Εδώ θα βρείτε το πρώτο και δεύτερο μέρος της ανάλυσης.

Υπάρχει λοιπόν σύγκλιση μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Πεκίνου στο «πρόβλημα» της Βόρειας Κορέας;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι απλή. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα επιθυμούν αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας. Θέλουν όμως να γίνει με διαφορετικούς όρους και για διαφορετικούς λόγους. Για την Κίνα το ιδανικό σενάριο είναι η διατήρηση του Κιμ στην εξουσία και τις ΗΠΑ να μπαίνουν σε διαπραγματεύσεις με την Βόρεια Κορέα ώστε να κάνουν συμβιβασμούς από τις οποίες η Κίνα θα είχε όφελος -ο Κιμ θα παρέμενε στην εξουσία και θα σταθεροποιούνταν η περιοχή.

Οι ΗΠΑ φυσικά θέλουν το ίδιο από την αντίθετη πλευρά, θέλουν να σταματήσει η Κίνα κάθε στήριξη στη Βόρεια Κορέα, όπως πχ η εξαγωγή καυσίμων ώστε να δημιουργηθεί ασφυκτική πίεση στην οικονομία και έτσι η κυβέρνηση της Πιονγκγιάνγκ να καταρρεύσει -με σοβαρές συνέπειες για την Κίνα, που θα έβλεπε ξαφνικά στα σύνορά της μια τεράστια αμερικανική ζώνη επιρροής.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, και ενώ όλα φαίνονταν αδιέξοδα, εν μέσω ακυρώσεων και επαναδιαπραγματεύσεων έλαβε χώρα η  συνάντηση της 12ης Ιουνίου στη Σιγκαπούρη μεταξύ των ΗΠΑ και της Βόρειας Κορέας, η πρώτη μετά από 11 χρόνια. Αυτό δε που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, ήταν το γεγονός ότι μέχρι πριν λίγους μήνες οι ΗΠΑ και η Βόρεια Κορέα φαίνονταν να βρίσκονται στα όρια του πολέμου με τους ηγέτες των δύο χωρών να ανταλλάσσουν προσβολές και απειλές. Τον περασμένο Μάρτιο μάλιστα, ο Trump κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, αποκάλεσε τον Kim Jong Un «πυραυλάνθρωπο» ενώ προειδοποιούσε ότι αν οι ΗΠΑ αισθάνονταν ποτέ απειλούμενες, δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να καταστρέψουν εντελώς τη Βόρεια Κορέα. Ο Kim απάντησε σε αυτό το σχόλιο αποκαλώντας τον Αμερικανό πρόεδρο ”πνευματικά διαταραγμένο”.

Μπορεί τα διεθνή μέσα ενημέρωσης να χαρακτήρισαν ως έκπληξη το άνοιγμα του Kim Jong-un πρώτα προς τη Νότια Κορέα και έπειτα προς τον Donald Trump, όμως για όποιον παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην κορεατική χερσόνησο ήταν κάτι αναμενόμενο.

Τα οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα του Kim Jong-un είχαν ξεκινήσει ήδη από το 2012 όταν ανέλαβε την εξουσία. O Kim Jong-un  υιοθέτησε μια νέα οικονομική προσέγγιση, εισάγοντας γεωργικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες επέτρεπαν στους αγρότες να πουλήσουν το πλεόνασμα της παραγωγής τους για ιδιωτική χρήση ενώ παράλληλα βοήθησε στην ανάπτυξη της μεσαίας τάξης με μια σειρά από μέτρα που ευνοούσαν την ιδιωτική πρωτοβουλία και την επιχειρηματικότητα.

Παράλληλα ανήγγειλε από την αρχή τις προθέσεις του να προσεγγίσει τη Νότια Κορέα κάτι που έκανε ακόμη πιο ξεκάθαρο τα τελευταία τρία χρόνια μέσω άτυπων επαφών. Μέσω της κρατικής τηλεόρασης είχε δηλώσει ότι θα είναι έτοιμος να συζητήσει με τις ΗΠΑ εάν οι προκλήσεις εναντίον της χώρας του σταματήσουν. Ωστόσο, η εμμονή της αμερικανικής κυβέρνησης να ξεκινήσει συνομιλίες μόνο αν η Πιονγκγιάνγκ σταματήσει το πυρηνικό της πρόγραμμα καθυστέρησε κάθε διπλωματική λύση και οδήγησε σε πολεμική ρητορική και από τις δύο πλευρές.

Η πολιτική αναγνώριση της Βόρειας Κορέας και ο τερματισμός της αμερικανικής απειλής αποτελούν πάγιο αίτημα της Πιονγκγιάνγκ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο – της επιθυμίας δηλαδή για πολιτική αναγνώριση- πρέπει να εντάξουμε και την πρώτη Συμφωνία ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας του 1994, βάσει της οποίας η Βόρεια Κορέα δεσμεύτηκε να παγώσει το πρόγραμμα όπλων πλουτωνίου με αντάλλαγμα οικονομική βοήθεια και πολιτική αναγνώριση.

Παρόλο που η συμφωνία κατέρρευσε το 2002,όταν ο  George Bush ο νεότερος έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ, το 2005 επετεύχθη μια δεύτερη συμφωνία, η οποία όριζε ότι η Βόρεια Κορέα θα εγκαταλείψει το πρόγραμμα πυρηνικών και πυραύλων και θα επιτρέψει διεθνείς επιθεωρήσεις. Οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν ότι θα σταματήσουν κάθε εχθρική ενέργεια εναντίον της Βόρειας Κορέας και θα προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια, καύσιμα ενώ δεσμεύτηκαν να ”διαπραγματευτούν ένα μόνιμο καθεστώς ειρήνης στην κορεατική χερσόνησο”.

Δυστυχώς, και αυτή η συμφωνία κατέρρευσε όταν η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να τηρήσει τις δεσμεύσεις της.

Τον Ιανουάριο του 2018, η Πιονγiάνγκ ανακοίνωσε ότι η Βόρεια Κορέα θα συμμετάσχει στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του 2018 στο Pyeong Chang της Νότιας Κορέας με αθλητές και διπλωματική αντιπροσωπεία. Βορράς και Νότος μπήκαν στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών με την σημαία της κορεατικής ενοποίησης ενώ κατέβασαν κοινή ομάδα στο χόκεϊ επί πάγου γυναικών.
Ενώ τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έψαχναν να βρουν τι κρύβεται από πίσω, η Βόρεια και η Νότια Κορέα ξεπέρασαν κάθε διπλωματικό σκόπελο και στις 27 Απριλίου, πραγματοποιήθηκε – για πρώτη φορά ύστερα από 11 χρόνια- συνάντηση μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών στο Panmunjon. Εκεί υπέγραψαν τη Διακήρυξη Panmunjon, αποκαθιστώντας με αυτό τον τρόπο την «sunshine policy» της περιόδου 1998-2007.

Η δήλωση περιείχε συγκεκριμένες υποσχέσεις για κοινές οικονομικές, πολιτιστικές και αθλητικές ενέργειες, οικογενειακές επανενώσεις και δέσμευση για την πλήρη εξάλειψη όλων των εχθρικών πράξεων και τον σταδιακό αφοπλισμό της χερσονήσου.

Αν και δεν προσδιορίστηκε σε ποιους τομείς της οικονομίας της Βόρειας Κορέας θα κληθεί να συμβάλλει η Σεούλ, φαίνεται σχεδόν σίγουρο ότι ο εκσυγχρονισμός των υποδομών θα παίξει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις των δύο χωρών και σε μελλοντικές συμφωνίες. Σύμφωνα με τις νοτιοκορεατικές εφημερίδες, οι ηγέτες των δύο χωρών συζήτησαν τη δυνατότητα κατασκευής σιδηροδρομικής γραμμής ώστε να συνδεθεί ο Βορράς με το Νότο. Αυτό είχε υπαινιχθεί και ο διευθύνων σύμβουλος της South Korea Railroad Corp., Oh Young-sik, όταν δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η εταιρεία ετοιμάζεται για το ενδεχόμενο οι δύο Κορέες να συμφωνήσουν να ξαναρχίσουν τη σιδηροδρομική γραμμή Νότου-Βορρά.
Μπορεί οι συναντήσεις μεταξύ των δύο Κορεατών να φαίνονται εκ πρώτης όψεως ως αποτέλεσμα των επαφών μεταξύ βορά και νότου, τίποτα όμως στην πολιτική δεν μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο.

Ο ρόλος της Κίνας δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε καμία περίπτωση. Αρχές Μαΐου, ο Kim Jong-un επισκέφτηκε  το Πεκίνο για συνομιλίες με τον Κινέζο πρόεδρο Xi Jinping. Αυτή ήταν η δεύτερη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Κίνας, καθώς είχε προηγηθεί μια συνάντηση στις 25 Μαρτίου, ένα μήνα πριν από τη συνάντηση του Panmunjon.

Οι δύο συναντήσεις μεταξύ Kim και Xi βοήθησαν στη βελτίωση των σχέσεων με την Κίνα και ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική θέση της Βόρειας Κορέας τόσο με τις ΗΠΑ όσο και τη Νότια Κορέα. ’Ήταν και μια καλή ευκαιρία για την Κίνα να δείξει στην παγκόσμια κοινότητα τον σημαντικό της ρόλο στη βορειοκορεατική πολιτική συνεχίζοντας την σχεδόν υποστηρικτική της στάση απέναντι στη Βόρεια Κορέα. Είναι πιθανό ότι ο Kim Jong-un διαπραγματεύτηκε με τον Πρόεδρο Xi τους όρους των συζητήσεων του τόσο με τον Πρόεδρο της Νότιας Κορέας όσο και με τον Trump. Ως αντάλλαγμα ο πρόεδρος της Κίνας θα υποσχέθηκε πίεση για ελάφρυνση των κυρώσεων, ιδίως των μονομερών, καθώς και πολιτική και οικονομική υποστήριξη.
Οι εξελίξεις αυτές αποδυνάμωσαν την πάγια αμερικανική στάση της «μέγιστης πίεσης» ενώ παράλληλα απομόνωσαν τον Πρόεδρο Trump σε περίπτωση που εκείνος συνέχιζε να εμμένει σε περισσότερες κυρώσεις και πίεση.

Περίπου τρεις εβδομάδες πριν τη διάσκεψη κορυφής με τις ΗΠΑ, στις 16 Μαΐου, η Βόρεια Κορέα απείλησε να την ακυρώσει, μαζί με κάθε νέα συνομιλία με τη Νότια Κορέα, λέγοντας ότι οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές ασκήσεις ΗΠΑ – Νότιας Κορέας παραβιάζουν τις συμφωνίες του Punmunjon. Δεν ήταν όμως οι ασκήσεις που ενόχλησαν τον Βορειοκορεάτη ηγέτη, όσο οι πτήσεις με B-52 πάνω από την Κορεατική χερσόνησο, καθώς τα αεροπλάνα αυτά αποτελούν την θλιβερή ανάμνηση των βομβαρδισμών της Πιονγκ Γιανκ κατά τον πόλεμο της Κορέας.

Οι απειλές της Πιονγκ Γιάνγκ να ακυρώσουν τη συνάντηση δήλωναν και την έντονη αντίδραση της Βόρεια Κορέας στις δηλώσεις του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας τουTrump, J. Bolton, ότι η Λιβύη θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τον τρόπο αφοπλισμού της Βόρειας Κορέας. Με δεδομένη την κατάληξη του Καντάφι ύστερα από εκείνη τη συμφωνία, η Βόρεια Κορέα δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί το μοντέλο της Λιβύης.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Βόρειας Κορέας Kim Kye-gwan κατέστησε σαφές ότι οι οικονομικές επενδύσεις δεν θα δελεάσουν την Πιονγκγιάνγκ ώστε να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Σε δήλωσή του, στην βορειοκορεατική κρατική τηλεόραση, ο υφυπουργός είπε ότι ”εάν οι Η.Π.Α. προσπαθούν να μας οδηγήσουν στη γωνία για να εκβιάσουν μονομερή εγκατάλειψή των πυρηνικών, δεν μας ενδιαφέρει τέτοιος διάλογος… ”

Ο Πρόεδρος Trump έσπευσε να διευκρινίσει ότι η κυβέρνησή του δεν επιδιώκει το ”μοντέλο της Λιβύης” για τη Βόρεια Κορέα και δήλωσε ότι οι λεπτομέρειες για τη διάσκεψη κορυφής βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ πρόσθεσε ότι η Βόρεια Κορέα θα αποκτήσει ισχυρή προστασία και άφησε να εννοηθεί ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν αλλαγή ηγεσίας στη χώρα.

Και ενώ όλα έμοιαζαν έτοιμα, η συνάντηση ακυρώνεται άλλη μια φορά από την αμερικανική πλευρά αυτή τη φορά, πιθανόν σε μια προσπάθεια επίδειξης ισχύος, ώστε να μην φανεί ότι η Πιονγκγιάνγκ είχε τελικά τον τελευταίο λόγο. Ακολουθούν και άλλες διαπραγματεύσεις και ασυνήθιστα χαμηλοί τόνοι από τις δύο πλευρές, οι οποίες τελικά συμφωνούν να συναντηθούν στις 12 Ιουνίου στη Σιγκαπούρη.

Προτού δούμε τα, όχι και τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα της Συνόδου, καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι οι δύο χώρες ορίζουν την αποπυρηνικοποίηση με διαφορετικό τρόπο. Οι ΗΠΑ πιέζουν για πλήρη αποπυρηνικοποίηση, ενώ για την Βόρεια Κορέα τα πυρηνικά όπλα είναι διαπραγματευτικό χαρτί αλλά και οικονομική επιβίωση. Ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας έχει επενδύσει πολιτικά και οικονομικά στο πυρηνικό πρόγραμμα και φαίνεται πολύ απίθανο ότι θα δεσμευτεί σε πλήρη αποπυρηνικοποίηση σε αυτό το στάδιο. Μπορεί οι δηλώσεις να ήταν μεγαλόστομες και οι προσδοκίες πολλές, θα ήταν όμως ουτοπιστικό και εκτός πραγματικότητας εάν περιμέναμε ότι στη Συνάντηση της Σιγκαπούρης θα οριζόταν «οδικός χάρτης της αποπυρηνικοποίησης» της Βόρειας Κορέας όπως κάποιοι αναλυτές και μέσα ενημέρωσης ζητούσαν επίμονα.

Αναμφίβολα ο πρόεδρος Trump χρειαζόταν μια διπλωματική νίκη περισσότερο από τον Kim Jong-un, ο οποίος είχε ήδη κερδίσει τις εντυπώσεις σε επικοινωνιακό επίπεδο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε αλλάξει την εικόνα του παρανοϊκού δικτάτορα που πετάει τους συγγενείς του στα σκυλιά, με εκείνη ενός σοβαρού ηγέτη που είναι έτοιμος να διαπραγματευθεί και να κάνει υποχωρήσεις.

Η συνάντηση της Σιγκαπούρης ήταν από μόνη της μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία των δύο χωρών αλλά και της Κίνας και της Νότιας Κορέας. Είναι επίσης η αρχή μιας μακράς σειράς διαπραγματεύσεων και συναντήσεων. Επι της ουσίας δεν έδωσε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα παρά μάλλον γενικές δεσμεύσεις οι οποίες κινήθηκαν μέσα στο πνεύμα της Διακήρυξης του Panmunjon που είχε υπογραφεί στις 27 Απριλίου μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας. Υπήρξαν κάποια συγκεκριμένα αιτήματα, όπως ο επαναπατρισμός των οστών  των Αμερικανών στρατιωτών που είχαν χάσει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας, δέσμευση από την Πιονγκγιάνγκ ότι δεν θα  προχωρήσει σε εκτοξεύσεις πυραύλων και φυσικά η αναπάντεχη δήλωση Trump ότι θα σταματήσουν οι κοινές ασκήσεις ΗΠΑ- Νότιας Κορέας. Η δήλωση αυτή προκάλεσε περισσότερες αντιδράσεις στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά στην Σεούλ, η οποία αντιμετώπισε την δήλωση αυτή με σκεπτικισμό αλλά και εγκράτεια. Αντιθέτως, στις ΗΠΑ, μέσα ενημέρωσης και αναλυτές κατακεραύνωσαν την ανακοίνωση υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ρήγμα στης σχέσεις ΗΠΑ και Νότιας Κορέας, ενώ κάποιοι αναλυτές έγραψαν ότι ο Πρόεδρος Trump παρέδωσε την ΒΑ Ασία στην Κίνα.

Όσο γενικές και αν μοιάζουν οι δηλώσεις της Συνόδου, το σίγουρο είναι ότι λεπτομέρειες θα συγκεκριμενοποιηθούν σε επόμενες διαπραγματεύσεις και συναντήσεις οπότε και θα φανεί σταδιακά ο αντίκτυπος της συνάντησης.


Εφημερίδες, Πιονγκγιανγκ, Αύγουστος 2013. Φραγκίσκα Μεγαλούδη.

Τα ΜΜΕ ή τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους…

Όπως ήταν αναμενόμενο, το ενδιαφέρον του παγκόσμιου τύπου για την ξαφνική φιλία ΗΠΑ -Βόρειας Κορέας, ήταν τεράστιο.  Αρχικά υπήρξε μια γενική αυτοσυγκράτηση. Ο Guardian, το Reuters, το BBC, οι New York Times  (για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα) ξαφνικά σταμάτησαν να χρησιμοποιούν λέξεις όπως ο «παρανοϊκός δικτάτορας», το «απομονωμένο κράτος», ο «βορειοκορεάτης τύρανος». Άκόμα και η χρήση της λέξης «κομμουνιστικό καθεστώς» ξεχάστηκε για λίγες μέρες. Αντιθέτως αποκαλούσαν τον Kim Jong-un ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κύριο Kim, ή αναφέρονταν στην ηγεσία χωρίς να χρησιμοποιήσουν τη λέξη καθεστώς. Υπήρξαν βέβαια και κάποιες παραφωνίες, όπως για παράδειγμα ο Independent όταν σε αναλύτικο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 11 Ιουνίου, περιγράφει ότι -σύμφωνα με ανώνυμες αλλά αξιόπιστες πηγές-ο Kim Jong-un έφερε μαζί του στη Σιγκαπούρη, την φορητή του τουαλέτα επειδή φοβόταν ότι οι μυστικές υπηρεσίες θα υποκλέψουν τα κόπρανα του και θα συλλέξουν πληροφορίες για την ζωή του. Ανέφερε επίσης ότι είχε φέρει το δικό του φαγητό και δεν θα έτρωγε στο κοινό γεύμα εργασίας από το μενού, κάτι που τελικά διαψεύστηκε όταν ο Kim συνέφαγε τελικά μαζί με τον Trump το προκαθορισμένο μενού.

Όμως η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο διεθνής τύπος ήταν αξιοσημείωτη. Υπήρξε βέβαια και η αναφορά του καναλιού Fox,  όταν στην εκπομπή Fox & Friends της Abby Huntsman στις 10 Ιουνίου, η παρουσιάστρια αναφέρθηκε στην επικείμενη συνάντηση ως η «συνάντηση των δύο δικατόρων». Η παρουσιάστρια αργότερα ζήτησε συγγνώμη για την αναφορά της, είναι όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς σταδιακά ο τύπος άρχισε να ψάχνει τρόπους να υποβαθμίσει έμμεσα την συνάντηση, προτού ακόμα λάβει χώρα.

Ο τρόπος με τον οποίον μετέφεραν στο κοινό τα νέα της Συνόδου τα δυτικά μέσα ενημέρωσης σε σχέση με τα κορεατικά είναι επίσης ένα σημείο που αξιζει να σταθεί κάποιος. Όπως γράφει στην νοτιοκορεατική εφημερίδα The Korean Herald, ο δημοσιογράφος Jo He-rim, η συνάντηση  Trump-Kim μεταδόθηκε σε γιγαντοοθόνη στον κεντρικό σταθμό της Σεούλ. Την στιγμή που οι δύο ηγέτες έσφιγγαν τα χέρια, οι νοτιοκορεατες που παρακολουθούσαν την οθόνη ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Αντιθετα ευρωπαίοι και αμερικανοί τουρίστες που έτυχε να βρίσκονται εκεί παρέμειναν πορβληματισμένοι και όπως δήλωσαν στον δημοσιογράφο, δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί χειροκροτούν οι νοτιοκορεάτες. Οι δύο αυτές αντιδράσεις, μπορεί κάποιος να τις θεωρήσει μεμονωμένες, είναι όμως χαρακτηριστικές του πώς έχει διαμορφωθεί η κοινή γνώμη στη Δύση.

Αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό στα δημοσιεύματα που ακολούθησαν την Σύνοδο. Αναλυτές και δημοσιογράφοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τα αποτελέσματα μηδαμινά. Η Washington Post με κεντρικό άρθρο στις 12 Ιουνίου και με μια σειρά άρθρων γνώμης που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, αναφέρει ότι η Σύνοδος δεν ήταν παρά ένας θρίαμβος της προπαγάνδας του Kim Jong-un ενώ ο Donald Trump του έδωσε τα πάντα και δεν πήρε τίποτα σε αντάλλαγμα. Στο ίδιο κλίμα ο Independent κάνει εκτενής αναφορά στις ανησυχίες των πολιτικών αναλυτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την Σύνοδο με σκεπτικισμό ενώ την χαρακτηρίζουν ως  θεατρικό έργο και όχι Σύνοδο επι της ουσίας.

Ο δημοσιογράφος Rachel Maddow του καναλιού MSNBC, και συγγραφέας του πρώτου σε πωλήσεις στη Νέα Υόρκη βιβλίου The Unmooring of American military power, στο οποίο καυτηρίαζε την εξάρτηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στον πολεμο, τώρα κατακεραύνωνε την δήλωση Trump να σταματήσει τις πολεμικές ασκήσεις και εξοπλισμούς στη Νότια Κορέα.

Ο Jonathan Freedland έγραφε στον Guardian ότι η Συνάντηση ήταν μια ιστορική στιγμή του Kim Jong-un, επαναλαμβάνοντας ότι οι ΗΠΑ δεν κέρδισαν τίποτα,φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να γράψει ότι οι προηγούμενες αποτυχημένες συμφωνίες του 2005 ήταν καλύτερες και πιο συγκεκριμένες.

Διαβάζοντας κανείς τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, έχει την εντύπωση ότι η Συνάντηση των δύο ηγετών ήταν ένα κακόγουστο αστείο που θα καταλήξει σε πλήρη καταστροφή της Νότιας Κορέας και θα καταλυσει την παγκόσμια ειρήνη.
Εάν όμως ανατρέξουμε στο πως είδε ο νοτιοκορεατικός τύπος την ίδια συνάντηση, θα παρατηρήσουμε ότι, παρόλη τη συγκρατημένη αισιοδοξία, χαιρετίζουν την Σύνοδο ως ένα μεγάλο βήμα προς την χαλάρωση των εντάσεων στην περιοχή τους, ενώ το 81% των νοτιοκορεατών δήλωσε την υποστήριξη του στις συνομιλίες.
Δεν χρειάζεται να γράψει κάποιος περισσότερα για να αντιληφθούμε την παράνοια και τη χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούμε την Σύνοδο ως πανάκεια όλων των δεινών στην περιοχή. Είναι ένα σημαντικό βήμα, το οποίο ο διεθνής τύπος, οι αναλυτές και τα διάφορα think-tanks οφείλουν να στηρίξουν με εγκράτεια και αναμονή.

Δυστυχώς όμως οι αντιδράσεις τους θυμίζουν περισσότερο φόβο ότι αν επιτεχθεί ειρήνη στην περιοχή θα μείνουν άνεργοι παρά ψύχραιμη ανάλυση.
Στην παγκόσμια διπλωματία οι δυναμικές αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς. Τα ίδια μέσα ενημέρωσης και τα think-tanks κάποτε χαιρέτιζαν τον σαουδάραβα πρίγκηπα Muhammad bin Salman ως τον νέο μεταρρυθμιστή στη Σαουδική Αραβία, παρόλο που είχε προχωρήσει σε διώξεις, εξαφανίσεις και συλλήψεις όλων όσων αμφιβητούσαν τις πολιτικές του. Στην περίπτωση αυτή ο πρίγκηπας δεν ήταν ένας αιμοσταγής δικτάτορας που σκοτώνει τους αντιπάλους του, αλλά ρεαλιστής και σκληρός μεταρρυθμιστής.

Οι επόμενοι μήνες, ίσως και χρόνια, θα δείξουν τον πραγματικό αντίκτυπο της Συνόδου. Η Βόρεια Κορέα σταδιακά μεταμορφώνεται. Η οικονομία της μεταρρυθμίζεται και οι επιρροές της Δύσης είναι ολο και πιο φανερές. Η διαφορά με άλλες χώρες που πέρασαν τις ίδιες διαδικασίες, είναι ότι μέχρι σήμερα, κατάφερε να το κάνει, χωρίς έξωθεν επεμβάσεις (με εξαίρεση ίσως την στήριξη της Κίνας). Ο λιμός του 1990 ήταν το κομβικό σημείο που άλλαξε τις δυναμικές της οικονομίας αλλα΄και του τρόπου που οι πολίτες αντιλαμβάνονται την κεντρική εξουσία. Είναι μια διαδικασία που εδραιώθηκε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, εν μέσω αναταραχών που όμως δεν κατάφεραν να αλλάξουν τα δεδομένα.

Σε έναν κόσμο λεπτών ισορροπιών, όπου οι εξελίξεις τρέχουν,  είναι δύσκολο να προβλέψουμε με ακρίβεια τι πρόκειται να συμβεί. Καθώς κανείς μας δεν διαθέτει την μαγική σφαίρα που δείχνει το μέλλον, μπορούμε μόνο να προβούμε σε υποθέσεις στηριζόμενες στις υπάρχουσες δυναμικές.

Η ανάλυση της κατάστασης στη Βόρεια Κορέα, ξεπερνάει τα στενά σύνορα της χώρας. Είναι μια σημαντική άσκηση που αποκαλύπτει όχι μόνο τις σκοτεινές στιγμές της διεθνούς διπλωματίας αλλά και εκθέτει στο ευρύ κοινό τον ρόλο που μπορούν να παίξουν τα μέσα ενημέρωσης στη  διαμόρφωση της γνώμης και της γνώσης όλων μας.

Ας το κρατήσουμε αυτό στο μυαλό, την επόμενη φορά που θα διαβάσουμε ειδήσεις για οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη.