του Γιώργου Ρήγα

Λίγες μέρες πριν το τέλος του 2018 ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου κήρυξε πρόωρες εκλογές για τον Απρίλιο του 2019. Η πρωτοβουλία του δείχνει να είναι καλά μελετημένη καθώς οι δημοσκοπήσεις τον ευνοούν και οι αντίπαλοι κάθε άλλο παρά ενωμένοι είναι. Για την ακρίβεια η μόνη σοβαρή ανησυχία του ισραηλινού πρωθυπουργού αφορά στις έρευνες για διαφθορά και στις κατηγορίες που αναμένεται να του απαγγείλει ο γενικός εισαγγελέας Αβιχάι Μανντλεμπλίτ. Και αυτό γιατί η μείζονα αντιπολίτευση στο Ισραήλ είναι κατακερματισμένη. Το ίδιο ισχύει και στο πολιτικό φάσμα δεξιά του Νετανιάχου, όπου νέοι φορείς και σχηματισμοί παίρνουν θέση στην κούρσα για λίγες έδρες στη νέα Κνεσέτ, την ισραηλινή αντιπροσωπεία. Σε αυτό λοιπόν το σκηνικό προσφάτως εμφανίστηκε ένα κόμμα που δύναται να αλλάξει τις ισορροπίες. Όχι γιατί μπορεί να ξεπεράσει το κυβερνών Λικούντ, αλλά γιατί μπορεί να γίνει ο ρυθμιστής της επόμενης μέρας. Το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι το όνομα, τα στελέχη και η επίσημη ατζέντα του νέου κόμματος είναι πρακτικά αδιάφορα. Το μόνο που έχει σημασία είναι η ταυτότητα του ιδρυτή του που μάλιστα δεν χρειάζεται να δώσει συνεντεύξεις και ομιλίες για να γίνει γνωστός. Και αυτό διότι για τον Μπένι Γκαντζ, μιλάει η κυρίως η ιδιότητα του στρατηγού που χρημάτισε επικεφαλής του ισραηλινού γενικού επιτελείου. Μάλιστα, o τρόπος που ο Γκάντζ θέλει να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα δεν είναι καθόλου παράδοξος ή ανορθόδοξος για τα ισραηλινά δεδομένα.

Για όλους εκείνους που υποστηρίζουν το Ισραήλ στα διάφορα διεθνή φόρα και πλατφόρμες υπάρχει ένα κοινό αφήγημα που θέλει το εβραϊκό κράτος όχι ως προμαχώνα αποικιοκρατίας, αλλά ως όαση δημοκρατίας σε μια έρημο αντιδραστικών και καταπιεστικών καθεστώτων. Σε αυτό το πλαίσιο, αναπαράγονται μια σειρά από επιχειρήματα που παραπέμπουν στην ελευθερία του λόγου, το κράτος δικαίου, τις διαφανείς εκλογές, τη χρήση της απλής αναλογικής και την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Σε μια πρώτη ανάγνωση τα παραπάνω δεν είναι αμελητέα επιτεύγματα αλλά στο τέλος της ημέρας ενδεχομένως έχουμε να κάνουμε με φύλα συκής που δεν μπορούν να κρύψουν τόσο τον ελέφαντα στο δωμάτιο, όσο και κάποια άλλα σημαντικά πράγματα.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο φυσικά είναι η χρόνια και παράνομη κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών καθώς και η συνακόλουθη πολυποίκιλη καταπίεση του παλαιστινιακού λαού. Διότι μπορεί, για παράδειγμα, το Gay Pride του Τελ Αβίβ να περιποιεί τιμή στις ισραηλινές αρχές, αλλά όταν αυτό μπαίνει στη ζυγαριά με την μεσαιωνικού τύπου πολιορκία που έχουν επιβάλλει οι ίδιες αρχές από το 2007 λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, δηλαδή στη Λωρίδα της Γάζας, τότε η όποια θετική εντύπωση χάνεται.

Όμως τα ζητήματα της ισραηλινής δημοκρατίας δεν περιορίζονται στις αυθαιρεσίες που, με όχημα τις ένοπλες δυνάμεις, συντελούνται στα κατεχόμενα εδώ και δεκαετίες. Στα λεγόμενα εδάφη του 1948 ζουν Άραβες που αντιμετωπίζονται καχύποπτα από τις αρχές ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Για την ακρίβεια ως πολίτες τρίτης κατηγορίας διότι υπάρχουν και οι Μιζραχίμ Εβραίοι, δηλαδή οι Εβραίοι με καταγωγή από τη Μέση Ανατολή, που είναι θύματα διακρίσεων από τους Ασκενάζι Εβραίους. Οι Ασκενάζι είναι Εβραίοι από την Ευρώπη που μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη και έκτοτε έχουν τον κυρίαρχο λόγο στην εκεί εβραϊκή κοινότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως στη συγκεκριμένη παράμετρο, μεταξύ άλλων, είχε αναφέρει και ο Αραφάτ στον λόγο του ενώπιον της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ το 1974.

Με άλλα λόγια, η δημοκρατία και τα επιτεύγματα που περιγράφουν οι θιασώτες του Ισραήλ τελικά αφορά μόνο μια κοινότητα που ζει εκεί. Αλλά το ζήτημα έχει και άλλες προεκτάσεις. Είναι αλήθεια ότι εκλογές στο Ισραήλ διεξάγονται συχνά και με διαφανή τρόπο. Είναι επίσης αλήθεια πως παρά τα σοβαρά θέματα ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα, το σύστημα που προκρίνεται είναι η απλή αναλογική. Όμως οι εκλογές διεξάγονται με λίστα, δηλαδή οι αρχηγοί των κομμάτων διαλέγουν ποιοι θα είναι οι βουλευτές τους. Αλλά και μετά την εκλογή των μελών της, δεν επαφίεται στην Κνεσέτ να πάρει κρίσιμες αποφάσεις στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Αντίθετα είναι αρμοδιότητα του πρωθυπουργού και ενός τμήματος του υπουργικού συμβουλίου να αποφασίσει αν, φερειπείν, θα γίνει μια εκτεταμένη στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα ή όχι. Επιπλέον, σε αυτές τις κλειστές συνεδριάσεις  λαμβάνονται πάντα σοβαρά υπόψη οι εισηγήσεις του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας. Και αυτή η εμπιστοσύνη των πολιτικών στον επαγγελματισμό των στρατηγών προκύπτει σχεδόν αβίαστα καθώς οι δύο αυτοί θεσμοί στο Ισραήλ είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Η επιλογή για το ποιοι αξιωματικοί θα προβιβαστούν στα ανώτατα κλιμάκια είναι πρακτικά πολιτική απόφαση. Από την άλλη, πολλοί στρατηγοί μετά την αποστρατεία τους μεταπηδούν στην πολιτική.
Το δημοκρατικό έλλειμμα στο Ισραήλ σήμερα μπορεί να μην είναι εμφανές γιατί κανένας από τους πρόσφατους πολέμους και τις επιχειρήσεις που αποφασίστηκαν ερήμην της Κνεσέτ δεν είχαν τη διαφωνία της. Όμως αν κανείς δει προσεκτικά τα δεδομένα θα διαπιστώσει πως τυπικά δεν υπάρχουν οι εγγυήσεις ότι θα τηρηθεί η κοινοβουλευτική και δημοκρατική τάξη σε ένα υποθετικό αντίστροφο σενάριο. Με άλλα λόγια ίσως η Κνεσέτ να έχει σιωπηρά και ασυνείδητα περιέλθει στο επίπεδο του Ράιχσταγκ της Γερμανίας του Κάιζερ. Υπενθυμίζεται πως τον Ιούλιο του 1917 το γερμανικό κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της κατάπαυσης του πυρός και εξεύρεσης ειρηνικής διευθέτησης με τις δυνάμεις της Αντάντ. Η απόφαση του Ράιχσταγκ αποδείχτηκε άνευ ουσίας γιατί οι στρατηγοί, που στο μεταξύ είχαν αναλάβει την πραγματική εξουσία, θεώρησαν πως εκείνοι ήξεραν καλύτερα και συνακόλουθα πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων την κοινοβουλευτική εισήγηση.

Η μιλιταριστική πλευρά του ισραηλινού κράτους δεν είναι κάτι καινούργιο. Ο Μπένυ Γκαντζ δεν κάνει κάτι πρωτότυπο. Απλά προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τα παράσημα του. Προφανώς ονειρεύεται να αναλάβει ένα υπουργικό θώκο με προίκα κάποιες δεκάδες χιλιάδες ψήφους που τις θεωρεί τόσο δεδομένες, ώστε να μην κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια για να απευθυνθεί στο εκλογικό σώμα. Πιθανότατα ο Γκαντζ να είχε πολιτικές φιλοδοξίες από τότε που κατατάχτηκε καθώς έβλεπε ποιοι κυβερνούσαν στη χώρα του από την ίδρυση της το 1948. Το Ισραήλ δεν θα είχε υπάρξει ποτέ αν δεν είχε στηριχτεί στα όπλα. Ήταν μοιραίο λοιπόν όσοι διακρίθηκαν στους πολέμους με τους Άραβες να έχουν την ευκαιρία να ανελιχθούν πολιτικά και ίσως γι’ αυτό στάθηκε τόσο δύσκολο για το εβραϊκό κράτος να ακολουθήσει μια πιο φιλειρηνική πορεία.

Έτσι, άνθρωποι σαν τον Νταγιάν, το Μπέγκιν, το Σαμίρ, το Ράμπιν, τον Μπαράκ και το Σαρόν έμελε να πρωταγωνιστήσουν στα πολιτικά πράγματα. Ακόμα και ο Νετανιάχου ίσως να μην ήταν στη θέση που είναι σήμερα αν δεν είχε θητεύσει 5 χρόνια σε επίλεκτη μονάδα του ισραηλινού στρατού. Ομοίως, ένας από τους επίδοξους δελφίνους του, ο εν ενεργεία υπουργός παιδείας Ναφτάλι Μπένετ, σχεδόν σε κάθε συνέντευξη που δίνει υπενθυμίζει τη συμμετοχή του σε αμφιλεγόμενες επιχειρήσεις στο Λίβανο. Με το πολιτικό παιχνίδι δομημένο με αυτούς τους κανόνες, άνθρωποι σαν τον Μπένι Γκαντζ θα εξακολουθήσουν να έχουν το προβάδισμα. Όμως, με δεδομένη την ελευθέρια έκφρασης και πολιτικής δράσης στο Ισραήλ προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο είναι άμοιρη ευθυνών η κοινωνία για την γενική πορεία που ακολουθεί η χώρα. Η απάντηση, καίτοι δύσκολη, είναι απλή. Η μεγαλύτερη ευθύνη για το ιδιότυπο «Γκοβέρνο Μιλιτάρε» στους Αγίους Τόπους βαραίνει τους Ισραηλινούς πολίτες για τον απλούστατο λόγο ότι η αλλαγή είναι αδύνατο να έρθει χωρίς αυτούς.