Κατά τη διάρκεια διαδικτυακής εκδήλωσης, την οποία διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, έγινε «αποτίμηση» των μνημονίων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από τους δανειστές και οδήγησαν σε μεγάλη κρίση την ελληνική κοινωνία, αλλά και την ελληνική οικονομία. Η συγκεκριμένη μελέτη εκπονήθηκε μετά από ανάθεση της Κομισιόν. Ανάμεσα σε άλλα, στα 13 συμπεράσματα κρίνεται ότι η επιβολή των μνημονίων στην Ελλάδα αποτέλεσε ορθή απόφαση, αν και υπήρξαν «αστοχίες» σχετικά με τις καθυστερήσεις, στις οποίες πρωταγωνίστησαν πολιτικές δυνάμεις. Το Επιμελητήριο στέκεται στην αύξηση της ανεργίας, και τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων που ήταν «πολύ μεγαλύτερη και πιο επίμονη από ό,τι είχε προγραμματιστεί»,

Τα Συμπεράσματα που παρουσιάστηκαν:

  • Το κόστος της προσαρμογής όσον αφορά στην απώλεια του ΑΕΠ και άλλα οικονομικά στοιχεία, όπως η ανεργία, ήταν πολύ υψηλότερα από το αναμενόμενο.

  • Η μείωση των δημοσίων επενδύσεων αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη και πιο επίμονη από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 2% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2010-2011. Οι δημόσιες επενδύσεις ενδεχομένως χρησίμευαν ως μεταβλητή προσαρμογής για τη ταχύτερη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, καθώς η Κυβέρνηση αντιμετώπισε πολιτική πίεση για να αποτρέψει την άσκοπη μείωση του επιπέδου της δημόσιας κατανάλωσης.

  • Ήταν οικονομικά αδόκιμο να μειωθούν οι δημόσιες επενδύσεις, δεδομένου του αντίκτυπου, που είχαν στη μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας.

  • Ένα μεγάλο μέρος της πτώσης του ΑΕΠ και της ταυτόχρονης αύξησης του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να εξηγηθεί από την απώλεια εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να επιστρέψουν στα επίπεδα εμπιστοσύνης που παρατηρήθηκαν πριν από το πρώτο πρόγραμμα.

  • Διάφορες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση των προσδοκιών προς μια πιο ευνοϊκή ισορροπία. Το ένα είναι μια παλιότερη χρονικά αναδιάρθρωση του χρέους. Άλλο μέτρο, είναι μια προγενέστερη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να ηρεμήσει τις αγορές υποσχόμενη να «κάνει ό,τι χρειάζεται» και να διασφαλίσει ότι η επιβίωση του ευρώ δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να υπήρχε ένα πιο ενωμένο μέτωπο μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών θεσμών, ότι το σχέδιο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους θα εφαρμοζόταν πλήρως και χωρίς καθυστερήσεις.

  • Κοιτάζοντας την αγορά εργασίας, η ονομαστική αύξηση των μισθών προσαρμόστηκε σταθερά στις οικονομικές επιδόσεις, ιδίως από το 2010, ως επακόλουθο των διαπραγματεύσεων του προγράμματος. Τα αποτελέσματα της εκτίμησης δείχνουν ότι η ελληνική προσαρμογή των μισθών τείνει να συμπεριφέρεται διαφορετικά από την αντίδραση του μέσου μισθού σε άλλα προγράμματα προσαρμογής, που εφαρμόστηκαν μετά το 2010.

  • Τα αποτελέσματα χρωματίζουν μια μικτή εικόνα που απαιτεί μια βαθύτερη μελέτη της ελληνικής εμπειρίας. Ενώ στα τρία προγράμματα η πρόοδος ήταν άνιση, τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης προτείνουν ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο επιτεύχθηκαν τόσο οι δημοσιονομικές προσαρμογές όσο και οι προσαρμογές στην αγορά εργασίας. Αυτό, ωστόσο, προήλθε με υψηλό κοινωνικό κόστος και εις βάρος ορισμένων βασικών τομέων, όπως οι δημόσιες επενδύσεις, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη και τη μακροπρόθεσμη δυναμική της οικονομίας. Υποθέτουμε ότι εάν οι διεθνείς και οι τοπικές αρχές ενεργούσαν με συντονισμένο τρόπο νωρίτερα, ορισμένες από τις μακροοικονομικές δαπάνες θα είχαν αποφευχθεί.

  • Το ΔΝΤ και η ΕΕ αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς οργανισμούς, οι οποίοι είχαν ουσιαστικά διαφορετικά μερίδια στην ελληνική κρίση. Αυτό επηρέασε τους όρους χρηματοδότησης και την απόφαση παροχής πρόσθετης χρηματοοικονομικής στήριξης, όπου και τα δύο είχαν αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του χρέους.

  • Ο πρωταρχικός στόχος των προγραμμάτων μετακινήθηκε από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της αγοράς, στο πρώτο πρόγραμμα, στη σαφή βιωσιμότητα του χρέους και στη βιώσιμη πρόσβαση στην αγορά στα ακόλουθα δύο.

  • Το πρώτο πρόγραμμα δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της αγοράς. Ο σύντομος χρονικός ορίζοντας και η εμπροσθοβαρής προσαρμογή δεν είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρέους και η αξιοπιστία δεν αποκαταστάθηκε. Το δεύτερο πρόγραμμα εκτροχιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικές πολιτικές εκδηλώσεις. Μόνο μετά το τρίτο πρόγραμμα αποκαταστάθηκε η πρόσβαση στην αγορά για την Ελλάδα, με αποδεκτά επιτόκια. Στην πράξη, το ελληνικό χρέος ήταν, και εξακολουθεί να είναι, σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των επίσημων δανειστών, οι οποίοι εφαρμόζουν πολύ ευνοϊκούς όρους, τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και προς τα επιτόκια.

  • Η ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε να πιέσει να προηγηθεί ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του χρέους με τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα πριν από το PSI. Βέβαια, τη δεδομένη χρονική στιγμή οι ευρωπαίοι εταίροι μας ήταν απολύτως αρνητικοί σε ένα τέτοιο σενάριο.

  • Συνολικά, οι αλλαγές στους όρους δανεισμού από τον EFSF και τον ESM είχαν θετικό αντίκτυπο στο έλλειμμα και στη βιωσιμότητα του χρέους, διευκολύνοντας την επιστροφή στις αγορές.

  • Τέλος, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ήταν μία σταθερά στα τρία προγράμματα. Η αξιολόγηση της εφαρμογής και των επιπτώσεων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων βασίζεται σε αποδείξεις καθυστερήσεων και έλλειψης πολιτικής και δημόσιας υποστήριξης.

Απόλυτα ικανοποιημένος με το δεύτερο μνημόνιο ο Σταϊκούρας

Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, δήλωσε απόλυτα ικανοποιημένος με τα όσα επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό από το δεύτερο μνημόνιο, «συνιδιοκτησίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, υποστηρίζοντας πως «στο 2ο Πρόγραμμα, το 2012, διορθώθηκαν πολλά από τα λάθη και τις καθυστερήσεις του 1ου Μνημονίου»,. Στάθηκε στο ότι ικανοποιήθηκαν οι μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που επέβαλλαν οι δανειστές και στην «ανταγωνιστικότητα» που αναπτύχθηκε στην ελληνική οικονομία.

«Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο 2ο Πρόγραμμα, το 2012, διορθώθηκαν πολλά από τα λάθη και τις καθυστερήσεις του 1ου Μνημονίου. Λάθη που είχαν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, απόκλιση από τους στόχους, σημαντικές αστοχίες στην αποτελεσματικότητα των μέτρων, και πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας, αλλά και του εγχειρήματος. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, τα λάθη δεν προήλθαν μόνο από την ελληνική πλευρά, αλλά και από την πλευρά των δανειστών. «Όπως τονίζεται και στη μελέτη, υπάρχει πλέον μια γενική συναίνεση, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των θεσμών, ότι ο χρόνος, η ποιότητα, η διάρκεια και η ισορροπία της προσαρμογής, καθώς και οι στόχοι των προγραμμάτων, δεν ήταν απολύτως κατάλληλοι. Όμως, κατά τη διάρκεια του 2ου Προγράμματος επιμηκύνθηκε η περίοδος προσαρμογής, τροποποιήθηκε το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, μειώθηκε σημαντικά το ύψος και βελτιώθηκε το “προφίλ” του χρέους, αποπληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του Δημοσίου, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές και ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και υλοποιήθηκαν μειώσεις φορολογικών συντελεστών, παρά τις αντιρρήσεις των δανειστών.

Η ιδιοκτησία του Προγράμματος είναι σημαντική για την επιτυχία του. Κανένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής δεν είναι άκαμπτο και ανελαστικό (…).Η δημοσιονομική πειθαρχία, αν και αναγκαία, δεν είναι από μόνη της ικανή για την έξοδο από την κρίση (…) Οι σωστοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και το κατάλληλο μείγμα πολιτικής είναι σημαντικά για την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας (…) Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, λόγω του υψηλού πολλαπλασιαστή, είναι κρίσιμο για την αναπτυξιακή προοπτική μίας χώρας (…)Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η οποία απειλείται από την αύξηση της φτώχειας και την ανισοκατανομή του εισοδήματος κρίνεται απαραίτητη για την επιτυχία των προγραμμάτων».

Ο Στουρνάρας χαρακτήρισε μονόδρομο τη συνέχιση των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων μετά την πανδημία

Σημειώνεται ότι ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ)  και πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, ισχυρίστηκε ότι τα μνημόνια που γονάτισαν την ελληνική κοινωνία και οικονομία αποτελούσαν ουσιαστικά μονόδρομο, καθώς με τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και τις «γενναίες» μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές, «με πολύ ευνοϊκούς όρους». Τόνισε ότι έπρεπε να έχουν τρέξει πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ένταση οι αποκρατικοποιήσεις προς όφελος των ιδιωτών, χαρακτηρίζοντας «λαϊκιστές» όσους προέβαλαν αντιστάσεις σε αυτά τα σχέδια. Αναφερόμενος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), άφησε να εννοηθεί πως θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει νωρίτερα το ξεπούλημα περιουσιών, ενώ επισήμανε πως θα πρέπει να συνεχιστεί άμεσα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων λιτότητας. Δήλωσε ότι οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030.