της Τζένης Τσιροπούλου

(δημοσιεύτηκε στο 19ο τεύχος του περιοδικού «Ζην»)

Έθεσα το παραπάνω ερώτημα σε δύο φωτογράφους και τρεις πανεπιστημιακούς και αυτές είναι οι απαντήσεις τους. 

Γιάννης Κέμμος, Φωτορεπόρτερ

Πιστεύω πως όλα ξεκινάνε από τις προθέσεις με τις οποίες ο περαστικός ή ο αυτόπτης μάρτυρας σηκώνει το κινητό του να καταγράψει ένα περιστατικό που συμβαίνει μπροστά του.

Κατ’ αρχήν, πριν από αυτό θα πρέπει να αναρωτηθεί ο καθένας αν θα μπορούσε να παρέμβει σε μία κατάσταση αντί να την απαθανατίσει. Αν κάποιοι από αυτούς που τραβούσαν βίντεο ή φωτογραφίες στο περιστατικό του Ζακ είχαν βοηθήσει να επικρατήσει η ψυχραιμία και η λογική, ίσως να μην υπήρχε λόγος να καταγράφουν με τα κινητά τους τηλέφωνα αυτές τις σκηνές. Ίσως το όλο περισταστικό να μην υπήρχε ποτέ.

Ας ξεπεράσουμε όμως αυτό και ας πάμε στο σημείο που για τον οποιοδήποτε λόγο αποφασίζουν να μην παρέμβουν σε μία κατάσταση και σηκώνουν το κινητό τους τηλέφωνο να το καταγράψουν. Με τελικό σκοπό ποιον; Να έχουν κάτι να θυμούνται ως αξιοπερίεργο; Να το δείξουν στους φίλους τους για να μπορούν να πούνε ότι βρέθηκαν εκεί; Να το ανεβάσουν στα κοινωνικά δίκτυα και να κερδίσουν δημοσιότητα; Να το παραδώσουν οικειοθελώς στις Αρχές για να βοηθήσουν στην εξιχνίαση ενός περιστατικού ή για να το εκμεταλλευτούν οικονομικά και να το πουλήσουν σε όποιο ΜΜΕ δώσει τα περισσότερα; Γνωρίζω πως αρκετά από αυτά τα βίντεο βγαίνουν σε πώληση σε όποιο ΜΜΕ δώσει το απαιτούμενο ποσό.  

Πιστεύω πως η κοινωνία περνάει μία φάση. Πως δεν μπορεί να διαχειριστεί την τεχνολογία, τις ευκολίες και τα οφέλη που μπορεί να έχει από αυτή. Τα κοινωνικά δίκτυα έδωσαν φωνή και στον πιο απλό πολίτη αλλά ταυτόχρονα δείχνουν να τον έχουν παρασύρει σε μία δίνη όπου ο καθένας νομίζει ότι είναι ο ίδιος ΜΜΕ, είναι ο ίδιος αυτός που πρέπει να ενημερώνει, ή απλά θεωρούν πως μέσα από αυτά θα γίνουν γνωστοί ή διάσημοι ή “αστέρες”, όπως κι αν το αντιλαμβάνονται αυτό.

Συνέπεια αυτού είναι και η χρήση των κινητών τηλεφώνων σε αυτές τις περιπτώσεις που μελετάμε. Αποτελούν το εργαλείο που θα τους επιτρέψει από την εκμετάλλευση του υλικού που θα τραβήξουν, να αναδειχτούν σε κάτι περισσότερο ή απλά να διασκεδάσουν τον εαυτό τους.

Το δεύτερο, δηλαδή το να διασκεδάσουν τον εαυτό τους με ένα πραγματικό περιστατικό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους, θεωρώ πως είναι συνέπεια της υπερπροβολής ριάλιτι από την τηλεόραση.

Δηλαδή αυτή η συνεχόμενη προβολή και παρακολούθηση από την κοινωνία απλού καθημερινού κόσμου σε διάφορες στιγμές τις καθημερινότητα τους και η ανάδειξη αυτών σε μικρής διάρκειας “φίρμες”, έχει κάνει τον κόσμο να μπερδεύει την πραγματική ζωή με αυτό που βλέπει στην τηλεόραση. Να πιστεύει ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί παντού, να συμβεί ακόμα και στους ίδιους και το ζούνε μέσα από την οθόνη του κινητού τους σαν τηλεθεατές ακόμα κι αν συμβαίνει λίγα μέτρα μπροστά από την κάμερα της συσκευής τους.

Θεωρώ πως σταδιακά μερίδα της κοινωνίας χάνει την επαφή με την πραγματικότητα. Χάνει την επαφή με ό,τι μας κάνει ανθρώπους, αντιμετωπίζοντας τα πάντα σαν ένα ακόμα ριάλιτι.

Η τεχνολογία μάς έχει δώσει την ευκολία να καταγράφουμε και να μοιραζόμαστε σχεδόν όλες τις στιγμές της ζωής μας και της καθημερινότητας μας. Όμως το μυαλό μας είναι τελικα αυτό που θα κάνει σωστή ή λάθος τη χρήση αυτή της τεχνολογίας. Πιστεύω πως τελικά τα όρια του πότε πατάμε το “on” στην κάμερα μας, έχουν να κάνουν με το μυαλό, με την παιδεία και την ηθική μας. Πάνω σε αυτά θα στηριχθεί ο καθένας μας για να αποφασίσει μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου αν θα εμπλακεί σε μία κατάσταση, αν θα την παρακολουθήσει ή θα την καταγράψει. Και αν τελικά την καταγράψει θα το κάνει για να βοηθήσει στο να αποκαλύψει μια αλήθεια ως ενεργό μέλος μια κοινωνίας ή για να εξυπηρετήσει την αυτοπροβολή του ή να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση.

Μέσα σε κλάσματα θα πρέπει να αποδείξει τι είναι μέσα του τελικά. Άνθρωπος ή κτήνος.

Πέπη Ρηγοπούλου, Καθηγήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών

Περί ορίων

Πότε κάνεις ον και πότε κλείνεις την κάμερα; Όταν πήγα στην Κούβα σε μία τελετή Γιορούμπα, μου ζήτησαν να μην χρησιμοποιήσω τη μηχανή, φωτογραφική ήταν, που είχα μαζί μου. Υπ’ αυτόν τον όρο με δέχθηκαν να την παρακολουθήσω.  Δεν γνωρίζω αν έχουν δεχθεί άλλους παρατηρητές έκτοτε δίνοντας τους την άδεια να καταγράψουν το γεγονός αυτό. Τα ντοκυμανταίρ πάντως που καταγράφουν τις πιο μύχιες τελετές είναι πολυάριθμα σε όλον τον κόσμο.

Όταν καταγράφεις κάτι, το ίδιο το γεγονός ότι κρατάς μια κάμερα σε κάνει να  παίρνεις μια απόσταση από αυτό. Η κάμερα έχει ονομαστεί όπλο. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτήν. Γιατί παρ’ όλη την επίγνωση που μπορεί να έχει  κανείς μέσα από ιστορικά και άλλα παραδείγματα ότι η φωτογραφία ή το φιλμ μπορεί να μην είναι γνήσιο αλλά κατασκευασμένο τεκμήριο, παραμένουν και τα δύο συνδεδεμένα με το ντοκουμέντο. Αν όχι με την αλήθεια του, πάντως σίγουρα με την πραγματικότητά του. Από την άλλη πλευρά, η περιέργεια του βλέμματος, σαν μια άλλη Πανδώρα, θέλει να εισχωρήσει παντού, σε ιερούς και βέβηλους τόπους, να αποκαλύψει τα τοπία του σώματος με τις ενδοσκοπήσεις που όλο και πιο πολύ το καθιστούν διάφανο, αν και όχι τόσο συχνά θεραπευμένο. Η έκθεση του σώματος στις κάθε λογής κάμερες καταγραφής και παρακολούθησης από τον μεγάλο ή και τους πιο μικρούς αδελφούς είναι άνευ προηγουμένου. Με τη χρήση και της κάμερας του κινητού, τα χέρια που αποφασίζουν για το ον και το οφ γίνονται δισεκατομμύρια. Οι σέλφις είναι βέβαια προς το παρόν το κύριο μέλημά τους. Να απαθανατίσουν τον εαυτό τους που παλαιότερα δεν χωρούσε εύκολα στο οικογενειακό κάδρο. Όμως η έξις αυτή  απλώνεται όπως απλώνεται το χορτάρι επί της γης ανακατεμένο με αγριάδες και ζιζάνια αλλά πάντα με το πρασινίζον χρώμα της ελπίδας ότι κάτι το ωραίο, το μεγάλο, το νέο θα δεις εκεί μπροστά σου να γεννιέται κι εσύ θα το αιχμαλωτίσεις μέσα στον φακό σου. Θα είσαι ο μόνος κύριος του. Βέβαια μετά από λίγο μπορεί και να το ξεχάσεις γιατί κάτι άλλο θα σου αποσπάσει την προσοχή. Έτσι θα χαθεί σε ένα ακόμα καθάρισμα της μνήμης του κινητού σου. Όμως η ταραχή του δρόμου, η ταραχή της ζωής δεν θα πάψει να σε ελκύει.

Σε ένα ρέον περιβάλλον, η εικόνα ρέει μέσα από τα χέρια σου αλλά κάποτε γίνεται και πάλι μοναδική με ένα ριζικό τρόπο, όπως στην περίπτωση του τραγικού θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου με τον άγριο ξυλοδαρμό μαζί με τις λυσσώδεις κραυγές. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, υπάρχει το ερώτημα γιατί αυτοί που έβλεπαν τη δολοφονική αυτή συμπεριφορά δεν προσπάθησαν να αποσπάσουν τον ημιθανή άνθρωπο από τα χέρια και τα πόδια των άλλων; Ίσως γιατί οι πλείστοι παρατηρητές, οι μάρτυρες ενός γεγονότος, με ή χωρίς κάμερα, δεν αποφασίζουν να αγγίξουν το τραύμα του άλλου, και προτιμούν να παρακολουθούν τα πάθη του, στην καλύτερη περίπτωση διά του βλέμματος.  

Μου έκανε τέλος εντύπωση η απόφαση δύο φωτορεπόρτερ να κάνουν οφ στις μηχανές τους στην πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι. Τους εκτίμησα και χάρηκα γι΄ αυτό. Γιατί δεν είναι δυνατόν να θέλει η κάμερα όλα να τα δει. Υπάρχουν όρια που ο καθένας και η καθεμία οφείλει να τα βρει μέσα του. Και που καμία παιδεία δεν αρκεί να τα διδάξει.

Μενέλαος Μυρίλλας, Φωτογράφος, Συνιδρυτής του πρακτορείου SOOC

Η συζήτηση που μπορεί να γίνει με αφορμή τα δύο πρόσφατα περιστατικά είναι τεράστια. Εγώ θέλω να σταθώ αρχικά στη συμμετοχική Δημοσιογραφία, ένα φαινόμενο πολύ παλιό, από την εποχή του Thomas Paine και των αυτόνομων Φεντεραλιστικών εντύπων που όμως στις μέρες μας λόγω της ευρείας διασποράς που προσφέρουν τα σόσιαλ μίντια έχει αποκτήσει τέτοια δύναμη και χαρακτήρα που είναι αντιστρόφως ανάλογος της αρχικής φιλοσοφίας. Επίσης, όλοι όσοι εκτιμούν την καταγραφή ενός γεγονότος και την ανάδειξη του σε πραγματικό χρόνο  και όχι εκ των υστέρων όπως συνέβαινε παλαιότερα που δεν υπήρχε η σημερινή ευκολία τόσο καταγραφής όσο και διανομής, στέκονται ποτέ σοβαρά στο ποιος το καταγράφει; Έχει σημασία; Αν κάποιος τον δει όπως στην πλατεία Ομονοίας και στην πληροφορία ότι γελώντας έλεγε στον υποψήφιο αυτόχειρα “πήδα” σοκάρεται, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί πως ενδεχομένως λίγα στενά πιο δίπλα σε άλλη περίπτωση ίσως αυτός που κατέγραψε το λιντσάρισμα να ήταν ίδιας λογικής. Και ο επαγγελματίας φωτογράφος που θα ψάξει τη γωνία λήψης του ώστε σε περίπτωση που αποφασίσει να πηδήξει τελικά ο πρώτος να έχει ένα πολύ καλό κάδρο κάνει καλά την δουλειά του; Αν μαθαίναμε ότι στο σημείο που δολοφονήθηκε ο Ζακ υπήρχε επαγγελματίας φωτογράφος (όντως υπήρχε) αλλά όμως αποφάσισε να μην σηκώσει κάμερα, θα τον κατακρίνουμε;

Όλες οι απαντήσεις υπάρχουν αλλά πρέπει να πάψουμε να είμαστε υποκριτές και να μην κρίνουμε μόνο με βάση αυτό που τελικά βλέπουμε. Η δίψα του ανθρώπου για θέαμα τέτοιας μορφής είναι ακόμα πιο παλιά και από τη συμμετοχική Δημοσιογραφία. Το Κολοσσαίο στέκεται ως αξιοθέατο στη Ρώμη για να μας το θυμίζει αυτό. Δεν έχω δει το βίντεο από το λιντσάρισμα και δεν ένιωσα έκπληκτος βλέποντας τη φωτογραφία του Γιάννη Κέμμου. Θεωρώ ότι απέναντι στην συμμετοχική Δημοσιογραφία των πολιτών οφείλουμε να είμαστε εξίσου υποψιασμένοι όπως με την κανονική Δημοσιογραφία. Τα όρια δεν είναι στο πότε πατάμε on στην κάμερα του κινητού ή της επαγγελματικής μηχανής μας αλλά στο γιατί το κάνουμε και με ποιον τρόπο. Αν όμως το αποτέλεσμα βοηθήσει να αποδοθεί ηθική ή ακόμα καλύτερα πραγματική δικαιοσύνη, όλοι αυτοί που τώρα τους κατακρίνουμε βλέποντας να γελάνε τραβώντας με τα κινητά, στο μυαλό μου γίνονται οι χρήσιμοι ηλίθιοι της υπόθεσης, ένας ρόλος που ταιριάζει και σε επαγγελματίες που μπροστά στον πόνο του συνανθρώπου συχνά ψάχνουν βραβεία και επαγγελματική αναγνώριση λέγοντας ότι επιτελούν το ιερό καθήκον της ενημέρωσης.

Γιάννης Σκαρπέλος, Αναπλ. Καθηγητής Οπτικού Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι εικόνες δεν είναι αθώες, και οι δυνητικές χρήσεις τους δεν αθωώνουν τις διαδικασίες παραγωγής και τους μηχανισμούς εκμετάλλευσής τους. Οι εικόνες δεν είναι όλες ίδιες, η ομοιότητα του αποτελέσματος δε σημαίνει ταυτότητα της πρόθεσης ούτε ταυτότητα της αξιοποίησης, αν και όταν ξεφύγουν από το αρχικό πλαίσιο παρουσίασής τους μοιάζουν, απατηλά.

Οι επιστημονικές οργανώσεις που ασχολούνται με την εικόνα – όπως και οι επαγγελματικές οργανώσεις των φωτορεπόρτερ – διαμορφώνουν Κώδικες Δεοντολογίας. Η Διεθνής Ένωση Κοινωνιολογίας της Εικόνας, για παράδειγμα, τονίζει στον δικό της Κώδικα πως κάθε φωτογραφία αποτυπώνει μια σχέση εξουσίας. Και πως οι επιστήμονες κοινωνιολόγοι οφείλουμε, όταν φωτογραφίζουμε, να στεκόμαστε από τη μεριά του αδύνατου, από τη μεριά εκείνου που υφίσταται την εξουσία.

Στην εποχή μας, όμως, και στην κοινωνία μας, η πολιτική ορθότητα επιβάλλει να καταδικάζουμε εξίσου και τις δύο πλευρές: τόσο αυτήν που ασκεί τη βία ή την εξουσία, όσο και εκείνη που την υφίσταται και αντιδρά. Έτσι, απομακρυνόμαστε από βασικές παραδοχές του ουμανισμού, εκείνες δηλαδή που διαμόρφωσαν τη νεωτερικότητα. Μετατρέψαμε την αντικειμενικότητα σε ουδετερότητα, και εν τέλει σε αδιαφορία.

Κυρίως, όμως, εκπαιδευτήκαμε να βλέπουμε τα πράγματα από τη μεριά του δυνατού, από τη μεριά εκείνου που ασκεί την εξουσία. Είτε όταν δημιουργούμε τις εικόνες είτε όταν τις καταναλώνουμε, τις σχολιάζουμε και τις αναπαράγουμε. Και αυτή τη θέση, συνήθως, μπορούμε να τη δυναμώσουμε μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που χάρη στη δομή τους επιτρέπουν τον πολλαπλασιασμό της φωνής μας, τη δυνατότητα το «πέσε» που φωνάζουμε διαδικτυακά στον υποψήφιο αυτόχειρα να φτάσει σε εκατοντάδες και χιλιάδες συμπολίτες μας, να ενωθεί με των υπολοίπων και να διαμορφώσει στάσεις και αντιλήψεις. Ακόμη και αν ο υποψήφιος αυτόχειρας δεν μας ακούσει, το μείζον είναι πως πλέον το ξεστομίζουμε ή το γράφουμε. Πως η εικόνα κατορθώνει πιο εύκολα να μας οδηγήσει στη μεριά της εξουσίας. Και πως όσες εικόνες διαφεύγουν, όπως οι εικόνες που δείχνουν το λιντσάρισμα του Ζακ, εμφανίζονται μέσα από την τεκμηριωτική διάστασή τους να νομιμοποιούν όσες ενσωματώνονται στη λογική της εξουσίας, γίνονται μέρος του λόγου της και του δικού τους πόστου.

Δεν είναι εύκολο ούτε και χρήσιμο να υποδεικνύει κανείς κανόνες γενικής χρήσης για τις εικόνες που (υποτίθεται πως) τεκμηριώνουν την πραγματικότητα. Το μόνο που μπορώ εγώ να πω, είναι να περιορίσουμε την ανάγκη να γίνουμε «πολίτες-φωτορεπόρτερ», να αφήσουμε αυτό το καθήκον στους επαγγελματίες που γνωρίζουν τη δεοντολογία, γιατί αλλιώς σύντομα γινόμαστε «πολίτες-αστυνομικοί», «πολίτες-δικαστές», «πολίτες-δήμιοι». Και στην κοινωνία μας, ευτυχώς, αυτοί οι ρόλοι είναι διακριτοί και δεν επιδέχονται την ενωτική παύλα της υφένωσης (hyphen).

Αφροδίτη Κουκουτσάκη, Εγκληματολόγος, Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου

Νομίζω ότι δεν υπάρχει μια γενική απάντηση που να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Θα μπορούσα να υποθέσω ότι σε μια κοινωνία που ζει μέσα από την εικόνα, είναι κυρίαρχη η τάση να απαθανατίζεις οριακά –και όχι μόνον- γεγονότα. Κατά κάποιο τρόπο σαν να μιλάμε πιο εύκολα με εικόνες, σαν η εικόνα να γίνεται ένας τρόπος συμμετοχής στα γεγονότα, κάπως σαν τηλεοπτικό «συμπλήρωμα», καθώς η τηλεόραση σού καθορίζει τι θα δεις και τον χρόνο θέασης, δεν μπορείς να επαναλάβεις αυτό που μόλις είδες για να παρατηρήσεις καλύτερα μια λεπτομέρεια.

Ταυτόχρονα όμως, και σε αντίθεση με τα ΜΜΕ, στην περίπτωση αυτή, είναι δύσκολο να μιλήσουμε με όρους δεοντολογίας, τι επιτρέπεται και τι όχι, γιατί αυτά τα διάσπαρτα βίντεο δεν εντάσσονται σ’ ένα σώμα με συγκεκριμένους κανόνες και όρια καθώς υπάρχουν πολλές παράμετροι που τα μετακυλούν από τη μια άκρη στην άλλη. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε κανείς να γνωρίζει εκ των προτέρων τη σημασία που θα αποκτούσε η λήψη βίντεο από το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου και δεν γνωρίζουμε εάν ήταν και στις προθέσεις των ανθρώπων που τα τράβηξαν. Οπότε εύκολα μπορούμε να τους αποδώσουμε κίνητρα αρρωστημένης περιέργειας και αδιαφορίας που τραβούσαν βίντεο αντί να επιλέξουν να παρέμβουν.

Με δυο λόγια, αποδίδουμε αυθαίρετα κίνητρα, ανάλογα με τη δική μας ηθική στάση, η οποία ενδεχομένως να ταυτίζεται με την ηθική του άλλου εάν η λήψη είχε ως στόχο τη δημοσιοποίηση και την καταγγελία του γεγονότος.
Από την άλλη μεριά, η απαθανάτιση μιας επικείμενης αυτοκτονίας κάνει ακόμα πιο σκοτεινό το τοπίο. Με κίνδυνο να φανώ κυνική, θα έλεγα ότι η δημόσια απόπειρα αυτοκτονίας ακυρώνει εξ ορισμού τον ιδιωτικό χώρο και, συνάμα, στρέφει την προσοχή αποκλειστικά στα κίνητρα όχι του υποψήφιου αυτόχειρα αλλά αυτών που απαθανάτιζαν την σκηνή, τα οποία μένουν έκθετα σε αντιδράσεις οργής και απέχθειας. Κατακερματίζουν λοιπόν το ζήτημα και μεταφέρουν το εμφανές κομμάτι στον χώρο των σκοτεινών ενστίκτων που ίσως είναι ο κατάλληλος χώρος, αλλά σ’ αυτόν δεν εμφανίζεται ο πρωταγωνιστής, ο αποπειραθείς ν’ αυτοκτονήσει άρα και πάλι η αφήγηση είναι μισή, ορίζει και περιορίζει το γεγονός στο οποίο αναφέρεται. Δηλαδή, καθώς δεν διαφαίνεται κάποια ευρέως –δεν λέω καθολικά-  κατανοητή και αποδεκτή κοινωνικά χρήση τους, τα κίνητρα μοιάζουν αυταπόδεικτα. Αντίθετα, στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου, τα βίντεο μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εκδίκαση της υπόθεσης. Το τι ρόλο θα παίξουν δεν το ξέρουμε ακόμα γιατί εξαρτάται από την ανάγνωσή τους και την ερμηνεία τους. Ήδη κοινοποιήθηκε η άποψη της αστυνομίας, η οποία είναι σε απόλυτη διάσταση με την ερμηνεία των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής και πολλών από εμάς –κάθε ερμηνεία έχει το κοινό της.

Με δυο λόγια, μια παράμετρος που θεωρώ σημαντική για τη συζήτηση, είναι αυτή της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό.  Μια παράμετρος δηλαδή, η οποία συναρτάται και με τη δυναμική του γεγονότος το οποίο απαθανατίζεται και αποτελεί αντικείμενο του δημόσιου λόγου,  και τις εν δυνάμει χρήσεις της εικόνας.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι μια συζήτηση επί των κινήτρων με όρους αποδοχής ή καταδίκης, προσωποποιεί το φαινόμενο της «μαγείας της εικόνας», το οποίο είναι πλέον φυσικοποιημένο στις σύγχρονες κοινωνίες, εστιάζει στην ατομική περίπτωση και κατ’ επέκταση συχνά υποβαθμίζει το ίδιο το γεγονός στο οποίο αναφέρεται.