατακριτέο εν προκειμένω, είναι πως ο κατάλογος του Κaplan αφορά αποκαλύψεις του «κακού Σνόουντεν» (είτε από το Ιntercept, είτε από τον Guardian) και όχι από τον πληροφοριοδότη, τους New York Times ή την Washington Post. Αλλά, όπως ο συντάκτης του editorial της Post, έτσι και ο Kaplan, παρουσιάζεται πολύ δειλός φροντίζοντας να μην κατηγορήσει τις κορυφαίες ομάδες σύνταξης εφημερίδων για προδοσία, πως βοηθάνε τρομοκράτες και θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, και επομένως προσποιείται πως ήταν ο Σνόουντεν και μόνο ο Σνόουντεν αυτός που αποκάλυψε τα προγράμματα στο αμερικανικό λαό. Αν ο Kaplan και οι συντάκτες της Post, ειλικρινώς πιστεύουν πως όλες αυτές οι ιστορίες θα έρπεπε να παραμένουν κρυφές και πως είναι αυτές που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών, γιατί δεν επιτίθεται στους ίδιους τους συντάκτες που πήραν την απόφαση να κάνουν την αποκάλυψη; Ο ίδιος ο Σνόουντεν ποτέ δεν δημοσίευσε ούτε ένα έγγραφο, επομένως ό,τι πρόγραμμα παρακολούθησης δημοσιοποιήθηκε έγινε με απόφαση του μέσου ενημέρωσης.

Είναι αδύνατο να θεωρείς τον εαυτό σου δημοσιογράφο και ταυτόχρονα να υποστηρίζεις την ποινικοποίηση της διαφάνειας, των πηγών, των διαρροών και των δημόσιων συζητήσεων. Δεν μπορείς να είσαι τίποτε άλλο από ακραία δουλικός στους κυβερνητικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ. Εδώ και καιρό στις ΗΠΑ ύπαρχει μια μεγάλη ομάδα που αποκαλεί τον εαυτό της Αμερικάνοι Δημοσιογράφοι κατά της Διαφάνειας, δηλαδή δημοσιογράφοι οι οποίοι βρίσκονται πιο κοντά στην κυβέρνηση των ΗΠΑ παρά στη δεοντολογία του επαγγέλματός τους και ως εκ τούτου, παίρνουν το μέρος αυτων που προτιμούν να αποκρύπτουν στοιχεία παρά αυτών που τα αποκαλύπτουν και επιπλέον φτάνουν στο σημείο να ζητούν την καταδίκη ακόμα και τη φυλάκιση των τελευταίων.

Όμως αυτό που κάνει το editorial της Post αξιοσημείωτο, είναι πως οι συντάκτες, κυριολεκτικά ζητούν την ποινική δίωξη μιας από τις σημαντικότερες έως τώρα πηγές του ίδιου του μέσου.  Επωφελήθηκαν από τα πολλά κλικς, έλαβαν δόξα, βραβεία και επαίνους, και τώρα ζητούν να δουν την πηγή τους να φυλακίζεται. Αυτή είναι μια απερίγραπτη διαστρέβλωση…