1. Επικαιρικό προοίμιο.

Ποτέ η γνώση δεν στάθηκε καθαρά και αποκλειστικά «γνωστικό» εγχείρημα, μια ανιδιοτελής ενατένιση υποκινούμενη από απλή περιέργεια και θαυμασμό – αισθήματα ανθρωπίνως υπαρκτά, οπωσδήποτε, την έκφραση των οποίων υπηρετούσε κι εξακολουθεί να υπηρετεί με επάρκεια η τέχνη. Ανέκαθεν η «γνώση» ήταν συνδεδεμένη με πρακτικά ενδιαφέροντα και αποβλέψεις, μέρος των πολύπλοκων και συχνότερα τεταμένων σχέσεων του ανθρώπου με ένα περιβάλλον που βιωνόταν πρωτίστως ως μέσον ή εμπόδιο για την εκπλήρωση αναγκών και για την πραγμάτωση σκοπών. Σε όποιον βαθμό η σχέση τής ανθρωπότητας με τον φυσικό της περίγυρο βιωνόταν με τρόπο αγωνιώδη ως σχέση αναμέτρησης, η «γνώση» (προϊόν εκείνου που ονομάζουμε γενικά τεχνική, και όχι το αντίστροφο) υπηρετούσε την ανάπτυξη δύναμης απέναντι σε αυτό τον περίγυρο – πράγμα ρητά αναγνωρισμένο στον αφορισμό ενός από τους θεμελιωτές τής νεώτερης επιστήμης και πατέρα τής πειραματικής έρευνας: το αξίωμα «scientia est potentia» του σερ Φράνσιζ Μπαίηκον, που διαβάζουμε ως ιστορική υπογραφή τού πνευματικού πολιτισμού τής Δύσης. «Ανάπτυξη δύναμης», όμως, είναι ακριβώς ένας από τους δυνατούς ορισμούς τής πολιτικής, όσο και λέξη potentia/power έχει ως δεύτερο νόημα την πολιτική εξουσία. Ολόκληρο το εγχείρημα της δυτικής, νεωτερικής επιστήμης (όπως άλλωστε, τηρουμένων των αναλογιών, κάθε συστήματος  γνώσης-τεχνικής που ανέπτυξαν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, σε οιοδήποτε στάδιο ή γραμμή τής ανάπτυξής τους) είναι μια πολιτική έναντι της φύσης. Ως προς τα ειδικότερα —τα ιδιοπολιτισμικά, θα λέγαμε— χαρακτηριστικά της, συνιστά μια πολιτική όχι συναίνεσης ή συνδιαλλαγής (όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πολιτική αρκετών άλλων πολιτισμών, η οποία έτσι συνυποθέτει ένα status συνομιλητή, άρα και την απόδοση κάποιου είδους «υποκειμενικότητας» στη φύση) αλλά δικτατορικού κατεξουσιασμού και αδιάλλακτης κυριαρχίας. Προϊόν αυτής της πολιτικής είναι η αναπαράσταση της φύσης ως βωβού και παθητικού αντικειμένου, «πράγματος» όμοιου με τα τεχνήματα της ανθρώπινης επινοητικότητας.

Αν ιατρική είναι η μεταφορά αυτής της πολιτικής στον ίδιο τον άνθρωπο, νοούμενον ως μέρος τού φυσικού κόσμου που πρέπει να δαμαστεί και να κυριαρχηθεί —δηλαδή, σώμα—, είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος τις ολέθριες συνέπειες του εγχειρήματος: πραγμοποίηση του ανθρώπου, ολική αναγωγή του σε «αντικείμενο» επί του οποίου μπορούν να ασκηθούν ανεμπόδιστες διαχειριστικές ή διορθωτικές παρεμβάσεις. Χωρίς την «ανθρωπιστική» ρητορεία που είθισται να συνοδεύει την άσκηση της ιατρικής στις φιλελεύθερες κοινωνίες, αυτό είναι ακριβώς το όνειρο κάθε ολοκληρωτισμού: η απεριόριστη χειραγώγηση  του ανθρώπινου υλικού και η διάπλασή του σύμφωνα με τη βούληση μιας ιθύνουσας ομάδας που γνωρίζει επειδή κυβερνά και κυβερνά επειδή γνωρίζει. Υποστηρίζω ακριβώς ότι, καταρχήν και ανεξαρτήτως του ιδιάζοντος πολιτικού περιβάλλοντος εντός τού οποίου ασκείται η δυτική ιατρική, έχει μια βαθύτερη, δομική συγγένεια με τον ολοκληρωτισμό στις πολιτικές του μορφές· και όταν ιστορικές συγκυρίες το απαιτήσουν με το πρόσχημα της «εκτάκτου ανάγκης», η εκλεκτική τους συγγένεια ωθεί στην πραγμάτωση του πιο εφιαλτικού ιστορικού σεναρίου που μπορεί κάποιος να φανταστεί: ολόπλευρη ταύτιση της ιατρικής με την πολιτική εξουσία, ανηλεής χρήση μιας ανθρώπινης «ύλης» στερημένης από κάθε υποκειμενικότητα και αυτοκαθορισμό. Ενός τέτοιου ιστορικού σεναρίου γίναμε μάρτυρες για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα, στην πρακτική μιας πολιτικής μορφής που λειτούργησε ως πηγή και μοντέλο για την ίδια την έννοια του ολοκληρωτισμού: του γερμανικού ναζισμού.1

Το πείραμα των ολοκληρωτισμών του εικοστού αιώνα όχι μόνο δεν έληξε, όχι μόνο

δεν ήταν μια ιστορική παρένθεση στην εξέλιξη των φιλελεύθερων κοινωνιών τής κεφαλαιοκρατικής αγοράς, αλλά στάθηκε απεναντίας προάγγελος των πολιτικών μορφών που οι κοινωνίες αυτές μπορούν να αναπτύξουν σε συνθήκες δομικής κρίσης τους – όπως αυτή που βιώνουμε εξακολουθητικά εδώ και μερικές δεκαετίες. Δεν είναι στις προθέσεις μου εδώ ούτε να συζητήσω τα αίτια του ολοκληρωτισμού γενικά ούτε να καταπιαστώ με το ζήτημα της παγκόσμιας κρίσης τού τρέχοντος τρόπου παραγωγής και των αντιφατικών προοπτικών που ανοίγονται μπροστά μας σε μια τέτοια δραματική συγκυρία. Θέλω μόνο να δείξω με ποιον τρόπο το μάθημα του ολοκληρωτισμού διαχέεται σε όλο το εύρος τού ανεπτυγμένου καπιταλιστικού και ψηφιακά τεχνικοποιημένου κόσμου και πώς η προσφυγή στις στρατηγικές του γίνεται περίπου μονόδρομος για τις κυρίαρχες ελίτ των οποίων η επικράτηση απειλείται όχι πλέον από μαζικές επαναστατικές αναταράξεις (που δεν λείπουν οπωσδήποτε, αλλά είναι απελπιστικά διεσπαρμένες και αδύναμες σε σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος τού εικοστού αιώνα) αλλ’ από τις ίδιες τις ανεπίλυτες δομικές αντιφάσεις του. Και ακόμη πιο ειδικά, τον ρόλο που έχει ανάμεσα σε αυτές τις στρατηγικές η μείζων εκείνη που περιέγραψα —που έχει περιγραφεί από αρκετούς, εν πάση περιπτώσει— ως ταύτιση της ιατρικής με την πολιτική εξουσία.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μια συνθήκη «εκτάκτου ανάγκης» έχει οδηγήσει την παγκόσμια κοινωνία σε μια κινητοποίηση αδιανόητη ακόμη και σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου: με την επιβολή αδιανόητων περιορισμών στον δημόσιο βίο, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στη μετακίνηση και στην εργασία των ανθρώπων, στη διαχείριση του σώματος και του εαυτού τους· μια γιγάντια επιχείρηση τρομοκράτησης των πληθυσμών από τα ΜΜΕ είναι σε ανάπτυξη με τη διασπορά πληροφοριών που εύκολα μπορούν να δειχθούν ως επιλεκτικά ανακριβείς, με τον αυτόματο αποκλεισμό από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οιασδήποτε άποψης αντιβαίνει στην κρατικά προπαγανδιζόμενη οπτική, φτάνοντας μέχρι του σημείου ποινικοποίησης οποιασδήποτε αποκλίνουσας γνώμης… Ο συναγερμός αυτός έχει υγειονομικό πρόσχημα. Πυροδοτικός του παράγων ήταν η παγκόσμια μετάδοση ενός ρετροϊού («κορωνοϊού», όπως ονομάστηκε από την εικόνα που εμφανίζει στο μικροσκόπιο) ο οποίος φέρει το κωδικό όνομα «Sars CoV-2» και είναι ικανός να προκαλέσει στον ανθρώπινο οργανισμό «οξύ αναπνευστικό σύνδρομο» – τα ίδια δηλαδή κλινικά συμπτώματα που είχε εμφανίσει, το 2002-3, ο προγενέστερος κορωνοϊός «Sars CoV-1», χωρίς να προκαλέσει ωστόσο αντίστοιχο τρόμο και κινητοποιήσεις. Η ταχύτατη διάδοση του νέου κορωνοϊού σε ανθρώπινους φορείς οφείλεται, πέρ’ από το γεγονός τής ραγδαίας ανόδου τής πληθυσμιακής πυκνότητας σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση των μετακινήσεων και των επικοινωνιών, στο ότι ακριβώς, όπως δείχνει τουλάχιστον μια πρώτη εικόνα, οι περισσότεροι φορείς τού ιού είτε είναι εντελώς ασυμπτωματικοί (περίπου το 40%) είτε εκδηλώνουν ένα πολύ ήπιο φάσμα συμπτωμάτων (περίπου το 50%), ενώ οι παθολογικά σοβαρότερες περιπτώσεις (περίπου 7% ώς 9%) και οι θάνατοι (μεταξύ 1,5% και 3%) αφορούν ένα ελάχιστο κλάσμα τού πληθυσμού. Με κάθε συμβατικό κριτήριο, δηλαδή, η θνητότητα της προσβολής «Covid-19» είναι πολύ χαμηλότερη εν συγκρίσει με άλλες κοινές μεταδοτικές ασθένειες, όπως π.χ. η εποχική γρίπη (500.000 νεκροί) ή η φυματίωση (1,5 εκατομμύρια νεκροί) ετησίως: παρότι διαθέτουμε αποτελεσματικά τεστ για τη διάγνωση, και —υποτίθεται— πρόληψη και «θεραπεία» τέτοιων ασθενειών μέσω εμβολίων… Δεν παρουσιάζει καν τα γνωρίσματα πανδημίας ή έστω επιδημίας, με το ακριβές ιατρικό νόημα των όρων, αφού ούτε προσβάλλει το σύνολο του πληθυσμού σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή ούτε έχει τα χαρακτηριστικά ομοιόμορφης προοδευτικής εξάπλωσης. Εύλογα διερωτάται κάποιος, λοιπόν, τί το ιδιαίτερο έχει η πρόσφατη νόσος τού κορωνοϊού και γιατί αυτός προβάλλεται από τις κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ ως ο πιο θανατηφόρος ιός που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η ανθρωπότητα.

Εκείνο που όντως συμβαίνει —και δεν είμαι βέβαια ο πρώτος που το παρατηρεί— είναι ότι μια ορισμένη βιοπολιτική διαχείριση έχει μετατρέψει ένα μέτριας σοβαρότητας υγειονομικό πρόβλημα σε βαθύτατη κοινωνική και ανθρωπολογική κρίση. Το πρώτο που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων που έχουν μέχρι στιγμής σημειωθεί, και δεν οφείλονται ήδη σε άλλου συγγενείς παράγοντες οι οποίοι απλώς παραβλέπονται αλλοιώνοντας τη στατιστική εικόνα, είναι θάνατοι όχι από τον ίδιο τον κορωνοϊό αλλά από τις εγκληματικές στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν στον «ιερό πόλεμο» εναντίον του – αφήνοντας προσωρινά κατά μέρος τις «παράπλευρες απώλειες» αυτού του ακήρυκτου πολέμου, που είναι στην πραγματικότητα πόλεμος κατά της ανθρωπότητας… Σε αυτό θα επανέλθουμε. Πριν φτάσουμε όμως στις πραγματικές δράσεις και στ’ αποτελέσματά τους, ακόμη πιο επείγον είναι να φωτιστεί η στρεβλή λογική που διέπει όλη αυτή τη μεθοδικά ενορχηστρωμένη προπαγάνδα τού τρόμου. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της προπαγάνδας, απέναντι σε όποιον αμφισβητεί την κυρίαρχη άποψη ή τη νομιμότητα των ληφθέντων μέτρων, κινητοποιείται —πριν από την ωμή ποινική δίωξη, που παραμένει ο έσχατος φύλακας της εγκεκριμένης «αλήθειας»— ένας μηχανισμός απαξίωσης και διάσυρσης ως φορέα «συνωμοσιολογικών σεναρίων» και «παρανοϊκών φαντασιώσεων».2 Είναι αλήθεια ότι πολλές τέτοιες παρανοϊκές φαντασιώσεις κατέκλυσαν ιδίως τους ανεπίσημους διαύλους δημοσιότητας στις ημέρες μας στο πλαίσιο μιας αυθόρμητης, και τις περισσότερες φορές συγχυσμένης, αντίδρασης· εκείνο που δεν επισημαίνεται, όμως, είναι ότι μια τέτοια παράνοια είναι ο σχεδόν «φυσικός» και αναμενόμενος αντίκτυπος της βιαιοπραγίας απέναντι στην κοινή λογική εκ μέρους τού επίσημου λόγου – το αντεστραμμένο κατοπτρικό του είδωλο, με την πιο ακριβή έννοια του όρου. Η συνηθέστερη δικαιολογία για τη βαρύτητα των μέτρων, την αναντιστοιχία τους δηλαδή με τα επιβεβαιωμένα γεγονότα, είναι ο φόβος πως η δυναμική τής παρούσας «πανδημίας» ενδέχεται να είναι ανάλογη μ’ εκείνη της ισπανικής γρίπης, της όντως μεγαλύτερης πανδημίας τού εικοστού αιώνα που μεταξύ 1918-19 έπληξε το ένα τρίτο τού ανθρώπινου πληθυσμού προκαλώντας τον θάνατο τουλάχιστον 50 εκατομμυρίων ανθρώπων. Από πού όμως προκύπτει ο παραλληλισμός; Όπως παρατηρεί ένας σύγχρονος καναδός σχολιαστής,

 

στο επίκεντρο της αντίδρασής μας στον κορωνοϊό ήταν η αξίωση ότι πρέπει να ενεργήσουμε προληπτικά ώστε να αποτραπεί αυτό που δεν έχει ακόμα συμβεί: η εκθετική αύξηση των κρουσμάτων τής μεταδοτικής νόσου και η υπερφόρτωση των μονάδων υγείας, πράγμα που θα έφερνε το ιατρικό προσωπικό στην οδυνηρή θέση να κάνει επιλογή, κτλ. Σε άλλη περίπτωση, λέγεται, όταν θα έχουμε ανακαλύψει τί είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε, θα είναι πολύ αργά. (Αξίζει να ειπωθεί, παρενθετικά, ότι αυτή είναι μια μη επαληθεύσιμη ιδέα: εάν πετύχουμε και αυτό που φοβόμαστε δεν συμβεί τελικά, θα μπορούμε να λέμε ότι οι ενέργειές μας το εμπόδισαν, αλλά ποτέ δεν θα ξέρουμε αν πράγματι είναι αλήθεια.) Η ιδέα αυτή ότι η προληπτική δράση είναι ζωτικής σημασίας έχει υιοθετηθεί πρόθυμα και οι άνθρωποι έχουν φθάσει μέχρι του σημείου να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον καταγγέλλοντας όσους καθυστερούν και αντιστέκονται στο να την δεχθούν […] Μια έκφραση όπως «εξομάλυνση της καμπύλης» μπορεί να αποβεί εν μιά νυκτί κοινή λογική μόνο σε μια κοινωνία η οποία ασκείται στο να προλαμβάνει τις εξελίξεις και να σκέφτεται με όρους «πληθυσμιακής δυναμικής» και όχι πραγματικών περιστατικών.3

 

Σε πολλά σημεία αυτού του οξυδερκούς σχολίου θα μπορούσε κανείς να σταθεί. Ο «φόβος» τής υπερφόρτωσης των μονάδων υγείας κτλ. είναι συγκεκαλυμμένη επίγνωση της καταστροφής των συστημάτων υγείας που έχουν επιφέρει οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, αν σκεφτεί κάποιος πόσο μικρό είναι το ποσοστό των προσβεβλημένων από τον νέο ιό που θα χρειαστεί όντως νοσηλεία. Ο εθισμός στη σκέψη με όρους «πληθυσμιακής δυναμικής» είναι ένα εύγλωττο δείγμα των απανθρωποποιητικών συνεπειών ενός ορισμένου επιστημονικού-ιατρικού σκέπτεσθαι που είναι εγγεγραμμένο στο πολιτισμικό DNA της σύγχρονης Δύσης. Προπάντων όμως αξίζει να παρατηρηθεί εδώ η λειτουργία τής «μη επαληθεύσιμης ιδέας» και η σχέση της με τη λογική τής παράνοιας: αν ίδιον της παρανοϊκής συλλογιστικής είναι να εκλαμβάνει ως δεδομένο εκείνο που κι αν ακόμα συνέβαινε θα ήταν αδύνατο κάποιος να το ξέρει, γιατί να θεωρήσουμε την επίσημη συλλογιστική πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις περισσότερο ορθολογική από τα σενάρια συνομωσίας  που φλογίζουν τη φαντασία εκείνων οι οποίοι δεν έχουν τα μορφωτικά μέσα ή τη διανοητική επάρκεια για μιαν αρμοζόντως λεπτή ανάλυση της πραγματικότητας; Και μήπως μέσα στην παραληρηματική συλλογιστική τους δεν συλλαμβάνουν συγκεχυμένα —όπως ακριβώς και ο κλινικά παρανοϊκός— μια οδυνηρή πραγματικότητα: ότι στον σύγχρονο καπιταλισμό περισσεύουν άνθρωποι, ότι η μεθοδευμένη καταστροφή είναι στρατηγική επιβίωσής του;

Η λογική τής «προληπτικής δράσης» στον τομέα τής δημόσιας υγείας δεν είναι λιγότερο διαστροφική από τον «προληπτικό πόλεμο» που έχει αποβεί σήμερα επίσημο στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ (και του Ισραήλ). Η λογική τους διαστροφικότητα έγκειται στο ότι εκλαμβάνουν τις ίδιες τις συνέπειές τους ως αναδρομική δικαιολόγηση της πράξεών τους: αν, για παράδειγμα, επιτεθώ σε μια χώρα και την αιματοκυλίσω, και ύστερα ομάδες τού ρημαγμένου πληθυσμού προβούν σε μια πράξη απελπισμένης αντεκδίκησης, εύλογα τους χαρακτηρίζω «τρομοκράτες» και νιώθω απόλυτα δικαιολογημένος που τους επιτέθηκα. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή ήταν η πραγματικότητα που ζήσαμε (κι εξακολουθούμε ως ένα σημείο να ζούμε) στο πλαίσιο της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης: η επιλεκτική παρουσίαση πραγματικών γεγονότων, ή η εσφαλμένη πλαισίωσή τους, ποτέ δεν θα μας επιτρέψει να μάθουμε σε ποιον ακριβώς βαθμό ήταν η ίδια η εφαρμογή των προληπτικών κατασταλτικών μέσων και της ίδιας τής ιατρικής που προκάλεσαν τις εκατόμβες θανάτων οι οποίες σημειώθηκαν σε κάποιες ειδικές ζώνες που λειτούργησαν σαν χοάνες εγκλεισμού και αναπαραγωγής τής νοσηρότητας – νοσοκομεία, γηροκομεία, ψυχιατρεία, φυλακές, ιθαγενικές ή φυλετικές μειονότητες αποδυναμωμένες από ποικίλες μορφές υποβάθμισης και αποκλεισμού, πεδία δοκιμής πειραματικών ή ευθέως απρόσφορων υγειονομικών επεμβάσεων… Και όμως, αυτές οι διόλου αντιπροσωπευτικές για το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού εικόνες προβάλλονται κατά κόρον σαν να ήταν ο κανόνας, πράγμα που με τη σειρά του λειτουργεί ως δικαιολογητικό για την ενίσχυση των κατασταλτικών πρακτικών.

Στο βάθος τής όλης αυτής λογικής τής «προληπτικής δράσης» στο υγειονομικό πεδίο, ελλοχεύει ενδεχομένως μία ακόμη πιο κρυφή παρανοϊκή ιδέα, εγγενής στο ίδιο το πνεύμα τής τεχνοεπιστήμης: ένα παραλήρημα ναρκισσιστικής παντοδυναμίας που φαντασιώνει την εξάλειψη του πεπερασμένου και της θνητότητας από την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν κάποιος πεθάνει, είναι όχι επειδή η ζωή του έφτασε στο φυσικό τέλος της αλλά επειδή τον «αφήσαμε να πεθάνει», ως εάν «εμείς» είμαστε οι απόλυτοι κύριοι και διαχειριστές τής ζωής και του θανάτου: το «εμείς» αντιπροσωπεύει πρωτίστως την ιατρική και τα θεσμικά της όργανα, αλλά επίσης σε δεύτερο βαθμό την πολιτική εξουσία που διαχειρίζεται και διαθέτει την εν λόγω ιατρική και τους θεσμούς της. Η τελευταία μπορεί με τον ίδιον τρόπο να σκοτώνει ή να εμποδίζει τον θάνατο, ανάλογα με τις κυμαινόμενες ανάγκες της· εκείνο που έχει την πραγματική σημασία είναι η απόλυτη κυριότητά της πάνω στη ζωή.

Οι στρατηγικές που η πλειονότητα των κρατών επέλεξε έχουν δυσθεώρητες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς τής ζωής. Εκατομμύρια μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καταστρέφονται, αναρίθμητες θέσεις εργασίας χάνονται και θα χαθούν, η απομόνωση επιδεινώνει την ψυχική καταρράκωση των ανθρώπων, ήδη σε όριο  συναγερμού από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τη βιοτική ανασφάλεια, και ένας ανυπολόγιστος αριθμός αυτών θα ωθηθεί στην αυτοκτονία, στις εξαρτησιογόνες ουσίες είτε στην τυφλή, ενδο- ή έξω-οικογενειακή, βία· η ψυχική δυστυχία, ο φόβος και η καταστολή με τη σειρά τους οδηγούν σε κατάρρευση των μηχανισμών ανοσοποίησης και καθιστούν τους ανθρώπους πραγματικά ευάλωτους στην απειλή χάριν τής οποίας ξεκίνησε όλη αυτή η σειρά των μέτρων. Και, δεν χρειάζεται να το πω, η κυριότερη από τις παράπλευρες απώλειες είναι οι ίδιες λεγόμενες δημοκρατικές αξίες και τα πολιτικά δικαιώματα (ή ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτά). Ο φόβος και η διάχυτη ανασφάλεια δημιουργούν μια προδιάθεση στους ανθρώπους να δεχθούν αυξημένη παρακολούθηση και κοινωνικό έλεγχο, να προσκολληθούν σε εγκόσμιους «σωτήρες» στις εντολές των οποίων θυσιάζουν πρόθυμα τα τελευταία τους υπολείμματα αυτοδιάθεσης, να αντιμετωπίζουν τον διπλανό τους ως δυνητικό κίνδυνο και να παραιτούνται από κάθε μορφή διεκδίκησης, εναντίωσης ή διαμαρτυρίας. Το ότι η πολιτική δράση καθίσταται υπό τέτοιες συνθήκες αδύνατη, είναι αυτονόητο· και η πιο αφοπλιστική ένδειξη αυτού είναι ότι ίδια τα κόμματα της λεγόμενης Αριστεράς, κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν υπέρμαχοι των «κοινωνικών δικαιωμάτων» (αφότου το πρόγραμμα της ανατροπής τού καπιταλισμού έχει απαλειφθεί από την ατζέντα τους), όχι μόνο δεν αντιτίθενται στην ανατίναξη των στοιχειωδέστερων εγγυήσεων του υπάρχοντος δικαίου, αλλά και πλειοδοτούν σε υγεινομική νομιμοφροσύνη, υιοθετούν την κυρίαρχη ρητορική και ομολογούν δουλική πίστη στην «επιστήμη» και στην επιστημονικότητα, λειαίνοντας τις κοινωνικές τριβές και συμβάλλοντας μοιραία στην ολοκληρωτική μετάλλαξη της παγκόσμιας κοινωνίας.

Όλ’ αυτά είναι μείζονα πολιτικά γεγονότα και πολιτικές συνέπειες, που κανονικά θα έπρεπε να συνιστούν αντικείμενο συλλογικών διαβουλεύσεων, συλλογικών αποφάσεων, συνοδευόμενων ασφαλώς από την αντίστοιχη ανάληψη ευθύνης. Ακόμη και αν η σοβαρότητα της υγειονομικής απειλής ήταν αυτή που ζητούν να πιστέψουμε πως είναι, παραμένει άκρως αμφισβητήσιμο αν μια κοινωνία θα ήθελε ή θα έπρεπε να θυσιάσει ελευθερίες που η άρση τους διακυβεύει τον ίδιο την ορισμό τού ανθρώπινου προσώπου, δικαιώματα τόσο κρίσιμα που εγείρουν το ερώτημα για το ίδιο το νόημα του ζην, χάριν της ασφάλειας και μόνο. Το δίλημμα ελευθερία ή ασφάλεια επ’ ουδενί δέχεται ομόφωνες απαντήσεις, και τί μία κοινωνία θεωρεί ως υπέρτατο αγαθό μόνο μέσ’ από εντατική πολιτική ζύμωση, κι ενδεχομένως πολιτική σύγκρουση, μπορεί να προκύψει. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει όμως, και δεν συμβαίνει επειδή η πολιτική κρίση και απόφαση μετατίθεται τεχνηέντως στους ώμους τής επιστήμης. Στηριζόμενοι στην απλοϊκή πεποίθηση του κόσμου ότι η επιστήμη «γνωρίζει», οι πολιτικοί ενεργούν αποποιούμενοι τις ευθύνες τους σαν να ήταν απλά εκτελεστικά όργανα της Επιστήμης· όμως η ίδια αυτή επιστήμη αναγορεύεται σε μαντείο χάρη στην πολιτική επικύρωση και μόνο: διότι όχι μόνο η επιστήμη γνωρίζει απείρως λιγότερα απ’ όσα ο κόσμος φαντάζεται, αλλά και ουδέποτε υπήρξε ομοφωνία στους κύκλους της. Πολλοί επιδημιολόγοι, εν προκειμένω,  δηλώνουν με ειλικρίνεια ότι δεν διαθέτουν επαρκή στοιχεία, πολλοί ειδικοί τής υγείας επισύρουν την προσοχή στους κινδύνους της τρέχουσας πολιτικής (π.χ. της ανήκουστης επιβολής τής χειρουργικής μάσκας σε ανοιχτό πληθυσμό!), πολλοί καταγγέλλουν τις ιατρικές καταχρήσεις εξουσίας,4 αλλά ένας πολιτικά οργανωμένος μηχανισμός δημοσιότητας περιθωριοποιεί ή και αποκλείει τις φωνές τους ορίζοντας, με εξω-επιστημονικά κριτήρια που υπηρετούν πρωτίστως το μέλημα της αυτοαναπαραγωγής τού συστήματος, τί είναι και τί δεν είναι επιστημονικώς «ορθό». Η δαιμονική συμπαιγνία πολιτικής εξουσίας και ιατρικής επιστήμης κορυφώνεται στο γκροτέσκο φαινόμενο μιας πολιτικής εξουσίας που κρύβεται πίσω από την ιατρική επιστήμη, η οποία κρύβεται πίσω από την πολιτική εξουσία! Το μόνο γεγονός που μπορεί να παραβληθεί σε τραγικότητα είναι η δεισιδαιμονική πίστη των μαζών στην επιστημονική αυθεντία, η οποία ειδικά στην περίπτωση της ιατρικής έχει περιβληθεί το μεταφυσικό κύρος που ανήκε παραδοσιακά στη θρησκεία.

Μιας και μίλησα για φωνές διαφωνίες από τους ίδιους τούς κόλπους τής επιστήμης, θα πρέπει ίσως να αναφερθεί και τούτο. Υπολογίσιμη παρουσία στις κοινωνίες μας σήμερα έχουν ρεύματα και σχολές θεραπευτικής με αρχές ριζικά διαφορετικές από εκείνες της θεσμοποιημένης ιατρικής, οι οποίες στην κρίσιμη τούτη συγκυρία θα είχαν μια μοναδική ευκαιρία να παρέμβουν, να εκθέσουν την εναλλακτική οπτική τους και να συμβάλουν σε μιαν αναγκαία δημόσια αντιπαράθεση· ή τουλάχιστον να δείξουν πως ούτε η «αλήθεια» είναι χαραγμένο νόμισμα ούτε η επιστημονική «αυθεντία» ελέω Θεού διασφαλισμένη. Η ομοιοπαθητική είναι ίσως η σημαντικότερη, και η καλύτερα οργανωμένη, ανάμεσά τους. Μάταια περιμέναμε ωστόσο μια παρέμβαση εκ μέρους των ομοιοπαθητικών· μια δημόσια έκφραση απόψεων οι οποίες θεωρούνται αυτονόητες σε ιδιωτικές συζητήσεις, εκπαιδευτικά σεμινάρια κι ερευνητικά συνέδρια, κυρωμένων μέσ’ από μακρόχρονη κλινική πείρα, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως διορθωτικό των εδραιωμένων ιατρικών ιδεολογιών και ανάχωμα στις επικίνδυνες χρήσεις τής ιατρικής εξουσίας. Φοβούνται οι ομοιοπαθητικοί τον επαγγελματικό διασυρμό; Προτιμούν μήπως να σιγοσφυρίζουν ανάμεσα στα χείλη, με τη περιώνυμη φρονιμάδα τού Γαλιλαίου, «και όμως γυρίζει»; Όπως κι αν έχει το πράγμα, οι τρομακτικές συναινέσεις που εκβιάζονται σήμερα στις κοινωνίες μας, η καταθλιπτική ομοφωνία που επιβάλλεται στον χώρο μιας ασφυκτικά ελεγχόμενης δημόσιας σφαίρας, η τρομοκρατική φίμωση κάθε διαφωνίας —της οποίας ορατό και ανατριχιαστικό σύμβολο είναι η χειρουργική μάσκα— εγγυώνται για όλους μας το πιο δυσοίωνο μέλλον.

Αν σε αυτές τις συνθήκες η σκέψη αρνείται να εκχωρήσει τα τελευταία της δικαιώματα, τη δύναμη της να κρίνει το υπάρχον και όλες τις νομιμοποιητικές του ιδεολογίες, δύναμη την οποίαν αντλεί από τον εαυτό της και μόνο εμμένοντας στην αδέσμευτη άσκησή της, το έργο μιας κριτικής των ιατρικών ιδεολογιών συνιστά επείγον πολιτικό καθήκον. Αυτό απαιτεί ωστόσο μια ιστορική ανασύσταση των θεραπευτικών αντιλήψεων και πρακτικών που ανέπτυξε στη μακρά της πορεία η ανθρωπότητα, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όσο διαφορετικές ήταν οι γραμμές  ανάπτυξης του πολιτισμού, με το μάτι ταυτόχρονα του ιστορικού και του ανθρωπολόγου: το μάτι μιας κριτικής αποστασιοποίησης, που επιτρέπει αφενός την αποκαθήλωση του αυθαίρετα υπάρχοντος που αντλεί τα εχέγγυα νομιμότητάς του από την τυχαία του επικράτησή και μόνο, αφετέρου την υπό όρους ανάκτηση ανακομμένων ιστορικών δυνατοτήτων. Το έργο αυτό θα επιχειρήσω στη σειρά των δημοσιευμάτων που ακολουθούν.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Στην πρακτική ακριβώς των ναζιστικών στρατοπέδων θανάτου οικοδόμησε ο Giorgio Agamben τη γνωστή έννοιά του περί βιοπολιτικής (παρμένη στην πραγματικότητα από τον Μισέλ Φουκώ) ως «ταύτιση πολιτικής και ιατρικής», που είναι και ο δικός του ορισμός τού ολοκληρωτισμού. Το σημαντικότερο είναι ότι ο Agamben —στο βαρυσήμαντο έργο του Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (ελλ. έκδ. Scripta 2005, μετ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης)— χρησιμοποίησε την έννοια αυτή σαν εργαλείο για την ανάλυση των σημερινών, υστεροκαπιταλιστικών κοινωνιών φέρνοντας στο φως την ακατάσχετη ολοκληρωτική τους δυναμική: τη μεταμόρφωση των κοινωνιών μας σε αόρατα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Και βέβαια, ως γνωστόν, ήταν από τους πρώτους —και τους ελάχιστους— διανοούμενους που κατήγγειλαν δημοσίως τις κατασταλτικές πρακτικές των κυβερνήσεων υπό το πρόσχημα της υγειονομικής κρίσης τού κορωνοϊού (βλ. https://www.babylonia.gr/2020/03/06/i-epinoisi-mias-epidimias/).

 

  1. 2. Ένα ιδεοτυπικό δείγμα συνηγορίας τού κυρίαρχου λόγου μπορεί να δει κανείς στο άρθρο τού Νικόλα Σεβαστάκη, «Ζούμε έναν πολιτισμικό πόλεμο» στο Lifo (βλ. https://www.lifo.gr/articles/opinions/293636/zoyme-enan-politismiko-polemo). Περιλαμβάνει όλο το φάσμα των ανταποκρίσεων, από την ομολογία πίστεως στα «πρωτόκολλα της επιστήμης» και στα «σκληρά επιστημονικά δεδομένα» μέχρι τη ρητορική απαξίωση όσων αντιδρούν στα κυβερνητικά μέτρα με τη συλλήβδην υπαγωγή τους στη συνομοταξία των «ψεκασμένων», μη ορροδώντας ακόμη και, στην έξαρση του πάθους του, να επικαλεστεί και αυτήν την κρατική καταστολή! Διότι «σε έναν πολιτισμικό πόλεμο σαν αυτόν δεν έχουμε μια συνηθισμένη διαμάχη διαφορετικών απόψεων και αξιών. Σε αντίθεση με άλλους πολιτισμικούς πολέμους τού παρελθόντος όπου η μία πλευρά φανέρωνε την οπτική της δίχως να περνάει το όριο […] ο χώρος των σημερινών αρνητών ενθαρρύνει επικίνδυνες στάσεις και συμμετέχει, κατά πάσα πιθανότητα, στην όξυνση του προβλήματος της επιδημίας […] Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αφήσουμε πίσω την αυταπάτη πως μπορούμε να μείνουμε ουδέτεροι περιμένοντας πως στο τέλος θα βασιλεύσει η αρμονική αλληλοκατανόηση και ο αμοιβαίος σεβασμός. Ας πούμε πως ανάμεσα σε αυτόν που σέβεται την αλήθεια και εκείνον που θαυμάζεται στον καθρέφτη τής “άποψής του” δεν χωρούν ίσες αποστάσεις κι ούτε καν η σύγκριση. Υπάρχουν περιστάσεις όπου ο μοναδικός τρόπος να τερματιστεί ένας πολιτισμικός πόλεμος είναι μια ξεκάθαρη νίκη στις ιδέες και στο πρακτικό αποτέλεσμα»· άρα «αυτή η αυστηρότητα χρειάζεται όλα τα μέσα, και την κρατική καταστολή και τον διάλογο, όπου όμως αυτός είναι δυνατός». Πράγματι έχουμε εδώ έναν πόλεμο, που δεν είναι καν μόνο ιδεολογικός… Το ζήτημα είναι με ποιο στρατόπεδο τάσσεται κανείς (και τί τον κάνει ν’ αλλάξει στρατόπεδο, όταν αλλάζει).

 

  1. David Cayley, “Questions about the current pandemicfrom the point of view of Ivan Illich”, ανάρτηση της 8ης Απριλίου 2020 (την οποίαν αμέσως αναδημοσίευσε ο Giorgio Agamben στο Quodlibet). Βλ. https://medium.com/@ddean3000/david-cayleys-questions-about-the-current-pandemic-from-the-point-of-view-of-ivan-illich-49cf2a216f20. Ο David Cayley, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός, έχει αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος τής προσωπικής του δουλειάς στην καταγραφή και δημοσίευση της σκέψης τού Ιβάν Ίλλιτς. Για τον ίδιο τον Ιβάν Ίλλιτς, μια έξοχη διανοητική φυσιογνωμία και από τους σπουδαιότερους κριτικούς τού σύγχρονου πολιτισμού, δεν χρειάζεται να πω περισσότερα εδώ· θυμίζω μόνον ότι το βιβλίο του Ιατρική νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας (ελλ. έκδ. Νησίδες 2010, μετ. Βασίλης Τομανάς) είναι η σφαιρικότερη και πιο ριζοσπαστική κριτική τής δυτικής ιατρικής που έχει γραφτεί ποτέ, έργο απαραίτητο για όποιον επιχειρεί να σκεφτεί σοβαρά τους θεσμικούς κόμβους τού ύστερου καπιταλισμού.

 

  1. Μεταξύ των πολλών κριτικών φωνών που ακούστηκαν από το εσωτερικό τού πεδίου των βιοϊατρικών επιστημών (και μπορεί εύκολα να τις βρει κάποιος στο διαδίκτυο), θα παραπέμψω ενδεικτικά μόνο σε μία, για την εμβρίθεια, την ευγένεια και την αποφασιστικότητά της: μια συνέντευξη του αυστριακού δημοσιογράφου Ferdinand Wegscheider με τον διακεκριμένο γερμανό (ταϊλανδικής καταγωγής) μικροβιολόγο κι επιδημιολόγο Sucharit Bhakdi, στις 29 Απριλίου 2020 για το αυστριακό ιδιωτικό κανάλι Servus TV (βλ. https://www.youtube.com/watch?v=Rd0UU7_Rov8&fbclid=IwAR3iNpAoYrnxfzp_0-umHfkDEnUcYsVvVs48uml_gHVpKBb4-8PEc-bdD4E).

 

 

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ