Όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο στο Ντακάρ, ένιωσα πάλι εκείνο το γνώριμο συναίσθημα που έχω πάντα όταν βρίσκομαι στην Αφρική: ότι επιστρέφω. Αυτή την αίσθηση του οικείου, μια πρωτόγονης ελευθερίας και συνάμα  μιας γλυκιάς προσμονής. Όλα αυτά με μια γερή δόση εξωτισμού που για τον Ευρωπαίο είναι διάχυτη.  Το ταξίδι με το λεωφορείο από το αεροδρόμιο μέχρι τη μικρή κοινότητα έξω από το Ντακάρ που θα μείνω διαρκεί μια ώρα. Με αφήνει στον σταθμό από όπου προσπαθώ να βρω ταξί. Το βαθύ σκοτάδι φωτίζουν μόνο τα φώτα από τα αυτοκίνητα και οι λάμπες στα αυτοσχέδια κιόσκια που πουλάνε από ρύζι μέχρι παπούτσια και φάρμακα. Παιδιά και άνθρωποι σε αυτοσχέδιες αναπηρικές καρέκλες ζητιανεύουν, αδέσποτα σκυλιά περιφέρονται και οι μυρωδιές όλων αυτών μπερδεύονται με τον ιδρώτα, τα ούρα και το φαγητό που τηγανίζουν στις γωνίες. Δυσκολεύομαι πολύ να βρω ταξί -αφού χρειάστηκε να απορρίψω σχεδόν όλα όσα σταμάτησαν λόγω της τιμής των λευκών που μου ζητάνε. Ξαφνικά μια φράση έρχεται στο μυαλό μου- εγώ μπορώ να φύγω. Είναι ένα κείμενο που είχα γράψει πριν αρκετά χρόνια, όταν ζούσα στην Ουγκάντα. Σου αρέσει η Αφρική λοιπόν; Ναι γιατί εγώ μπορώ να φύγω. Μα γιατί το θυμήθηκα τώρα αυτό;

Αυτή η πρόταση νιώθω να συγκρούεται με όλα όσα σκεφτόμουν πριν. Τα χρώματα, τους ήχους, την απλότητα της ζωής που συναντάς εδώ. Μια συνεχής αντίθεση ανάμεσα σε μια ζωή που συνεχώς παλεύεις να επιβιώσεις, που τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν σου χαρίζεται.

Το ταξί κάνει διάφορες μανούβρες μέχρι τελικά να φτάσουμε στην περιοχή που θα μείνω. Είμαστε πολύ κοντά στη θάλασσα, τόσο ώστε  να ακούς τον ήχο των κυμάτων. Φτάνει σαν μια απόκοσμη βουή στα αυτιά και ο αέρας μυρίζει αλάτι.
Εδώ η ζωή έχει τους δικούς της ρυθμούς. Πρέπει να τους δεχτείς και να αφεθείς, διαφορετικά δεν θα αντέξεις. Ήρθα χωρίς κανένα δίχτυ προστασίας. Δεν έχω πίσω μου έναν διεθνή οργανισμό ή μια εταιρία για την οποία εργάζομαι, να με προστατεύει και να μου δίνει οδηγίες.  Δεν μένω καν στις περιοχές που θα διάλεγαν οι τουρίστες και οι «expats», τα προστατευμένα σπίτια είναι πολύ μακριά από αυτή την κοινότητα.

Με την Αφρική δεν υπάρχει μέση κατάσταση. Εάν δεν έχεις το σύνδρομο του «σωτήρα» ή το μανδύα του ανθρωπιστή, ή θα την λατρέψεις ή θα την μισήσεις. Έχει πολύ σκοτάδι και πολύ φως συγχρόνως. Συχνά είναι τόσο δύσκολο να τα ξεχωρίσεις σε μια τόσο πολυεπίπεδη πραγματικότητα, όπου το «σωστό» και το «λάθος», το «καλό» και το «κακό» συμπορεύονται και συμπληρώνει το ένα το άλλο.

Ο καιρός είναι δροσερός για τα δεδομένα της Σενεγάλης. Ο ήλιος δεν είναι  αρκετά καυτός ώστε να ζεστάνει το νερό που πλενόμαστε και κάθε πρωί παίρνω μια βαθιά ανάσα, σφίγγω τα δόντια και ρίχνω πάνω μου έναν κουβά με παγωμένο νερό. Στο μυαλό μου έρχεται το bucket challenge που είχε συνεπάρει τα social media πριν από δύο χρόνια. Το αποτέλεσμα του παγωμένου νερού το είδα γρήγορα: εκτός από το σφριγηλό δέρμα μου άφησε και ένα δυνατό συνάχι.

Μετά το μπάνιο θα κατέβουμε να βρούμε πρωινό. Στα κιόσκια της γειτονιάς- που θυμίζουν τα μικρά μπακάλικα των παιδικών μου χρόνων στην Κρήτη- μπορείς να αγοράσεις αυγά, κρεμμύδια και λάδι. Λες στον παντοπώλη να σου βάλει 100 φράγκα λάδι και σου γεμίζει ένα σακουλάκι με ένα πηχτό κίτρινο υγρό. Είναι φυστικέλαιο και είναι τόσο κίτρινο και πηχτό που το πέρασα για βούτυρο. Το φιστίκι  είναι ένα από τα βασικά προϊόντα της Σενεγάλης, η οποία το εξάγει κυρίως ως λάδι. Η καλλιέργεια του φιστικιού αναπτύχθηκε τη δεκαετία του '60 υπό τη καθοδήγηση των Γάλλων  και γρήγορα αντικατέστησε σχεδόν όλες τις βασικές καλλιέργειες της χώρας και έγινε το βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Όπως συμβαίνει όμως με όλες τις μονοκαλλιέργειες, η ιστορία δεν έχει αίσιο τέλος. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 η παραγωγή άρχισε να φθίνει για να φτάσει σε δραματικά επίπεδα στα επόμενα χρόνια. Το κράτος – που μέχρι τότε με την συμβουλή της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ιδιωτικοποίησε την εθνική εταιρία φυστικέλαιου αφήνοντας  χιλιάδες αγρότες χωρίς δίκτυ προστασίας. Η ιδιωτική εταιρία αγόραζε την πρώτη ύλη σε πολύ χαμηλές τιμές από τους αγρότες και την πουλούσε σε κινέζικες εταιρίες που είχαν πλέον κατακλύσει την αγορά. Σκέφτομαι όλα αυτά καθώς ο παντοπώλης πιέζει την αντλία για να τρέξει το πηχτό κίτρινό λάδι. Ο παντοπώλης χαμογελάει, χαμογελάω και εγώ, αγοράζω μια πατάτα και τρία κρεμμύδια και φεύγω. Το πρωινό μου είναι έτοιμο.
 
Συνεχιζεται…