Αφού φάγαμε, ήπιαμε, τραγουδήσαμε, ξαναφάγαμε, ξαναήπιαμε, μετά μιλήσαμε. Ήταν μια κουβέντα που τις τελευταίες μέρες γίνεται στα κανάλια, στα σπίτια, στα ταξί, στους δρόμους εντός και εκτός συνόρων. Είναι μια κουβέντα βαριά και ασήκωτη γι’ αυτό πρέπει να γίνεται μεταξύ πολλών για να μπορέσουν να την (συν)κρατήσουν.

Ξεδιπλώσαμε τις σκέψεις και τις αγωνίες μας για την επόμενη ημέρα, για την επόμενη εβδομάδα και τα επόμενα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα. Αναλύαμε δηλώσεις και δράσεις της νέας κυβέρνησης, ο καθένας με την εμπειρία και τη γνώση που κουβαλάει, άλλος από τη σκοπιά του πατέρα-οικογενειάρχη, άλλος από τη σκοπιά του οικονομικού αναλύτη ή του δημοσιογράφου και άλλος με τη σκοπιά του νέου ανθρώπου που χτίζει σιγά σιγά το αύριο και που δεν έχει ακόμα να χάσει αλλά θέλει να προλάβει και τις απώλειες.

Συζητήσαμε για τον ΣΥΡΙΖΑ, την Ευρωπαΐκή Ένωση, το ευρώ και τη δραχμή, την Αργεντινή και τα Βαλκάνια. Διαφωνήσαμε, συμφωνήσαμε, ανεβάσαμε τόνους κατεβάσαμε εντάσεις, γελάσαμε, προβληματιστήκαμε, αναρωτηθήκαμε, απαντήσαμε, σιωπήσαμε.

Είμαι σίγουρη ότι το μοτίβο αυτής της συζήτησης επαναλαμβάνεται τις τελευταίες μέρες σε πολλές πραγματικότητες με κύριο ερώτημα τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Θα είναι καλύτερα; Θα είναι χειρότερα; Ή μήπως θα είναι πρώτα χειρότερα και μετά καλύτερα; Κι αν ναι πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό το χειρότερα; Τι θα συμβεί στο μεσοδιάστημα; Ποιος θα πληγεί και πόσο; Ποιος θα αντέξει και γιατί; Τι σιγουριά υπάρχει και από ποιον;

Όχι δεν καταφέραμε να δώσουμε τις πολυπόθητες απαντήσεις. Δεν έφτασαν οι συγκρίσεις με άλλες κοινωνίες που βρίσκονταν σε κρίση για να μας πείσουν όλους. Μερικές στιγμές δεν έφτασαν ούτε τα ίδια μας τα πιστεύω για να διώξουν τα ερωτηματικά και την αβεβαιότητα που πλανιόταν στο χώρο.

Πυρήνας της κουβέντας οι αρμοδιότητες της νέας κυβέρνησης και μέχρι που μπορεί να πιέσει, μέχρι που μπορεί να φτάσει και αν έχει τη σύμφωνη γνώμη, αν όχι του ελληνικού λαού έστω των ψηφοφόρων της, να φτάσει μέχρι τα άκρα. Αλλά πως ορίζεις τα άκρα και είσαι σίγουρος ότι δεν βρίσκεσαι ήδη στα άκρα; Με ένα δημοψήφισμα για το αν θα έχουμε ευρώ ή δραχμή; Και πως θα είναι μετά; Θα είναι άσχημα στην αρχή, σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι, αλλά πόσο άσχημα και πόσο κρατάει η αρχή; Κι αν έχουμε φτάσει ήδη στο τέλος μιας άλλης αρχής, αυτής του ευρώ; Ποιος μπορεί να μας το πει;

Ή μήπως αν φύγουμε υπογράφουμε την καταδίκη μας; Η την υπογράψαμε όταν μπήκαμε στην ευρωζώνη απλά τότε εθελοτυφλούσαμε γιατί ήταν όλα καλά και το χρήμα έρεε; Και ποιος είναι ο χαμένος αν φύγουμε από το ευρώ η Ευρώπη ή εμείς; Και πόσο μπορείς να είσαι βέβαιος ότι οι διαπραγματεύσεις θα γίνουν προς όφελος του ισχυρού; Αυτός ο ισχυρός δεν πρέπει να είναι μεγαλόψυχος απέναντι σε κοινωνίες που βρίσκονται σε κρίση, αλλιώς γιατί υπάρχει αυτή η ένωση και η κάθε ένωση. Από την άλλη αυτός ο ισχυρός μπορεί να δέχεται τα θέλω μιας λαΐκής κυβέρνησης χωρίς να έχει ο ίδιος κυρώσεις όσον αφορά την πειθαρχία άλλων χωρών όπως η Ισπανία στα μοντέλα που επιβάλλει;

Και τις αλλαγές που θα ξημερώσουν αν η διαπραγμάτευση δεν καταλήξει κάπου, οι άνθρωποι αυτού του τόπου τις γνωρίζουν; Το ότι η χώρα μας στηρίζεται στην αγροτική παραγωγή το αντιλαμβάνονται; Το ότι τα χωράφια μας είναι μια όχι αμφισβητούμενη σωτηρία το δεχόμαστε; Το ότι δεν χρειάζεται να έχουμε ο καθένας από 10 σπίτια για να νιώθουμε καλά; Το ότι προτεραιότητα μιας αριστερής κυβέρνησης πρέπει να είναι αυτοί που δεν έχουν τίποτα απολύτως και σίγουρα όχι αυτοί που έχουν υπολογιστή για να διαβάσουν αυτό το κείμενο; Το ότι καμία «επανάσταση» δε συνέβη χωρίς θυσίες και θύματα; Τα έχουμε κατανοήσει όλα αυτά; Τα ζυγίσαμε; Μάλλον το προσπερνάμε, γυρνώντας σελίδα γιατί είναι δύσκολο να τα αντιμετωπίσουμε.

Αλλά σελίδα αλλάξαμε έτσι κι αλλιώς και αυτό φάνηκε όλη την προηγούμενη βδομάδα. Προσωπική μου αλήθεια είναι ότι η τύχη μας βρίσκεται στα χέρια μας. 
Το πώς θα καταλήξει όλη αυτή η μεταβατική περίοδος διαπραγματεύσεων κανείς δε μπορεί να το γνωρίζει, το μόνο αναγνωρίσιμο είναι η θέληση για κάτι καλύτερο, για κάτι πιο δίκαιο και αναλογικό. Σίγουρα υπάρχει και ο φόβος της ματαιότητας και του μηδενισμού αλλά είναι νωρίς, νωρίς για γέλια και νωρίς για κλάμματα. Είναι αρχή που κουβαλάει όμως μεγάλο παρελθόν, είναι άλλο πλάνο στην ίδια ταινία.

Είναι νωρίς να κρίνεις, νωρίς να συγχαρείς, μπορείς όμως να αναγνωρίσεις την αξιοπιστία, την προσπάθεια και τη θέληση, εγώ τουλάχιστον τη βλέπω πια και είναι μεταδοτική. Ας δοκιμάσουμε για μια φορά, γιατί όπως λένε και στα παραμύθια ήταν μια φορά κι ένα καιρό.. Δεν υπάρχει δεύτερη ας μην την αφήσουμε να πάει χαμένη.