Τον αντιλήφτηκε έγκαιρα κι έκανε κύκλο να τον αποφύγει. Αν τον έβλεπε εκείνος, τέρμα η χελώνα. “Τι κουβαλάς εκεί, αλητάκο;” από το αυτί και στους δικούς του. Δεν αστειευόταν ο στρατόκαυλος ο Στρατηγός, αν και συνταξιούχος δέκα χρόνια. Δεύτερη φύση του είχε γίνει η πειθαρχία. Οι άτεκνοι τρέφουν συνήθως αγάπη για τα παιδιά, αυτουνού όμως του είχε γυρίσει σε κακία και φθόνο. Εξ αιτίας του δεν μπορούσαν πια να παίξουνε στο δρόμο, έτρεχαν στο πάρκο και στα άχτιστα οικόπεδα μακρυά από τη γειτονιά τους. Τους μάζευε τις μπάλες, τα πατίνια και τα τσέρκια, μέχρι και την αστυνομία είχε φωνάξει κάποτε γιατί τον ενοχλούσαν οι φωνές τους. Περιπολούσε πάνω κάτω όλη τη μέρα, αυτόκλητος φρουρός της τάξεως και της ευπρέπειας. Στο καφενείο αγόρευε συχνά για τη δικτατορία και τον κίνδυνο από τους “αναρχοκομμουνιστάς”.
 
Την πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του. Την ακούμπησε στο πάτωμα κι αυτή χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Πήρε κρυφά δυο μαρουλόφυλλα από το ψυγείο και τα άφησε μπροστά της. Ξεπρόβαλε δειλά μετά από ώρα και τα μασούλησε.
“Θα σε λέω Φειδιππίδη”, της δήλωσε σοβαρά. Το είχε πρόσφατο από το σχολείο.
Για δυο τρεις μέρες πέρναγαν ωραία. Έστηνε στο καβούκι της τα στρατιωτάκια να τα πάει βόλτα, την έβαζε να τρακάρει με το τανκ το κουρδιστό που έβγαζε σπίθες, της κόλλαγε όμορφα αυτοκόλλητα και πλαστελίνες. Κάθε πρωί, πριν φύγει για το σχολείο, την έχωνε σε μια μεγάλη κούτα που της είχε ανοίξει τρύπες και την έκρυβε πίσω από άλλες. Κι έψαχνε τρόπους να βρει κι ένα λαγό, έστω κουνέλι, να στήνει αγώνες δρόμου για τους φίλους του. Με εισιτήριο.
Ύστερα τα μαρούλια τέλειωσαν. Την κοίταζε να κόβει βόλτες στο μπαλκόνι πεινασμένη όταν του ήρθε η φαεινή ιδέα. Κοίταξε κάτω στον ακάλυπτο και έκανε τους υπολογισμούς του. Ήτανε μεσημέρι, η πολυκατοικία βουβή. Πήρε το σπάγκο του χαρταετού και την έδεσε γερά από το καβούκι. Την κρέμασε από το μπαλκόνι, κρεμάστηκε κι αυτός στα κάγκελα με τεντωμένο χέρι κι ύστερα, κουνώντας επιδέξια τον καρπό του, την έκανε να ταλαντώνεται μπρος πίσω. Όλο και πιο μεγάλο τόξο διέγραφε, ώσπου την κατάλληλη στιγμή αμόλησε καλούμπα και η χελώνα προσγειώθηκε άτσαλα στον ακάλυπτο, δίπλα στη μάντρα, εκεί ακριβώς όπου φύτρωναν άφθονα χορταράκια. Την άφησε εκεί να βοσκήσει και όταν έκρινε πως είχε πια χορτάσει την τράβηξε πάλι πάνω στον τρίτο.
 
Την άλλη μέρα ο Κυριάκος ξύπνησε πολύ νωρίς, αν και ήταν Κυριακή. Έδεσε πάλι τη χελώνα, την κρέμασε από το μπαλκόνι και άρχισε τους χειρισμούς του. Στις 7:14΄:23΄΄ το περίεργο εκκρεμές διέγραφε τη μέγιστη τροχιά του. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, στον πρώτο όροφο έβγαινε ο Στρατηγός με τον καφέ του στο μπαλκόνι. Η χελώνα του ήρθε κατακέφαλα. Σωριάστηκε κάτω, του 'πεσαν οι καφέδες και τα κουλουράκια. Η κυρία Στρατηγού που άκουσε το σαματά βγήκε τρέχοντας και τον βρήκε καθισμένο κάτω να κρατάει το κεφάλι του.
“Τι έπαθες;” τον ρώτησε.
“Αν σου πω ότι με χτύπησε χελώνα, θα με πιστέψεις;”
Δεν τον πίστεψε. Ούτε ο γιατρός τον πίστεψε. “Το καρούμπαλο”, είπε, “θα έγινε στο πέσιμο”. Τον έστειλε σε ένα ψυχίατρο κι αυτός του έγραψε ηρεμιστικά και του συνέστησε ησυχία κι ανάπαυση.
 
Ο Κυριάκος είχε τραβήξει αμέσως άρον-άρον τη χελώνα. Το ίδιο πρωί την ξαναγύρισε εκεί που την είχε βρει και την αποχαιρέτησε συγκινημένος. “Φειδιππίδης”, έχει γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο στο καύκαλο, αν ποτέ τη δείτε θα την αναγνωρίσετε.
Ο Στρατηγός δεν ξαναβγήκε έκτοτε στο δρόμο. Και όταν άρχισε να ξανακάθεται στο μπαλκόνι του δειλά-δειλά, φορούσε πάντοτε το κράνος που είχε κρατήσει αναμνηστικό από τον εμφύλιο, κι όλο έριχνε κρυφές ματιές στον ουρανό. Τα παιδιά άρχισαν να μαζεύονται ξανά στο δρόμο για να παίξουν. Μετά από λίγο καιρό ο Κυριάκος απόκτησε σκυλάκι.
 
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Αν υπήρχε Θεός και είχε χιούμορ, θα είχε δώσει τώρα στον Κυριάκο, εκεί ψηλά που βρίσκεται πια, ένα ωραίο άσπρο σύννεφο, όλο δικό του, στον τρίτο όροφο του ουρανού. Να κάθεται εκεί και να μας εποπτεύει και να καταχελωνιάζει αλύπητα όλους όσοι τολμούν να μας στερούν τις μπάλες, τα πατίνια και τα τσέρκια μας. Και τις χελώνες μας.

Ο Μανώλης Λυδάκης γεννήθηκε στις Γωνιές Πεδιάδας του Ηρακλείου Κρήτης το 1957. Μεγάλωσε στο Ηράκλειο. Έφυγε για την Αθήνα το 1975 και σπούδασε αρχιτέκτονας στο Ε.Μ.Π. Τώρα ζει στον Υμηττό. Η “Χώρα – Αληθινές Ιστορίες” είναι η πρώτη του συγγραφική απόπειρα. Έχει γράψει τη συλλογή διηγημάτων “Η χώρα: Αληθινές ιστορίες” και το μυθιστόρημα “Η πλάνη”. 

Βιβλία του που κυκλοφορούν: 
(2016) Η πλάνη, Αλεξάνδρεια
(2014) Η χώρα, Αλεξάνδρεια